Κριτική για τη νέα ταινία του Τιμ Μπάρτον Μις Πέρεγκριν: Στέγη για ασυνήθιστα παιδιά (Miss Peregrine’s Home for Peculiar Children)
[dropcap size=big]Ε[/dropcap]πιτρέψτε μου να ξεκινήσω το κείμενο με μία εξομολόγηση: οι τελευταίες ταινίες του Τιμ Μπάρτον με έχουν αφήσει απογοητευμένη. Εκτός από μία λαμπρή εξαίρεση με το Frankenweenie, οι πιο πρόσφατες δημιουργίες του αγαπημένου κατά τα άλλα παραμυθά δεν θυμίζουν σε τίποτα τις γεμάτες πάθος, φαντασία και μαγεία παλιότερες ταινίες του, όπως η Νεκρή Νύφη, το Big Fish, το Sleepy Hollow και το Edward Scissorhands. Με το αποκορύφωμα του σερί της απογοήτευσης να έρχεται με το πρόσφατο Big Eyes, που απέδειξε πως Μπάρτον και αληθινή ιστορία δεν πρέπει να συνδυάζονται. Όταν, λοιπόν, κυκλοφόρησε η είδηση πως ο Μπάρτον θα αναλάβει την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ράμσον Ριγκς, Μις Πέρεγκριν: Στέγη για ασυνήθιστα παιδιά με πρωταγωνίστρια την Εύα Γκριν, και όταν κυκλοφόρησαν οι πρώτες αφίσες και τα προωθητικά κλιπάκια, πίστεψα πράγματι πως αυτή η ταινία θα είναι η επιστροφή του παλιού καλού του εαυτού, γιατί ακριβώς θα είχε στα χέρια του έναν κόσμο που του ταιριάζει. Βγαίνοντας από την αίθουσα, ήξερα πως δεν είχα άδικο. Δεν είχα όμως και απόλυτο δίκιο.[dropcap size=big]Η[/dropcap] ταινία ξεκινά σε μία γειτονιά που θυμίζει Ψαλιδοχέρη. Εκεί, ο 16χρονος, κοινωνικά άβολος και μοναχικός Τζέηκ λαμβάνει ένα ξαφνικό, ανησυχητικό τηλεφώνημα από τον παππού του, Έιμπ. Πηγαίνοντας στο σπίτι του για να δει τι συνέβη, ανακαλύπτει το άψυχο σώμα του, σε ένα έξοχα σκοτεινό σκηνικό που φροντίζει να εισάγει γρήγορα η ταινία. Ο Τζέηκ, έχοντας μεγαλώσει με τις παράξενες ιστορίες του παππού του από τα ταξίδια του που περιέγραφαν μέρη μαγικά και πλάσματα φανταστικά και πιστεύοντας πως όλα αυτά είναι αληθινά, αρνείται πως ο θάνατός του επήλθε από φυσικά αίτια. Έτσι, με την παρότρυνση της ψυχολόγου που τον παρακολουθεί και παρά την απροθυμία των αδιάφορων γονέων του, αποφασίζει να ακολουθήσει τα βήματα του Έιμπ, εκπληρώνοντας την τελευταία του επιθυμία και ταξιδεύει σ’ ένα χωριό της Ουαλίας. Μετά από μία σειρά – όχι τόσο καθημερινών – γεγονότων θα ανακαλύψει το μέρος για το οποίο άκουγε από παιδί: Το Σπίτι της Μις Πέρεγκριν για ασυνήθιστα παιδιά. Εκεί θα γνωρίσει μεταξύ άλλων την Έμμα που μπορεί να επηρεάσει τον αέρα, την Όλιβ που ό,τι αγγίζει τυλίγεται σε φλόγες, τον Ίνοκ που μπορεί να δώσει ζωή στα αντικείμενα, τον αόρατο Μίλαρντ και φυσικά την Μις Πέρεγκριν, την προστάτιδα όλων των παιδιών που μεταμορφώνεται σε πουλί και χειρίζεται το χρόνο. Για να κρατήσει τα παιδιά ασφαλή, η Μις Πέρεγκριν κάθε βράδυ γυρνά το χρόνο πίσω και το σπίτι ξαναζεί τις τελευταίες 24 ώρες, 73 χρόνια τώρα.[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Μπάρτον από πολύ νωρίς μας συστήνει τον περίπλοκο κόσμο της ταινίας, κυρίως μέσα από τις αναδρομές στην παιδική ηλικία του Τζέηκ και τις ιστορίες του παππού του. Το αν οι ιστορίες είναι αληθινές ή όχι το ανακαλύπτουμε κι εμείς μαζί με τον ήρωα με τον οποίο περπατάμε παράλληλα. Και εκεί είναι που ο παραμυθάς Μπάρτον επιστρέφει καθώς κι εμείς σαν τον πρωταγωνιστή ακούμε έκπληκτοι για όλα αυτά τα μαγικά μέρη που έχει να μας εξιστορήσει. Η πηγή έμπνευσης, το ομώνυμο βιβλίο, αποδεικνύεται η καλύτερη επιλογή καθώς δίνει όλα τα εφόδια και όλες τις ευκαιρίες στον σκοτεινό και γεμάτο φαντασία σκηνοθέτη να σκαρώσει μία ιστορία στα μέτρα του. Το θαμπό χωριό στην Ουαλία, το εντυπωσιακό, βικτωριανό σπίτι, το επιβλητικό ναυάγιο και όλες οι υπόλοιπες ψηφίδες συνθέτουν έναν κόσμο συμπαγή και – το κυριότερο – «Μπαρτονικό». Οι στιλιστικές του πινελιές είναι εμφανείς καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, από τα κοστούμια και το μακιγιάζ μέχρι τις πιο μικρές λεπτομέρειες στα σκηνικά. Αντίθετα, λοιπόν, από την παραφωνία Big Eyes όπου το σκηνικό εξυπηρετούσε απλώς την πλοκή, εδώ έχουμε μία περίπτωση που περισσότερο προσομοιάζει στο Big Fish και τον Ψαλιδοχέρη: το σκηνικό είναι έτσι ακριβώς όπως θέλει ο Μπάρτον να είναι και το μεράκι του φαίνεται. Μερικές αναφορές σε παλιότερα έργα του, όπως το έξυπνο μπόλιασμα της τεχνικής stop -motion σε δύο σκηνές, φωνάζουν ότι η δημιουργία ήταν ευχαρίστηση. Είναι μερικές μικρές πινελιές που χωρίς αυτές ο καμβάς θα ήταν εντελώς διαφορετικός. Σε συνδυασμό με τους φωτισμούς και το μουσικό ύφος – σήμα κατατεθέν του καταλαβαίνεις με την πρώτη ματιά ότι πρόκειται για ταινία του συγκεκριμένου σκηνοθέτη. Και αυτό είναι άκρως ευτυχές.[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας, λόγω της φύσης της ιστορίας, είναι οι διαφορετικοί χαρακτήρες που γνωρίζουμε. Το καθένα από τα ασυνήθιστα παιδιά έχει μία μοναδική ιδιότητα που το κάνει ξεχωριστό και την καθεμία από αυτές τη γνωρίζουμε στη πράξη σε μερικές απολαυστικές σκηνές που θυμίζουν έντονα το X-Men: First Class. Δυστυχώς, όμως, οι περισσότεροι από αυτούς τους χαρακτήρες, όπως η απολαυστική, μικρή και παντοδύναμη Μπρόνγουιν, δεν εξελίσσονται όσο θα θέλαμε, ενώ άλλοι, όπως τα δίδυμα και η γλυκιά – φαινομενικά τουλάχιστον – Κλερ, δεν συμβάλλουν σχεδόν καθόλου στην πλοκή. Όσον αφορά στον πρωταγωνιστή Τζέηκ, που υποδύεται ο μικρός Άσα Μπάτερφιλντ του Hugo, είναι ο τυπικός, περιθωριοποιημένος έφηβος, ισχνός και αδύναμος που αφενός ταιριάζει στο σύμπαν του Τιμ Μπάρτον γιατί θυμίζει κάτι από τον Βίκτωρ της Νεκρής Νύφης, αφετέρου αποτελεί ίσως το πιο άχρωμο στοιχείο όλης της ταινίας με μία συνεχώς παγωμένη αντιμετώπιση προς καθετί καινούργιο. Από την άλλη, η Εύα Γκριν μοιάζει να είναι γεννημένη για το ρόλο της αυστηρής και μετρημένης Μις Πέρεγκριν, ενώ έκπληξη αποτελεί η ερμηνεία του Σάμουελ Λ. Τζάκσον που είναι μεν περισσότερο διασκεδαστική παρά απειλητική, αλλά απολαυστική.[dropcap size=big]Ε[/dropcap]ξαιτίας της περιπλοκότητας του κόσμου που καλείται να εισάγει η ταινία, πολλές φορές αποσιωπά καίρια στοιχεία και στέκεται άσκοπα σε άλλα, όπως για παράδειγμα στην βαρετή ζωή στον κόσμο εκτός του σπιτιού, αποσπώντας την προσοχή του θεατή. Παρά τα κάποια ελαττώματα, όμως, όσο σοβαρά κι αν είναι αυτά, η γεύση που μένει μετά τους τίτλους τέλους (με μουσική υπόκρουση το εκπληκτικό νέο κομμάτι των Florence and the Machine είναι γλυκιά. Γιατί φεύγοντας ξέρεις ότι παρακολούθησες μία ιστορία που σε έκανε να συμπαθήσεις τους ήρωες, να ταξιδέψεις σε μέρη μαγικά και τελικά να θαυμάσεις την αγάπη του Μπάρτον γι’ αυτό που κάνει. Κάτι που είχαμε καιρό να δούμε.
Κείμενο: Μαρία Μιχαλάκη (Lavart)