Ο ήχος είναι πανταχού παρόν στην καθημερινότητα μας. Αποτελεί την ενδυμασία στην ρουτίνα μας και καθώς πλέον η πρόσβαση σε αυτόν είναι πολύ εύκολη αρχίζει και παίρνει έναν κυρίαρχο ρόλο. Για να αναφέρουμε κάποια παραδείγματα, στις διαδρομές μας περισσότερο ακούμε πάρα βλέπουμε, και στα μηνύματα που ανταλλάσσουμε με αλλήλους έχουμε αυτές τις μικρές φωνές που τους προσδίδουν έναν οικείο χαρακτήρα. Ο σχεδιασμός και η χρήση του ήχου παίζει έναν τεράστιο ρόλο σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, από τον χορό στην αρχαία τραγωδία (εξού και η λέξη choir, χορός, χορωδία), μέχρι τις θρησκευτικές λειτουργίες, την όπερα και τα μιούζικαλ και μεταφέρεται στις υπόλοιπες μορφές τέχνης. Μέσω αυτής της στήλης θα μιλήσουμε τόσο αναδρομικά, όσο και επίκαιρα για αυτά τα ηχητικά κουστούμια που ντύνουν τις τέχνες, τα επονομαζόμενα soundtrack. Ενώ είναι σχετικά εύκολο να τα αντιμετωπίσουμε σαν απλά άλμπουμ μουσικής και να τα κρίνουμε αυτούσια, θα προσπαθήσουμε να δυσκολέψουμε τους εαυτούς μας και να τα δούμε ως προς το μέσο (όποιο και να είναι αυτό) το οποίο υπηρετούν, δημιουργώντας πάντα την ανάγκη για διάλογο με κέντρο τον αναγνώστη και φυσικά κατ’ επέκταση ακροατή. Βάλτε τα ακουστικά σας, πατήστε το play και απολαύστε!Το John Wick 3: Parabellum δεν χρειάζεται συστάσεις. Αποτελεί την τρίτη ταινία του Chad Stahelski, σκηνοθέτη, κασκαντέρ, αλλά και συντονιστή κασκαντέρ (stunt coordinator), γνωστό και από τη δουλειά του στο Matrix, ως αντικαταστάτη του Keanu Reeves, αλλά και στο Crow, ως αντικαταστάτη του Brandon Lee. To John Wick αποτέλεσε το κινηματογραφικό ντεμπούτο του και κατάφερε να γίνει σε μικρό χρονικό διάστημα μία επιτυχία. Αυτό που προκαλεί όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η χρήση του ήχου σε αυτές τις ταινίες και πιο συγκεκριμένα στην τρίτη, καθώς και το soundtrack αυτής θα είναι το αντικείμενο της συζήτησης μας.
Για να εισάγουμε τον εαυτό μας σε ένα πλαίσιο θα αναφέρουμε κάποια πράγματα για την ταινία. Το John Wick αποτελεί μια ταινία δράσης με έμφαση κυρίως στο φαίνεσθαι και μια ιστορία αρκετά απλή από το να μην αποσπά από την εικόνα. Στον πυρήνα του η ταινία αντλεί τις επιρροές της από τον βουβό κινηματογράφο του Buster Keaton και του Charlie Chaplin και τις ταινίες δράσης του Hong Kong, τις οποίες τις καθορίζει η εκφραστικότητα των κινήσεων και των εκφράσεων αλλά και ο slapstick χαρακτήρας. Άρα το ερώτημα που θέτουμε σε μία τέτοια ταινία είναι: Ποιός είναι ο ρόλος του ήχου, και ποιά θα πρέπει να είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που τον κάνουν να ενσωματωθεί στην εικόνα, χωρίς να της κλέβει τον κυρίαρχο ρόλο;Το soundtrack της ταινίας έχει συντεθεί από τους Tyler Bates (300, Sucker Punch, Dawn of the Dead) και Joel J. Richards. Χρησιμοποιεί κυρίως τον ηλεκτρονικό ήχο, δίνοντας έναν industrial χαρακτήρα στη ταινία και το αστικό τοπίο στο οποίο λαμβάνει χώρα, με την παράλληλη χρήση εγχόρδων, συνθεσάιζερ και κρουστών, όλα ενσωματωμένα σε αυτό το ιδίωμα για την επίτευξη συνοχής καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής. Σημαντικό στοιχείο είναι οι διασκευές κλασσικών κομματιών, όπως για παράδειγμα το Allegro non Monto από το Winter από τις Τέσσερις Εποχές του Vivaldi, αλλά και η χρήση κομματιών από τρίτους καλλιτέχνες που αν και δεν εντάσσονται στον χαρακτήρα του soundtrack, προσδίδουν όμως στην ταινία (π.χ. Kyary Pamyu Pamyu – Ninja Re Bang Bang).Έχοντας στο μυαλό μας τις παραπάνω πληροφορίες ,λοιπόν, θα απαντήσουμε τώρα στα ερωτήματα μας. Οι ρόλοι που κατέχει ο ήχος στην ταινία, είναι οι εξής: Να εγκαθιδρύσει τη ροή της ταινίας, να ιεραρχήσει τις δομές που υπάρχουν μέσα σε αυτή, να αντιπροσωπεύσει τα συναισθήματα των χαρακτήρων και να δημιουργήσει δράμα και κωμωδία. Αυτά επιτυγχάνονται ως εξής: Η ροή ή pacing επιβάλλεται πάνω στο θεατή με την σωστή χρήση των κρουστών. Το τέμπο εναλλάσσεται συνέχεια ανάλογα με τις καταστάσεις, αλλά είναι πανταχού παρόν στον ήχο, για να δηλώσει το γεγονός ότι ο ήρωας της ταινίας καθ’ όλη τη διάρκεια δίνει μια μάχη ενάντια στον χρόνο. Οι δυνάμεις που προβάλλονται στην ταινία ιεραρχούνται πολύ έξυπνα με την επιλογή των κατάλληλων κομματιών. Το industrial στοιχείο συνοδεύει τον John Wick μέσα στην πόλη και την καθημερινότητα της, ενώ το κλασσικό στοιχείο χαρακτηρίζει την άρχουσα τάξη ισχύος του κόσμο τον δολοφόνων με μια μεγαλοπρέπεια και έναν μυστικισμό, μια κλάση και φινέτσα. Πολύ όμορφη νότα δίνεται στο ότι το γραφειοκρατικό κομμάτι της άρχουσας τάξης διέπεται από έναν punk χαρακτήρα, χαρακτηριστικό της industrial αισθητικής. Όσον αφορά τα συναισθήματα των χαρακτήρων, η μουσική παίζει πολύ καλά το ρόλο της. Συνηθισμένα πράγματα όπως υψηλές νότες και κορύφωση στην κάθαρση και χαμηλές νότες, ισοκρατήματα και βιμπράτο σε δράμα και ένταση. Πάντα η χρήση των εγχόρδων αποτελούσε τον υπεύθυνο αυτών των τρικ για τον καθορισμό ή και εμπλουτισμό του συναισθήματος. Εδώ είναι που ο συνθέτης μας φέρνει τούμπα τις προσδοκίες, χρησιμοποιώντας κομμάτια που μπορεί θεωρητικά να μην έχουν θέση, όμως δημιουργούν έναν κωμικό στοιχείο, που μέσα από αυτό καταφέρνουν να σκιαγραφήσουν καλύτερα τους χαρακτήρες δίνοντας τους μια αληθοφανή νότα σε έναν κόσμο που θα μπορούσαν να μετατραπούν κάλλιστα σε καρικατούρες.Κλείνοντας, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στη χρήση της σιωπής. Τα σημεία στα οποία δεν χρησιμοποιείται ο ήχος και καταφέρνουν να αποδώσουν μια βαρύτητα πάνω στην σκηνή, όπως επίσης και να μην καταστήσουν κουραστική την υπόλοιπη ηχητική ενδυμασία. Αυτές οι σκηνές είναι πολύ έξυπνα διάσπαρτες και η ύπαρξη τους ενοποιεί εν τέλη το soundtrack τόσο στο σύνολο του, όσο και σε σχέση με την ταινία. Θα μπορούσα να μιλάω με τις ώρες για το John Wick 3, για το πως βελτιστοποιεί τη φόρμουλα των υπολοίπων δύο ταινιών και πως ο ήχος του είναι σαφώς πιο ώριμος και καθορισμός. Ένας ήχος που κερδίζει περισσότερο παράλληλα στην ταινία στην οποία ενσωματώνεται, παρά σε μια playlist στο YouTube, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν θα αποτελεί αυτή η playlist μια πολύ ευχάριστη μιάμιση ώρα.
Κείμενο: Γιάννης Σαρρής (Lavart)