Search
Close this search box.
Search
Close this search box.

Ηλιόπουλος, Ντίνος, ο ευγενής του ελληνικού θεάτρου

Ο ευγενής του ελληνικού θεάτρου

Ntinos_Iliopoulos[dropcap size=big]«Τ[/dropcap]ο κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Ένας πολύ ειλικρινής ψεύτης», οι δύο αυτές αναφορές αρκούν για να θυμηθούμε τη μορφή και το ταλέντου του Ντίνου Ηλιόπουλου. Ο κωμικός με τις ιδιαίτερες χορευτικές ικανότητες και τη φινετσάτη θεατρική και κινηματογραφική παρουσία στελεχώνει, μεταξύ άλλων, μια γενιά που άφησε το δικό της στίγμα στην εγχώρια πολιτισμική ιστορία και τις μνήμες όλων μας. Ο θεατρικός κριτικός  Κώστας Γεωργουσόπουλος περιγράφει αυτή τη μοναδική κωμική παρουσία ως εξής: «Η κωμική τέχνη του κ. Ηλιόπουλου ξεκινάει από την κομέντια ντελ’ άρτε, όχι τόσο γιατί ακολουθεί κάποιον συγκεκριμένο τύπο αυτής της υποκριτικής παράδοσης, αλλά γιατί οικοδομεί τους ρόλους με τον ίδιο τρόπο. Ο Ηλιόπουλος παίζει ένα ρόλο και ταυτόχρονα τον τύπο του μέσα στο ρόλο. Είναι ο κατ’ εξοχήν ηθοποιός με τα τυποποιημένα τερτίπια, με τη διαφορά πως δεν είναι ένας τυποποιημένος ηθοποιός. Έχει κατασκευάσει έναν κωμικό κώδικα τελείως προσωπικό, ύστερα από μελέτη των προσόντων του και των ελαττωμάτων του. Μεγάλοι κωμικοί είναι εκείνοι που κωδικοποιώντας τα μέσα τους, ξεχωρίζουν -υπερτονίζοντας, υπογραμμίζοντας- το ελάττωμά τους. Αυτή η μέθοδος απαιτεί ένστικτο και μεγάλη φαντασία, δύο προσόντα που διαθέτει αφειδώλευτα ο Ηλιόπουλος».

9D25A2000E825A1B4827EE67FF7E7DEF[dropcap size=big]Ο[/dropcap] μεγάλος κωμικός γεννιέται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1915. Μετακομίζει, όμως, σε μικρή ηλικία με την οικογένειά του στη Μασσαλία. Μεγαλώνει εντρυφώντας στη γαλλική κουλτούρα και έτσι, προκύπτει η αγάπη του για το χώρο του θεάματος. Όπως δηλώνει ο ίδιος, σπαταλούσε όλο του το χαρτζιλίκι προκειμένου να παρακολουθήσει ταινίες στους γαλλικούς κινηματογράφους και θεατρικές παραστάσεις. Τελειώνει εκεί το γυμνάσιο και έξι χρόνια αργότερα έρχεται στην Ελλάδα. Δοκιμάζει την τύχη του σε διάφορα επαγγέλματα, αν και γνωρίζει από μικρή ηλικία με τι θέλει να ασχοληθεί πραγματικά. Στην ερώτηση πώς έγινε το δικό του ξεκίνημα θα πει: «Α, έγινε από τη στιγμή που, ενώ καθόμουν στη γαλαρία του θεάτρου, στις φτηνές θέσεις του δεύτερου εξώστη που τον ταράζαμε… ένιωσα την επιθυμία να περάσω απέναντι στη σκηνή. Ήταν ένας ακατανίκητος μαγνήτης». Έτσι, παίρνει την απόφαση το 1939 να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο απαγγέλοντας ένα ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Η παρουσία του δεν ικανοποιεί τους εξεταστές και τον απορρίπτουν απ’ τον δεύτερο κιόλας στίχο. Μαζί μ’ αυτόν στις ίδιες εξετάσεις απορρίπτονται η Λαμπέτη κι η Χατζηαργύρη. Δεν πτοείται όμως. Έχοντας συνειδητοποιήσει τον στόχο του, εγγράφεται στη σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη. Ανάμεσα σε άλλους, δάσκαλοί του εκεί είναι ο Βακαλό κι ο Καραγάτσης. Αποφοιτά με άριστα και «εισχωρεί» το 1944 στο χώρο του θεάτρου, όπου παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο «αδύνατος νέος ηθοποιός με την αστεία μύτη» ανεβαίνει στο θεατρικό σανίδι με το θίασο της κυρίας Κατερίνας στην παράσταση «Κυρία, σας αγαπώ». Ακολουθεί η συνεργασία του με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, η οποία τον αναδεικνύει και τον ορίζει μέχρι και διευθυντή στο θέατρό της. Η καταξίωσή του έρχεται με το έργο των Σακελλάριου και Γιαννακόπουλου «Θανασάκης ο πολιτευόμενος». Ο ίδιος παραδέχεται με χιούμορ: «Ξαφνικά εκεί που ήμουν στο και τα λοιπά, γέμισε σε μια νύχτα η Αθήνα με το όνομά μου… Αυτό ήταν!». Για την ερμηνεία του σ’ αυτό το έργο αποσπά το πρώτο Βραβείο Κοινού. Το 1954 μαζί με τον εξίσου ταλαντούχο Μίμη Φωτόπουλο αποφασίζουν να συνταιριάξουν τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες συγκροτώντας δικό τους θίασο. Η ανάγκη του για καλλιτεχνική δημιουργία δε σταματά εκεί, καθώς τρία χρόνια μετά ιδρύει το δικό του θέατρο, όπου ανεβάζει θεατρικά έργα που σημειώνουν τεράστια επιτυχία και πολλά απ’ αυτά μεταφέρονται και στη μεγάλη οθόνη, όπως «Το κοροιδάκι της δεσποινίδος», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Το έξυπνο πουλί», «Ζητείται Ψεύτης», σε ρόλους που τον κάνουν ιδιαίτερα αγαπητό στο ευρύ κοινό. Στις παραστάσεις που ανεβάζει αναλαμβάνει κάποιες φορές και τη σκηνοθεσία, ενώ μεταφράζει παράλληλα ξένα έργα.

ntinos-iliopoulos[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο 1966 ανεβάζει τη σουρεαλιστική παράσταση «Κονσέρτο για τρομπόνι». Το κοινό δεν δέχεται το προχωρημένο για την εποχή του έργο, και το λεπτό χιούμορ του ηθοποιού δεν γίνεται εύκολα κατανοητό. Η θεατρική αυτή αποτυχία οδηγεί τον Ηλιόπουλο στην οικονομική καταστροφή. Αναγκάζεται, προκειμένου να ορθοποδήσει, να περιοδεύσει στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Αποχωρίζεται τότε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη γυναίκα του Χίλτεργκαρντ και τις δύο του κόρες. Το 1977 ερμηνεύει τον «Αμφιτρύωνα» του Πλαύτου στο Εθνικό Θέατρο και το 1978 εμφανίζεται στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο με τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη.

Ανάμεσα στα πολλά προσόντα του Ντίνου Ηλιόπουλου ήταν κι η αδυναμία του στον χορό. Οι συνάδελφοί του τον φωνάζουν Φρεντ Ασταίρ. Ήταν φανατικός του Τσάρλι Τσάπλιν, κάποιοι μάλιστα τον παρομοιάζουν με εκείνον κι εκείνος απαντά περιπαικτικά: «Να σε παρομοιάζουν με τον Τσάπλιν, είναι σα να σε αποκαλούν γάιδαρο, αφού είσαι ένα άλογο που δεν πέτυχε!». Εκφράζει τον θαυμασμό του προς την τέχνη του Κλόουν. Δηλώνει πως θα ήθελε να δουλεύει σε τσίρκο και να παίζει με μάσκες αποκτώντας ελευθερία στην κίνησή του. Υιοθετεί στοιχεία από την ιδιαίτερη προσωπικότητα ενός κλόουν, τόσο στην προσωπική όσο και στην καλλιτεχνική του ζωή, και ο Λογοθετίδης επιβεβαιώνοντας τα παραπάνω τον αποκαλεί, βλέποντάς τον στο σανίδι, «ελεύθερο κλόουν».

001466d1_medium[dropcap size=big]Σ[/dropcap]ύμφωνα με την προσωπική του άποψη, ο κόσμος τον μαθαίνει και τον αγαπά μέσα από τυποποιημένους ρόλους που ενσαρκώνει τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο. Το 1956 όμως, θα έρθει αντιμέτωπος με μία πρόκληση όσον αφορά τη μέχρι τότε καριέρα του. Με την ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Ο Δράκος», ο Ντίνος Ηλιόπουλος αναλαμβάνει να ενσαρκώσει «τον δυστυχισμένο, τον ταλαιπωρημένο, τον πανικόβλητο Έλληνα», όπως θα πει ο σκηνοθέτης. Τίποτα δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει καλύτερα την ψυχοσύνθεση του δραματικού ήρωα που υποδύεται ο Ηλιόπουλος πέρα από τη φράση του στην ταινία: «Δε μπορεί ο άνθρωπος να ζει μόνος του σαν κούτσουρο… δε νιώθει ούτε γιορτή, ούτε Κυριακή, ούτε Πρωτοχρονιά. Μένει στην μπάντα και θάβεται μοναχός του». Κατόρθωσε με τον «Δράκο» ο κωμικός ηθοποιός ν’ αναδείξει την τραγικότητα του ανθρώπου που βιώνει τη μοναξιά και γίνεται κάτι, αποκτά οντότητα μέσα στον υπόκοσμο. Η ταινία στην Ελλάδα δε σημειώνει επιτυχία, αλλά στο Φεστιβάλ Βενετίας αποσπά το βραβείο Καλύτερης Ταινίας κι ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος την αγκαλιάζει. Δεν είναι μάλιστα η πρώτη φορά που διαφαίνεται η απήχηση του στο εξωτερικό. Όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, από νωρίς είχε δεχθεί προτάσεις τόσο από την αμερικανική τηλεόραση όσο κι από το Χόλυγουντ, ωστόσο δεν εγκατέλειψε ποτέ την εγχώρια καλλιτεχνική σκηνή.

Ο σεμνός ηθοποιός με το πολυδιάστατο ταλέντο τιμάται για την προσφορά του στον χώρο του θεάματος με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’. Πέρα από την ηθοποιία, ασχολείται και με τη συγγραφή, όχι μόνο θεατρικών έργων, αλλά και μίας ποιητικής συλλογής και της αυτοβιογραφίας του « Ένας Ηλιόπουλος ονόματι Ντίνος».  Το 2001 πεθαίνει, όμως, παραμένει  ζωντανός στις μνήμες μας μέσα από τους θεατρικούς και κινηματογραφικούς του ρόλους ως μία ευγενική προσωπικότητα, ένας πολυτάλαντος ηθοποιός, ένας κωμικός με ήθος, αλλά και με αστείρευτο χιούμορ, γεγονός που επιβεβαιώνει μέχρι και στην ύστατη στιγμή του ζητώντας να γραφεί στον τάφο του η φράση: «Με συγχωρείτε κυρίες μου που δε μπορώ να σηκωθώ!».

Πηγές: Εικόνα 1Εικόνα 2Εικόνα 3 – Εικόνα 4

Κείμενο: Μαρία Καρβούνη (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr