[dropcap size=big]Κ[/dropcap]άθε μου σιωπηλή προσευχή απευθύνεται στα θορυβώδη πρόσωπα που κατέκλυσαν, δίχως κόπο και προσπάθεια, το αφημένο από τα χρόνια σώμα μου, τα ζαρωμένα χέρια, τα ρουθούνια που τυλίγουν με αναπνοή νοσταλγίας το άρωμα των ρούχων. Κι όμως οι μνήμες των παραμελημένων παιδιών να παίζουν το θάνατο στη γειτονιά, λίγο διαφέρουν από την απεύθυνσή μου στον ουρανό, αφού η γεροντική μου αφέλεια θρηνεί μία πρόωρη αποχώρηση της παιδικής αθωότητας. Καθόλου τυχαία λοιπόν η προσευχή μου, και καθόλου μακρινός ο θεός του κοντινού ουρανού. Μα φυσικά κοντινού. Μάθετε, ότι το μαγικό στοιχείο του δεν είναι το αχαλίνωτο μήκος, αλλά το γαλανό χρώμα που μόνο δική του κατάκτηση δεν αποτελεί. Σαν κλέφτης των επίγειων πραγμάτων, ο ουρανός δημιουργεί το θαλάσσιο χρώμα και αντανακλά το κίτρινο καλοκαίρι. Και εγώ σκυθρωπός γέρος, χαρακώματα γεμάτος στην επιφάνεια του προσώπου, ετοιμοθάνατος αποδέχομαι αυτή μου την κατωτερότητα, την ανθρώπινή αδυναμία μου να κλέψω, τα χρώματα να καταχραστώ του μικρού πλανήτη.
[dropcap size=big]Σ[/dropcap]τα γόνατα. Kαι τα απόκρυφα μάτια του κορμιού, υποβάλλονται στο βασανιστήριο της επιθυμίας μου, στην πετρώδη σκληρότητα που κουβαλούν όσα δε συνέβησαν. Το δέρμα έχει μαύρη κρούστα, και απλωμένο στο πάτωμα καίγεται, με την κρούστα να σκληραίνει ετοιμάζοντας τη λήξη προτού καν ξεκινήσει η προσευχή. «Και αφού πεθάνουμε, πούπουλο η μαύρη κρούστα να γίνει, και σκόνη το ρυτιδιασμένο σώμα που γερόντεψε». Η πορεία της ημέρας φτάνει στο τέλος, που τα θρύψαλα της κατεστραμμένης γης γίνονται γράμματα και η τελευταία προσευχή αποτυπώνεται στο χαρτί:
«Ανεκπλήρωτη επιθυμία, όπου είναι αδύνατον να οριστείς,
Εντόπισε αυτό μου το παιδικό όνειρο, όπου είναι αδύνατον να ενσαρκώσεις,
Την απόσταση μου από το μητρικό στήθος ελάττωσε,
Και με μορφή μελαχρινής γυναίκας να βαδίζεις εντός του νεανικού μυαλού,
Που υφαίνοντας τα φτερά αποχωρίζεται το γερασμένο σώμα».
Κείμενο: Γιώργος Χιώτης (Lavart)
Φωτογραφία: Νάσια Δεληγιάννη (Lavart)