Γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιά, μεγάλωσα σε μια δεκαετία που τα ρεμπετάδικα και τα κουτούκια ήταν η πρώτη μας επιλογή για έξοδο και ξενύχτι. Ανακάλυπτα τον Τσιτσάνη στο οικογενειακό τραπέζι, στα σεργιανίσματα με τις φίλες, στα πρώτα ραντεβού, ακόμη και στους σχολικούς χορούς. Όταν έφυγα από την πόλη, τα τραγούδια του έγιναν η «πατρίδα» της νοσταλγίας μου, ένα «σπίτι» για να επιστρέφω κάθε φορά που το χρειαζόμουν. Η εποχή του, που, στην πραγματικότητα, δεν την έζησα -μια και χρονικά είναι εποχή των παππούδων μου- έγινε το παρελθόν μου. Γι’ αυτό, όταν άκουσα για πρώτη φορά τις τολμηρές διασκευές (σε rock-blues αλλά και swing ύφος) του Πρόδρομου Καραδελόγλου, δε δίστασα ούτε στιγμή. Αυτή ήταν μια παράσταση που έπρεπε να γίνει. Η πρώτη απόπειρα ήταν η Άσκηση 1, το καλοκαίρι του 2015, ένα θεατρικό αναλόγιο με αφήγηση γνωστών και άγνωστων περιστατικών της ζωής του μεγάλου δημιουργού, με βασικούς πρωταγωνιστές τα ίδια τα τραγούδια. Ο τίτλος πρόδιδε, με όση ειλικρίνεια είχαμε κι εγώ και ο Πρόδρομος, τον τρόπο και τη γραφή μας. Ήξερα βέβαια από την αρχή πως αυτό δεν ήταν αρκετό- εξ’ου και ο αριθμός 1 στον τίτλο.
Επιστρέψαμε σε αυτήν τρία χρόνια και τρεις παραστάσεις μετά. Αυτή τη φορά, όμως, θέλαμε το θέατρο να αγκαλιάζει τα τραγούδια. Και ήθελα το κοινό να βρεθεί σε εκείνην τη μαγική στιγμή που ο χρόνος χάνεται- βρίσκεσαι ξεκάθαρα στο «τότε» και το «τώρα» μαζί. Οι πρόβες ξεκίνησαν δίχως οριστικό κείμενο. Λέξεις, στίχοι, μουσική, ζωντανό σώμα και φωνή επί σκηνής πάλευαν να αποκτήσουν ταυτότητα, να γίνουν η Άσκηση 2. Η λύτρωση ήρθε, μέσα από τη δουλειά, όταν στις ερμηνευτικές επιλογές της νεαρής ηθοποιού Ελένης Χανιωτάκης άρχισα να αναγνωρίζω χειρονομίες και κινήσεις γυναικών που άνθισαν το ’50 και το ’60, αλλά εγώ –για κάποιο λόγο- τις είχα μέσα μου. Θυμήθηκα θολά ένα ζεστό βράδυ σε ένα παραλιακό κέντρο, με αυτά τα πολύχρωμα λαμπιόνια, που βλέπουμε στις παλιές ταινίες, και που δεν τα συναντά πια κανείς παρά σπάνια. Ο Τσιτσάνης και η Μαρίκα Νίνου τραγουδούσαν μέσα από τα μεγάφωνα, και η γιαγιά μου με την αδελφή της έλεγαν ιστορίες, προσπαθώντας να με πείσουν να φάω τις μαρίδες που δεν αγαπούσα –πολύ αργότερα τις εκτίμησα. Αδύνατον να θυμηθώ πόσο χρονών ήμουν. Συνειδητοποίησα, όμως, πως παρόμοιες αναμνήσεις είχαν στο παρελθόν, γεννήσει ένα άλλο μου πόνημα. Ανέσυρα από το «συρτάρι» του υπολογιστή, ένα παλαιότερο ανέκδοτο διήγημα, τις Ιστορίες της Έλλης, μιας γυναίκας που έζησε το ’60 σε μια παρένθεση της ιστορίας, στο περιθώριο του έρωτα και της δόξας -όχι έξω αλλά δίπλα. ‘Έζησε’ όμως, με όλα όσα ο όρος αυτός μπορεί να περιέχει. Η Έλλη, λοιπόν, πρόσωπο μυθοπλασίας, αλλά -ίσως- πιο αληθινό από πολλά αληθινά, έγινε η πρωταγωνίστρια. Μέσα από τη ματιά της άρχισα να ξαναγράφω τις ιστορίες του Τσιτσάνη. Μέσα από την αφήγησή της θα τον αναγνωρίσουν και οι θεατές.
Στο ταξίδι αυτό ο Πρόδρομος Καραδελόγλου ήταν συνοδοιπόρος σε κάθε στροφή και επιλογή δρόμου. Τα τραγούδια οδήγησαν την πρόζα και η πρόζα όρισε τα τραγούδια. Κοντραμπάσο και ηλεκτρική κιθάρα αντικατέστησαν το μπουζούκι και το μπαγλαμαδάκι. Και το ζωντανό σώμα των μουσικών στην άκρη της σκηνής, έδωσε στην Έλλη την αφορμή που χρειαζόταν για να μιλήσει. Η Άσκηση 2 είχε γεννηθεί.
Η μουσικοθεατρική παράσταση “Βασίλης Τσιτσάνης: Άσκηση 2” έρχεται στη Θεσσαλονίκη