Ξέρετε πότε να λέγει καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει να λέγει «εγώ». Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ».
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο 1797, έρχεται στη ζωή ένα αγοράκι που επρόκειτο να παίξει σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη του ελληνικού επαναστατικού αγώνα. Ο Γιάννης Τριανταφύλλου. Τον μεγαλώνει μόνη της η μητέρα του, Βασιλική, καθώς τον πατέρα του έχουν σκοτώσει οι Τούρκοι.
Το 1811, πηγαίνει στην Άρτα, όπου διακρίνεται για το κοφτερό του μυαλό και ασχολείται με το εμπόριο, καταφέρνοντας να δημιουργήσει μια αξιόλογη περιουσία. Ωστόσο, η αγάπη του για την πατρίδα είναι μεγαλύτερη από οτιδήποτε άλλο και το 1820 μυείται στη Φιλική Εταιρεία, διαθέτοντας και το τελευταίο του γρόσι για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Ο Μακρυγιάννης, όπως ονομάζεται από τους συμπολεμιστές του εξαιτίας του αναστήματός του, αποδεικνύεται δεινός πολεμιστής. Αγωνίζεται πλάι στον Νικηταρά, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Καραϊσκάκη, ενώ καταφέρνει να ανακόψει την προέλαση του Ιμπραήμ πασά στη μάχη στους Μύλους.
[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Μακρυγιάννης, ωστόσο, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένας απλός πολέμαρχος – αν και άνθρωπος σκληροτράχηλος και λαϊκός, έχει μέσα του έντονο το αίσθημα της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Προσπαθεί να κρατήσει ενωμένους τους Έλληνες και μετά το τέλος του Αγώνα πρωτοστατεί το 1843 στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, που περιορίζει την αυθαιρεσία των Βαυαρών και θέτει τις βάσεις για την ψήφιση Συντάγματος.
Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακορίζικους, οπού ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης.
Επιβεβαιώνοντας τη θλιβερή παράδοση που θέλει την Ελλάδα να τρώει τα παιδιά της ως άλλος Κρόνος, ο Μακρυγιάννης κατηγορείται «δι’ εσχάτην προδοσίαν» το 1852, με έναν μοναδικό μάρτυρα που αποκάλυψε ότι συνωμοτούσε εναντίον του Όθωνα και της Αμαλίας. Λοιδορείται και καταδικάζεται σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες, αλλά λίγο αργότερα ο Καλλέργης καταφέρνει να πετύχει την απελευθέρωσή του. Πολύ αργότερα, προς το τέλος της ζωής του, ο Μακρυγιάννης τιμάται με το βαθμό του αντιστράτηγου, για τις υπηρεσίες του στην Ελληνική Επανάσταση.
[dropcap size=big]Γ[/dropcap]ια την προσωπική του ζωή ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά – το σίγουρο είναι ότι υπήρξε παντρεμένος με την αρχοντοπούλα Κατίγκω Σκουζέ, την οποία ερωτεύτηκε όταν εκείνη ήταν μόλις 16 ετών. Μαζί έζησαν αγαπημένοι για πολλά χρόνια και απέκτησαν 12 παιδιά, τέσσερα από τα οποία πέθαναν πολύ νωρίς. Ο Μακρυγιάννης αφήνει την τελευταία του πνοή στις 27 Απριλίου 1864, «εξ υπερβαλλούσης σωματικής εξαντλήσεως».
Ωστόσο, πέρα από τις πολεμικές του υπηρεσίες, ο Μακρυγιάννης άφησε ως κληρονομιά και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό. Τα απομνημονεύματά του. Μαθαίνοντας μόνος του λίγα κολλυβογράμματα, ξεκινά να καταγράφει περιστατικά του Αγώνα, σκέψεις και συναισθήματά του.
AΔEΛΦOI ANAΓNΩΣTEΣ!
Ἐπειδὴ ἔλαβα αὐτείνη τὴν ἀδυναμία νὰ σᾶς βαρύνω μὲ τὴν ἀμάθειά μου (ἂν ἔβγουν εἰς φῶς αὐτὰ ὁποῦ σημειώνω ἐδῶ καὶ ξηγῶμαι πότε μὲ κόλλησε αὐτείνη ἡ ἰδέα, – ἀπὸ τὰ 1829, Φλεβαρίου 26, εἰς τὸ Ἄργος– καὶ ἀκολουθῶ ἀγῶνες καὶ ἄλλα περιστατικὰ τῆς πατρίδος) σᾶς λέγω, ἂν δὲν τὰ διαβάσετε ὅλα, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα κανένας ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες νὰ φέρη γνώμη οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά. Ὅτι εἶμαι ἀγράμματος καὶ δὲν μπορῶ νὰ βαστήσω ταχτικὴ σειρὰ ῾σ τὰ γραφόμενα, καί… τότε φωτίζεται καὶ ὁ ἀναγνώστης.
Μπαίνοντας εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ ἀκολουθώντας νὰ γράφω δυστυχήματα ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, ὁποῦ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν μας καὶ ῾διοτέλειά μας καὶ ἀπὸ θρησκευτικοὺς καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ ἀπὸ ῾μάς τοὺς στρατιωτικούς, ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ᾿ οὖλα αὐτά, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι, σημειώνω τὰ λάθη ὀλωνῶν καὶ φτάνω ὧν σήμερον, ὁποῦ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ εἴμαστε σὲ τούτην τὴν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν.
[dropcap size=big]Έ[/dropcap]τσι ξεκινά την καταγραφή των Απομνημονευμάτων του, φυλώντας το χειρόγραφό του με περισσή προσοχή, παρόλο το δύσκολο βίο του. Η γλώσσα του είναι απλή, η χρήση ιδιωματισμών συχνότατη, η σύνταξη πολλές φορές ανορθόδοξη. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρη η καθαρότητα του πνεύματός του και οι αξίες που ασπάζεται, καθώς και το ήθος και η ευγένεια του χαρακτήρα του. Μέσα από την απελέκητη γραφή του ξεχύνεται το αυθεντικό ρουμελιώτικο πνεύμα και η γενναιότητα του πολεμιστή.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που εξιστορεί διάφορα περιστατικά της Επανάστασης…
[dropcap size=big]Ε[/dropcap]κεί οπούφκιαχνα τις θέσες εις τους Μύλους (Κοντά στο Ναύπλιο) ήρθε ο Ντερνύς να με ιδή. Μου λέγει. «Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού;» – Του λέγω, «είναι αδύνατες οι θέσεις κι’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν.»
Το χειρόγραφο διέσωσε, αποκατέστησε και δημοσίευσε το 1907 ο Γιάννης Βλαχογιάννης, αν και πέρασαν πολλά χρόνια για να εκτιμηθεί από λογοτέχνες και κριτικούς. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μέχρι σήμερα ένα σημαντικό συγγραφικό μνημείο και μια αδιάψευστη ιστορική πηγή για απλούς αναγνώστες αλλά και επιστήμονες.