Για τον Καρυωτάκη της Πρεβέζης.
Το σκηνικό εμπνευσμένο. Ένας νεαρός, ωραίος και κομψός, με κουστούμι, γραβάτα και ψάθινο καπέλο στη σκιά ενός ευκαλύπτου στην παραλία Άγιος Σπυρίδων Πρεβέζης. Ένα περίστροφο ανά χείρας και μια σφαίρα στην καρδιά.
Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης έτυχε να είναι δημόσιος υπάλληλος, οι μεταθέσεις πολλές, τελευταίος σταθμός η Πρέβεζα. Μια πόλη μουντή, άχρωμη , μονότονη, μικρή και το χειρότερο άψυχη. Είχε την τύχη να φιλοξενήσει έστω για λίγο ένα μεγάλο ποιητή. Αχ πόσο κρίμα είναι, τι φθορά έχουν υποστεί αυτές οι λέξεις και δε φθάνουν για να τον περιγράψουν. Γιατί αλήθεια εύκολα ξεστομίζει σήμερα κανείς τη λέξη «ποιητής» πόσο μάλλον τη λέξη «μεγάλος».
Σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή του οι γυναίκες. Από το κρεβάτι του πέρασαν πολλές, ή ορθότερα πέρασε αυτός από τα δικά τους. Του άρεσε να κάνει παρέα με τις κοινές, τις πόρνες ή παστρικιές όπως θα έλεγαν τότε. Το τίμημα το πλήρωσε βαριά. Ωχρά σπειροχαίτη το όνομα της. Το στίγμα της, τον πλήγωνε περισσότερο από κάθε σύμπτωμα της ασθένειας, σε μια κοινωνία ανόητων, που πάντα σατύριζε μα πάντα φοβόταν. Ίσως να ήταν και αυτός ένας λόγος που τον ώθησε στο απονενοήμενο .
Αγάπησε κάποτε μια κοπέλα, έζησε μαζί της το ιδανικό το απόλυτο, το ονειρεμένο. Μα στο παιχνίδι αυτό του έρωτα έχασε, ήρθε δεύτερος. Δε το άντεξε, πληγώθηκε. Ο ιατροδικαστής μπορεί να βρήκε στην καρδιά του μια δεύτερη πληγή, σιτεμένη μεν αλλά πάντα ανοιχτή. Την κοπέλα την έλεγαν Άννα Σκορδύλη. Υπήρχε και μια Μαρία βέβαια, Μαρίκα όπως τη φώναζε που τον ερωτεύτηκε σφόδρα. Είχε όμως και αυτός αισθήματα-πάντα οι άνδρες αγαπούν αυτή που τους λατρεύει. Μα δεν έφθανε αυτό, θα ήθελε πολύ βέβαια να είναι ο Τάκης της. Υπό άλλες συνθήκες σε μια άλλη χώρα, εποχή, ζωή.
Στην ποίηση του εξύμνησε τον έρωτα και το θάνατο, στοιχεία και στοιχειά της φύσης που πολεμούν αδιάκοπα και παρασέρνουν στο διάβα τους ότι χτιστό και άχτιστο σε αυτό το μάταιο κόσμο. Δεν έμεινε όμως εκεί, ήταν ένας άνθρωπος οξύς στη σκέψη και στην κρίση. Έγραψε για την εποχή του, τις περασμένες και τις επόμενες. Και πάντα αυστηρός κριτής. Δεν ήταν όπως λένε πολλοί, απαισιόδοξος, μα ένας αμετανόητος υμνητής της ωμής πραγματικότητας.
Τον κατατάσουν στη δεύτερη ομάδα των συμβολιστών. Όντως με μια πρώτη ματιά διαθέτει όλα τα χαρακτηρηστικά. Μα έχει και κάτι ακόμη, ένα όπλο αιχμηρό και πάντα ακονισμένο, την ειρωνεία του που με το αδράχτι της κόβει πάντα πρώτα το δικό του χέρι.
Η ζωή καταντά αβάσταχτη, ο θάνατος λύτρωση. Αυτός που τόσο φοβήθηκε, δε δίστασε μπροστά στον υγρό τάφο, στο έρεβος, στην ανυπαρξία. Μα ούτε και στα χέρια τα τρεμάμενα με τα άνθη, στα μάτια τα υγρά ,στους ήχους τους πνιχτούς και τους άλλους τους γοερούς.