Η ζωή ξέρει καλύτερα από το σενάριο
Τρία Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου μόνο ένας από τους τελευταίους Μοϊκανούς, ένας αρχηγός συμμορίας, ένας καταδικασθέντας, ένας με εγκεφαλική δυσλειτουργία και με μοναδικό ζωτικό όργανο, το αριστερό του πόδι, ένας ευπρεπής δικηγόρος, ένας ομοφυλόφιλος, ένας πρόεδρος των Η.Π.Α, ένας Τσέχος καρδιοκατακτητής χειρούργος, ένας ιδιοκτήτης πετρελαιοπηγών, ένας πυγμάχος θα μπορούσε να αποσπάσει. ‘Η εν συντομία μόνο ο ένας και μοναδικός χαμαιλέοντας-ηθοποιός Daniel Day Lewis.
Τα πάθη της ζωής του τρία: υποκριτική, ξυλουργική και ψάρεμα. Το πρώτο από τα τρία είχε αρχίσει από πολύ μικρός να το εξασκεί, όταν στο σχολείο στο Νότιο Λονδίνο ήρθε αντιμέτωπος με την παιδική σκληρότητα των συνομηλίκων του, λόγω της κατά το ήμισυ εβραϊκής καταγωγής του. Έτσι μυήθηκε στην αντιγραφή του τρόπου ομιλίας και συμπεριφοράς του περίγυρου του.
Καθώς, όμως στην εφηβεία του εκδήλωνε παραβατική συμπεριφορά οι γονείς του (επίσης άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου) τον έστειλαν εσώκλειστο σε σχολείο. Εκεί καλλιέργησε κατά βάση την αγάπη του για την ξυλουργική και την ηθοποιία.
Και κάπως έτσι ξεκίνησε η υποκριτική του πορεία, όταν, αφού τελείωσε το σχολείο, απορρίφθηκε η αίτηση που είχε στείλει για να ακολουθήσει το επάγγελμα του επιπλοποιού, ενώ έγινε δεκτός από την θεατρική σχολή του Bristol Old Vic Theatre School. Και αν αυτό δεν είχε συμβεί ίσως να μην είχαμε γνωρίσει έναν από τους σημαντικότερους ηθοποιούς του 20ου αιώνα.
Ο πρώτος του ρόλος ήρθε στα 14 χρόνια του, ως κομπάρσος στην ταινία «Ματωμένη Κυριακή», μία εμπειρία που για τον ίδιο αποτελούσε «παράδεισο», καθώς έπαιρνε ως αμοιβή 2 δολάρια.
Όμως το πιο ανεπανάληπτο και ξεχωριστό γνώρισμα του Daniel που τον καθιστά και μοναδικό ηθοποιό είναι ο τρόπος και η ιδιαίτερη μέθοδο που ακολουθεί για την ενσάρκωση των ρόλων του. Μία εφαρμογή του συστήματος Στανισλάφσκι.
Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Ντέιλ Λιούις φέρνει ως αποτέλεσμα να διεισδύει στις ψυχές των ηρώων, να βγαίνει από τη δική του σάρκα και να αποκτά άλλη υπόσταση. Μεταμορφώνεται ολοκληρωτικά, ξεχνάει τη δική του ύπαρξη και ανασταίνει την εκάστοτε φιγούρα που καλείται να υποδυθεί.
Όλα αυτά όμως δεν συμβαίνουν αυτόματα και ακοπίαστα. Εργάζεται σκληρά και παθιάζεται. Στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» έμαθε τσέχικα και αρνήθηκε για πρώτη φορά να βγει από το… πετσί του ρόλου καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων. Κάπως έτσι συνέχισε την υποκριτική του «τακτική» σε οποιοδήποτε καστ και αν ελάμβανε μέρος.
Για το «My left foot» μία από τις κορυφαίες κινηματογραφικές του εμφανίσεις, έμεινε καθηλωμένος μέχρι τελευταία στιγμή σε αναπηρικό καροτσάκι και ήρθε σε επαφή με άτομα με ειδικές ανάγκες, ώστε να ενσαρκώσει με πλήρη πιστότητα τον ρόλο, κάτι το οποίο του χάρισε το πρώτο του Όσκαρ. Ενόσω γυριζόταν «Ο τελευταίος των Μοϊκανών» ζούσε στα δάση, ψάρευε, τρεφόταν με ζώα και έμαθε πολεμικές τέχνες. Για τις απαιτήσεις του ρόλου στην ταινία «Τα χρόνια της αθωότητας» κυκλοφορούσε στη Νέα Υόρκη με ενδυμασίες εποχής, ψηλά-κομψά καπέλα και κάπα. Με την ίδια τακτική συνέχισε και στην οσκαρική επιτυχία του στο «Εις το όνομα του πατρός» ζητώντας από το συνεργείο να του πετούν νερό και να τον βρίζουν, ενώ βρισκόταν μέσα σε κελί, για να ταυτιστεί με το συναίσθημα του επαναστάτη-ήρωα. Επιπλέον, ένα χρόνο περιθώριο ζήτησε από το σκηνοθέτη του «Λίνκολν» για να μπορέσει να μελετήσει τον ρόλο του, μαθαίνοντας απόλυτα την προφορά του, την οποία δεν απεκδυόταν ούτε και με κλειστές κάμερες, με φυσικό επακόλουθο την τρίτη οσκαρική του απονομή.
Για τον Daniel « η ζωή είναι αυτή που έρχεται πρώτη» γι’ αυτό αναζητούσε τους χαρακτήρες των έργων στην πραγματικότητα γύρω του. Με αυτό το μότο κατόρθωσε να υποδυθεί με πολύ υψηλή ακρίβεια και επιτυχία κάθε πτυχή της εκάστοτε ψυχοσύνθεσης, γινόταν ένα με τον κάθε ήρωα. Οι κινηματογραφικές του δουλειές είχαν συχνά ενδιάμεσα διαλείμματα αποχής, ήταν επιλεκτικές, καθώς είχε αρνηθεί πολλές προτάσεις, όχι όμως από υπεροψία, αλλά από υψηλό αίσθημα ευθύνης γι’ αυτό που αναλάμβανε, αφού η ταύτισή του με αυτό που καλείτο να ενσαρκώσει άγγιζε το εκατό τοις εκατό των δυνατοτήτων του.Ενώ, λοιπόν, οι περισσότεροι από εμάς διψούν για περισσότερο Daniel στις κινηματογραφικές αίθουσες, εκείνος, αντιθέτως, μάλλον χορτάτος «έχοντας πιεί όλο του το milkshake» ανακοίνωσε το καλοκαίρι που μας πέρασε πως αποσύρεται στα 60 του χρόνια οριστικά από τον κόσμο της 7ης τέχνης. Δεν ξέρω αν «θα χυθεί αίμα» γι΄αυτό, αλλά το μόνο που μας απομένει είναι η τελευταία του ταινία «Phantom Thread», η οποία θα κάνει πρεμιέρα το Δεκέμβριο.
Κείμενο: Μαρία Παπαγεωργίου (Lavart)