[dropcap style=”normal or inverse or boxed”]Ο[/dropcap] ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, ζωγράφος και σκηνοθέτης Φερνάντο Αρραμπάλ, υπήρξε ο τελευταίος επί της ουσίας εκπρόσωπος μιας εποχής έντονης επαναστατικής δημιουργίας. Ο ίδιος θα αυτοχαρακτηριστεί «γλάρος χωρίς υποβρύχιο» θέλοντας να δείξει την ασυμβίβαστη καλλιτεχνική του υπόσταση. Ο άνθρωπος, ο οποίος συνέγραψε την απαγορευμένη επιστολή προς τον Φράνκο, γεννάται το 1932 στην ισπανική πόλη Μελίγια, σπουδάζει νομικά και από το 1955 μέχρι σήμερα ζει εξόριστος στο Παρίσι. Ο εμφύλιος πόλεμος και η γενικότερη έκρυθμη κατάσταση, η οποία επικρατεί στο ισπανικό κράτος, σηματοδοτούν την παιδική του ηλικία. Έχοντας ο ίδιος τραυματιστεί από την απουσία του πατέρα του, ο οποίος κατηγορήθηκε και φυλακίστηκε ένεκα των πολιτικών του φρονημάτων, επιδίδεται στη συγγραφή έργων μέσω των οποίων αμφισβητεί τα πάντα και αντιτίθεται στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα που μαστίζει την ύπαρξή του. Απαντώντας περιπαιχτικά, μα συνάμα άκρως ειλικρινά, στην ερώτηση αν θα επέστρεφε στην Ισπανία έπειτα από εξήντα χρόνια, θα πει:
«Έπειτα από μια περίοδο σκοταδισμού, διασχίζουμε μήπως μονοπάτια φωτερής απάτης;».
Στόχος του το ασυνείδητο και η αντίσταση στη δικτατορία ενός ορθολογικού κόσμου. Συνιδρυτής με τον Γιοντορόφσκι και τον Τοπόρ του καλλιτεχνικού κινήματος του Πανικού (ονομασία που προέρχεται από τον θεό Πάνα) σχετίζεται με πολλούς ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου, ιδιατέρως, με εκπροσώπους του θεάτρου του Παραλόγου, όπως o Μπέκετ και ο Ιονέσκο. Στο βιογραφικό του συγκαταλέγονται εκατό θεατρικά έργα, οχτακόσιες ποιητικές συλλογές, επτά μεγάλου μήκους ταινίες και δεκατέσσερα πεζογραφήματα. Το 1941 σε ηλικία εννέα χρόνων κερδίζει σ’ έναν διαγωνισμό για υπερκινητικά παιδιά. Αυτή τη διάκριση της παιδικής του ηλικίας, θ’ ακολουθήσει μια σειρά από βραβεία, στην πορεία της καλλιτεχνικής του ζωής, για την προσφορά του στην τέχνη. Πιο συγκεκριμένα, του απονέμονται το βραβείο Ναμπόκοφ για τη λογοτεχνία, το Εσπάζα για το δοκίμιο, επιβραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία για τα θεατρικά του κείμανα και κερδίζει μια θέση στη λίστα των υποψηφίων για βραβείο Νόμπελ. Το βιβλίο του «Γράμμα στον Φράνκο» απαγορεύτηκε από τον δικτάτορα, όπως και το σύνολο του έργου του.
[dropcap style=”normal or inverse or boxed”]Τ[/dropcap]ο πρώτο του έργο «Κοντσέρτο μέσα σ’ ένα αβγό» προκαλεί αντιφατικές κριτικές με χαρακτήρες ταυτόχρονα πιεστές και καταπιεζόμενους. Μοτίβο που θα διατηρήσει σε όλο το συγγραφικό του σώμα. Ήρωες που βαδίζουν συνάμα στο μονοπάτι της αθωότητας αλλά και της σκληρής ανθρώπινης πραγματικότητας. Δεν τους ορίζει ποτέ ενόχους, διότι ένοχο γι’ αυτόν είναι το κατεστημένο που χρήζει αλλαγής. Σε μία φανταστική συνέντευξη, την οποία θα στήσει έντεχνα ο ίδιος, δέχεται ερωτήσεις από τον φιλόσοφο Διογένη τον Κυνικό, και απευθυνόμενος σ’ αυτόν τον χαρακτηρίζει ως εκρηκτική ύλη που βάζει τον κόσμο σε κίνηση. Αυτή την ύλη φαίνεται να ζήλεψε κι ο ίδιος και να την ενστερνίστηκε. Ανατρεπτικός με έντονο το φανταστικό στοιχείο σε όλα του τα έργα, αποπειράται ν’ αποδομήσει τον καθωσπρεπισμό και την οριοθετημένη λογική πραγματικότητα. Δημιουργεί μαγικούς τόπους για τους ήρωες του, όπως η Ταρ, στο έργο του ‹‹Φάντο και Λις››, όπου δύναται να γιατρέψει την αγαπημένη του ήρωά του, Φάντο, από την αναπηρία της. Αυτούς τους τόπους φαίνεται ν’ αναζητά ο Αρραμπάλ και στη ζωή του, μοιράζοντας αυτή σε εικόνες φωτός και σκότους, όπως εύστοχα θα παρατηρήσει η καθηγήτρια και συγγραφέας Εξάρχου Καλλιόπη- Στυλιανή, στο βιβλίο της για το θέατρο του Αρραμπάλ.
Η εκκεντρική πένα του συγγραφέα θα κατηγορηθεί πως στοχεύει στην πρόκληση, μα ο ίδιος, ανεπηρέαστος, θα χαρακτηρίσει απλά την πρόκληση, που του καταλογίζουν, ως «άχρηστο και κρετίνικο φρούτο της τύχης». Ιδιαίτερη κριτική ακολούθησε το έργο του ‹‹Πικ-νικ στο μέτωπο››, το οποίο παίχτηκε κι από θίασο στη Γάζα και δέχθηκε σωρεία σχολίων. Οι συνεντεύξεις του, πάντοτε, έχουν έντονα σουρεαλιστικά στοιχεία, που κινούν ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον των αναγνωστών να δουν σε βάθος τα μηνύματα που προσπαθεί να περάσει ή ν’αποφύγει ο καλλιτέχνης. Έχει επισκεφθεί αρκετές φορές την Ελλάδα συμμετέχοντας σε λογοτεχνικά φεστιβάλ και ομιλίες. Αρέσκεται στον δανεισμό της ελληνικής λέξης «Χίμαιρα», απαράλλακτη από τη μυθολογία ως σήμερα, για ν’αποτυπώσει το ουτοπικό, φανταστικό στοιχείο που κυριαρχεί στα έργα του, μα και στην ανθρώπινη φύση. Η προοδευτική καλλιτεχνική οπτική, καθώς και η ανατρεπτική του και πολυσχολιασμένη γραφή, τον έκαναν ιδιαίτερα γνωστό και στο ελληνικό θεατρικό κοινό. Το 2007 το τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου ανακηρύσσει τον Αρραμπάλ «Επίτιμο Διδάκτορα».
Παρά την αγάπη του για τα παιχνίδια λογικής, που βρίσκει σήμερα τόσο μεσω της ενασχόλησής του με την επιστήμη όσο και με το σκάκι, συνεχίζει με τα έργα του αλλά και τις έντεχνες ρήσεις του, ν’αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο φαντασιακό και στο επιστητό, στη λογική και τη χίμαιρα που δένεται με την ανθρώπινη ύπαρξη. Για όσους δυσκολεύονται να καταλάβουν τη μετέωρη αυτή σκέψη του και τον εμπνευσμένο από το θέατρο του Παραλόγου λόγο του, θα δώσει απάντηση μέσα σε μία συμπυκνωμένη αλλά άκρως περιεκτική πρόταση: «Οι λογοκριτές και οι ιεροεξεταστές, αυτοί με κατανοούν, καθώς γκαρίζουν και σκούζουν δυνατά, είπε ο υποκριτής στον ιπποκρατικό».
Κείμενο: Μαρία Καρβούνη (Lavart)