«Βρίσκω την τρέλα ερεθιστικό στοιχείο, που προσδιορίζει τα πράγματα κατά άλλον τρόπο και διαθέτει θεατρικότητα». Παίρνοντας ως αφορμή τη θεατρική μανία του Ορέστη στην «Ορέστεια» του Αισχύλου και του Άμλετ στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, ο Σπύρος Ευαγγελάτος ερευνά και ορίζει την τρέλα ως βέβαιο εκφραστή του θεατρικού σύμπαντος, το οποίο προσδιορίζει και επεκτείνει ταυτόχρονα.
Ο σκηνοθέτης του θεάτρου και πανεπιστημιακός, Σπύρος Ευαγγελάτος, γεννιέται στην Αθήνα το 1940 καταγόμενος από καλλιτεχνική οικογένεια με πατέρα συνθέτη και μητέρα αρπίστρια. Δεν παρεκκλίνει από την καλλιτεχνική παράδοση του περιβάλλοντός του και αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο φοιτώντας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Εντρυφά περισσότερο στο αντικείμενο του σπουδάζοντας θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, με υποτροφία του ιδρύματος Woursell.
Όντας ακόμη φοιτητής εργάζεται ως ηθοποιός σε τέσσερις παραστάσεις. Παράλληλα, το 1961 οργανώνει τη θεατρική ομάδα Νεοελληνική Σκηνή και σε ηλικία εικοσιενός ετών ετοιμάζει την πρώτη του σκηνοθεσία, με τον άπαικτο μέχρι τότε «Φορτουνάτο» του Μάρκο Αντώνιο Φωσκόλο. Στην παράσταση συμμετέχει κι ο ίδιος, ενώ οι πρόβες γίνονται στο σπίτι του. Την πρώτη του αυτή σκηνοθετική απόπειρα θεωρεί ιδιαίτερα σημαντική για τη μετέπειτα πορεία του. Από τότε στο βιογραφικό του απαριθμούνται πάνω από διακόσιες είκοσι σκηνοθεσίες τόσο σε ελληνικούς θεατρικούς χώρους και φεστιβάλ όσο και στο εξωτερικό.
Γίνεται γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους όταν αναλαμβάνει το ανέβασμα του έργου «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ στο ΚΘΒΕ. Καταξιώνεται, όμως, στο ευρύ κοινό μετά την επιτυχία της παράστασης «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή το 1972. Μάλιστα, ενώ βρίσκεται στη Βιέννη, τον καλεί το Εθνικό για να αναλάβει τη σκηνοθεσία για την τραγωδία του Σοφοκλή στην Επίδαυρο. Είναι η πρώτη φορά που ένας νέος σκηνοθέτης μπαίνει στο αρχαίο θέατρο. Η πολύπλευρη και ανήσυχη προσωπικότητα του δεν σταματά να αναζητά τρόπους έκφρασης. Δημιουργεί τις συνθήκες πραγμάτωσης του θεατρικού του ονείρου ιδρύοντας το 1975 το Αμφι-θέατρο. Συνοδοιπόρος του στη δόμηση και την προώθηση του νεοσύστατου θεατρικού του οίκου είναι η ηθοποιός Λήδα Τασοπούλου, η οποία πέρα από έμπιστη συνεργάτης και βασική πρωταγωνίστρια του Αμφι-θεάτρου γίνεται και η σύντροφος της ζωής του. Το 1980 με το Αμφι- θέατρο συμμετέχει επισήμως στο Φεστιβάλ Επιδαύρου και επιλέγει, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, να μπει στον χώρο διακριτικά ανεβάζοντας ένα σχετικά άγνωστο έργο, τους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου.
Το Αμφι- Θέατρο λειτουργεί για τριάντα έξι χρόνια υπηρετώντας με συνέπεια ένα ρεπερτόριο μεγάλου θεάτρου παρουσιάζοντας συνολικά ενενήντα πέντε παραγωγές με έργα μεγάλων θεατρικών συγγραφέων όπως: Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αριστοφάνης, Σαίξπηρ, Μολιέρος, Γκαίτε, Σίλλερ, Ίψεν,Τσέχωφ, Πιραντέλλο, Μπρέχτ, Μπέκετ, Τερζάκης, Καμπανέλλης. Παρουσιάζει, μάλιστα, και κείμενα λιγότερο παιγμένα της νεοελληνικής γραμματείας, όπως ο «Ερωτόκριτος» του Κορνάρου, η «Ερωφίλη» του Χορτάτση, η «Ιφιγένεια εν Ληξουρίω» του Κατσαΐτη, το «Έπος του Διγενή Ακρίτα», ο «Φορτουνάτος» του Μ.Α. Φόσκολου, η «Ευγένα» του Μοντσελέζε και πολλά άλλα. Στις παραστάσεις συμμετέχει πλήθος ηθοποιών μεταξύ των οποίων οι Α. Βαλάκου, Δ. Παπαμιχαήλ, Γ. Φέρτης, Λ. Βογιατζής, Θ. Καρακατσάνης, Ν. Γαληνέα, Π. Φυσσούν, Στ. Κυριακίδης, Κ. Καραμπέτη, Μ. Χρυσομάλλης, Σπ. Παπαδόπουλος, Μ. Βούρτση, Αλ. Σταυράκης, Χρ. Βαλαβανίδης, Δ. Λιγνάδης, Μ. Μαρμαρινός, Μ. Ασλάνογλου, Ε. Ρουμελιώτη.
Ο ίδιος αναφερόμενος στη σχέση του με τους ηθοποιούς και στη σκηνοθετική του οπτική δηλώνει: «Με χαρακτηρίζουν λόγιο σκηνοθέτη αλλά μόλις αρχίσω τις πρόβες γίνομαι θεατρίνος, αφήνω στην μπάντα όλα όσα έχω μελετήσει και ξεκινώ με το πρωτότυπο κείμενο στο χέρι. Πιστεύω ότι ο σκηνοθέτης πρέπει να επικοινωνεί με τον ηθοποιό, να τον ενθαρρύνει, να τον προσεγγίζει ψυχολογικά. Συνηθίζω να λέω ότι η σκηνοθεσία γίνεται δια της υποβολής και όχι δια της επιβολής. Και αυτός είναι ο τρόπος της δικής μου δουλειάς». Το 2011 λόγω οικονομικών δυσχερειών και έλλειψης κρατικής πρόνοιας, το Αμφι- θέατρο αναστέλλει τη λειτουργία του προς μεγάλη θλίψη του ιδρυτή του και του θεατρόφιλου κοινού.
Οι δραστηριότητες του και η συνεισφορά του στην τέχνη δεν σταματούν στη θεατρική σκηνή. Γράφει πολλά επιστημονικά μελετήματα, κυρίως για θέματα του κρητικού και του επτανησιακού θεάτρου. Μεταφράζει, ακόμη, έργα των Eυριπίδη, Αριστοφάνη, Σαίξπηρ, Λόπε ντε Bέγκα, Γκαίτε, Σίλερ, Λόρδου Bύρωνα, Mπύχνερ, Ίψεν, Στρίντμπεργκ, Mπρεχτ, Kόχουτ. Από το 1977 ως το 1980 διορίζεται Γενικός Διευθυντής του Kρατικού Θεάτρου Bορείου Ελλάδος και από το 1984 ως το 1987 της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Δύο χρόνια αργότερα εκλέγεται Καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εν συνεχεία Καθηγητής του Tμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διατελεί, ακόμη, Πρόεδρος του Ελληνικού Kέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (I.T.I.) και από το 1999 μέχρι το 2006 Πρόεδρος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Στο δυναμικό του έχει πολλές διακρίσεις στην Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό. Το 1974 αποσπά το βραβείο Καρλ Σκράουτ του Λαϊκού Θεάτρου της Βιέννης για την καλύτερη σκηνοθεσία της χρονιάς. Tο 1988 του απονέμεται το βραβείο αρχαίου δράματος του Δήμου Αθηναίων «Kάρολος Kουν» για τη διδασκαλία της «Ορέστειας». Τιμάται, επιπλέον, από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας το 1995 με το παράσημο «Cavaliere Ufficiale» για την προβολή του ιταλικού πολιτισμού στην Ελλάδα. Ακολουθεί, δύο χρόνια μετά, το βραβείο «Φώτος Πολίτης» του Θεατρικού Mουσείου για το «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» και τον «Ίωνα». Ενώ το 2001 το Πανεπιστήμιο Αθηνών εκδίδει προς τιμήν του τον συλλογικό τόμο Δάφνη. Tην ίδια χρονιά βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών με το Αργυρό Mετάλλιό της. Η σχέση του με την Ακαδημία γίνεται πιο στενή το 2005, όταν εκλέγεται τακτικό μέλος. Στις 12 Ιανουαρίου του 2012 ανακηρύσσεται αντιπρόεδρος της Ακαδημίας και το 2013 πρόεδρος .
Ο σκηνοθέτης ακόμη και σήμερα, σε ηλικία πλέον εβδομήντα πέντε χρόνων, δε σταματά να προσφέρει και να εμπλουτίζει την ιστορία της τέχνης του. Χρησιμοποιώντας ως διέξοδο το θέατρο μετά τον θάνατο της συζύγου και του γιου του κι έχοντας στο πλευρό του την κόρη του, Κατερίνα Ευαγγελάτου, η οποία είναι και η ίδια σκηνοθέτης, συνεχίζει να υπογράφει τη σκηνοθεσία μεγάλων παραγωγών. Μάλιστα, φέτος το καλοκαίρι το θέατρο Badminton άνοιξε τον «Κύκλο Αρχαίου Δράματος», παρουσιάζοντας στην κεντρική σκηνή του την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου, μια παράσταση, η οποία μέσα από το σκηνοθετικό του πρίσμα αναδεικνύει την τραγικότητα του αρχαίου κειμένου, συγκινεί και καθιστά το κοινό κοινωνό του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος έφυγε από τη ζωή πριν 1 χρόνο.
Κείμενο: Μαρία Καρβούνη (Lavart)
Πρώτη δημοσίευση Οκτώβριος 2015.