«Όποιος θέλει να πολεμήσει την ψευτιά και την αμάθεια και να γράψει την αλήθεια έχει να ξεπεράσει το λιγότερο πέντε δυσκολίες. Πρέπει να έχει το θάρρος να γράψει την αλήθεια παρόλο που παντού την καταπνίγουν, την εξυπνάδα να την αναγνωρίσει παρόλο που την σκεπάζουν παντού, την τέχνη να την κάνει ευκολομεταχείριστη σαν όπλο, την κρίση να διαλέξει εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποκτήσει δύναμη, την πονηριά να τη διαδώσει ανάμεσα τους. Αυτές οι δυσκολίες είναι μεγάλες για εκείνους που γράφουν κάτω από το φασισμό, υπάρχουν όμως και γι’ αυτούς που τους κυνήγησαν ή που έφυγαν ακόμα και για όσους γράφουν σε χώρες της αστικής ελευθερίας»
Στις 10 Φεβρουαρίου του 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας, έρχεται στη ζωή ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, από πατέρα καθολικό και μητέρα προτεστάντισσα. Περιβάλλον μάλλον πνιγηρό για τον άνθρωπο, που μεγαλώνοντας αναπτύχθηκε σε μια εξέχουσα διαλεκτική φιγούρα και μετέπειτα θα εξελιχθεί σε κορυφαίο δραματουργό και για πολλούς σε πατέρα του σύγχρονου θεάτρου.
Επιχείρησε να απομακρύνει τη σύγχρονη δραματική τέχνη από τις συμβάσεις της θεατρικής ψευδαίσθησης, διατυπώνοντας και εφαρμόζοντας τη θεωρία του «επικού θεάτρου» που υπενθυμίζει στον θεατή διαρκώς την ιστορική διάσταση των συντελούμενων επί σκηνής. Ο Μπρεχτ πίστευε πως το κοινό χρειάζεται ανά πάσα στιγμή να γνωρίζει ότι παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση που μπορεί να αντανακλά θέματα της πραγματικότητας, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν είναι η ίδια η πραγματικότητα.
“Εγώ που επέζησα”
Το ξέρω βέβαια : τυχαία μονάχα
επέζησα απ΄ όλους τους φίλους.
Μα απόψε στ΄ όνειρό μου
άκουσα τους φίλους να λένε για μένα :
Οι δυνατοί επιζούν
Και μίσησα τον εαυτό μου.
Επηρεασμένος από τη διαλεκτική του Πλάτωνα, ο Μπρεχτ επιθυμούσε πάνω από όλα να διδάξει και να ενθαρρύνει το κοινό να σκεφτεί μόνο του. Ήθελε το θέατρο να αποτελέσει έναν χώρο συζήτησης και όχι ένα τόπο ψευδαισθήσεων. Θεωρεί πως μέσα από το έργο του, πρέπει να προσφέρει στην υπόθεση της αφύπνισης των πλατιών στρωμάτων του λαού, ξεκινώντας από τους μαθητές, τους εργάτες και τη νεολαία. Εγκαταλείποντας, λοιπόν, το αστικό κοινό, αποφασίζει να κάνει «επαναστατική τέχνη» και στρέφεται στη νεολαία, μαθητική και εργατική, και στους ερασιτεχνικούς ομίλους, για να τους διαμορφώσει σε επαναστάτες, δημιουργώντας ένα νέο είδος θεάτρου, που δεν θα αποσκοπούσε στην απόλαυση και την ψυχαγωγία, αλλά στη διδασκαλία και τη μάθηση.
«Οι άνθρωποι παραείναι ανθεκτικοί, αυτό είναι το πρόβλημα. Είναι σε θέση να κάνουν υπερβολικά πολλά σε βάρος του εαυτού τους. Αντέχουν υπερβολικά πολύ.»
Τα λόγια του Μπρεχτ αποτελούν χρήσιμο και απαραίτητο εργαλείο, για όποιον προσπαθεί να αναμετρηθεί με το γράψιμο της αλήθειας. Ήταν κομμουνιστής και είχε διαλεκτικό τρόπο σκέψης. Θεώρησε πως έπρεπε να αφήσει κατά μέρος τις αστικές ματαιοδοξίες και να υπηρετήσει την υπόθεση της αναδημιουργίας ενός νέου κόσμου. Ως πρώτιστο χρέος του λοιπόν, έθετε την προβολή των νέων αξιών και μαζί ενός νέου, επαναστατικού τρόπου σκέψης, που θα ανέτρεπε τον παλαιό κόσμο και τις αξίες του. Η ποίηση αποτελεί μεγάλο κομμάτι του συγγραφικού του έργου, καθώς ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραψε εκατοντάδες ποιήματα και μερικά από τα ωραιότερα που έχουν γραφτεί ποτέ. Έχει γράψει ποιήματα για τα αισθήματα, τους πόθους και τα πάθη, τις ανησυχίες, τις σκέψεις, τις ιδέες, τις ανάγκες, τα συμφέροντα, τις επιδιώξεις, τις πράξεις και τις καταστάσεις των ανθρώπων στα πλαίσια της κοινωνικής τους θέσης και ζωής, αλλά και για τις αναστοχάσεις τους πάνω σε όλα αυτά.
Σύντομο Βιογραφικό
Το 1917 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μονάχου αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του. Οι καλλιτεχνικές του αναζητήσεις γνώρισαν πολύ γρήγορα την καταξίωση με το βραβείο Κλάιστ (1922). Αντικομφορμιστής, ορκισμένος εχθρός του πολέμου και του καπιταλισμού, βρίσκεται στον μαύρο πίνακα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Ήδη από το 1923 αποτελούσε απειλή για το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα που τον είχε κατατάξει πέμπτο στην λίστα με τις πιο επικίνδυνες προσωπικότητες της Γερμανίας. Τη δεκαετία του ‘30 όλα τα έργα του απαγορεύτηκαν στην Γερμανία και η κατάσταση χειροτέρεψε για τον ίδιο. Όταν την εξουσία κατέλαβαν το 1933 οι Εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ, ο Μπρεχτ παίρνει το δρόμο της εξορίας αρχικά σε χώρες της Ευρώπης και αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Στις 28 Φεβρουαρίου 1933, την επομένη της μεγάλης πυρκαγιάς στο Ράιχσταγκ στο Βερολίνο, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε στην Δανία, όπου έμεινε μέχρι το 1939 στο νησί του Fyn. Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του στις ΗΠΑ ο Μπρεχτ αντιμετώπισε δυσκολίες. Ο λαμπερός κόσμος του Χόλυγουντ δεν του άνοιξε ποτέ τις πόρτες και δεν ενέκρινε κανένα από τα 50 σενάρια που είχε δουλέψει. Έτσι, μιας και τον βάραιναν οι κατηγορίες περί διαφόρων δραστηριοτήτων που έβλαπταν το Αμερικανικό Έθνος, αποφασίζει να επιστρέψει. Το 1949 εγκαθίσταται οριστικά στο Ανατολικό Βερολίνο ή αλλιώς στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Το 1955 ο Μπέρτολτ Μπρεχτ θα λάβει το Βραβείο Ειρήνης του Στάλιν. Στις 14 Αυγούστου του 1956 πεθαίνει από θρόμβωση της στεφανιαίας αρτηρίας της καρδιάς.
“Μετανάστες”
Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.