«Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να ‘ρθει»
Το ημερολόγιο δείχνει 12 Ιουλίου 1904 όταν έρχεται στη ζωή ο Ρικάρντο Νεφταλί Ελιέθερ Ρέγιες Μποσοάλτο, ο οποίος πρόκειται να αλλάξει το ρου της λογοτεχνίας ως Πάμπλο Νερούδα. Πατρίδα του είναι η Χιλή και η μοίρα του δε διαφέρει από αυτή των χιλιάδων άλλων παιδιών στις γειτονιές της φτώχειας. Ο πατέρας του, εργάτης στους σιδηροδρόμους, μένει χήρος σχεδόν αμέσως μετά τη γέννηση του μικρού και αναγκάζεται να ξαναπαντρευτεί. Μοναδική διέξοδος του Πάμπλο από τη θλιβερή του καθημερινότητα αποδεικνύεται η λογοτεχνία. Μελετά πολύ και από τα δέκα του χρόνια κιόλας ξεκινά να γράφει στίχους.
Το 1921, αποφασίζει να διευρύνει τους ορίζοντές του και σπουδάζει Γαλλική Φιλολογία και Παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο. Λίγο αργότερα, εκδίδει δυο ποιητικές συλλογές που προκαλούν ιδιαίτερη αίσθηση στους λογοτεχνικούς κύκλους της χώρας (Crepusculario – 1923 και Veinte poemas de amor y una cancion desesperada – 1924) .Τρία χρόνια αργότερα, ξεκινά να εργάζεται για το Διπλωματικό Σώμα, γεγονός που του δίνει την ευκαιρία να ταξιδέψει στη Βιρμανία, στην Ιάβα, στη Σιγκαπούρη, στο Μπουένος Άιρες, στη Βαρκελώνη, στη Μαδρίτη, στο Μεξικό. Οι εμπειρίες του από τα ταξίδια αυτά, καθώς και η φιλία του με τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, το Φιντέλ Κάστρο και το Ναζίμ Χικμέτ επηρεάζουν σημαντικά τη διαμόρφωση της ιδεολογίας του. Ο Πάμπλο ενθουσιάζεται από τις ιδέες της ισότητας και της δικαιοσύνης σε έναν καινούργιο κόσμο και ασπάζεται τον κομμουνισμό. Οι αριστερές του αντιλήψεις αποτυπώνονται ξεκάθαρα στο έργο του (Canto General) και τον καθιστούν ανεπιθύμητο στην πατρίδα του.
Ο δεύτερος πυλώνας της έμπνευσής του είναι ο έρωτας. Ο Πάμπλο αγαπά τις γυναίκες και περνά από τις αγκαλιές τους γράφοντας στίχους ερωτικούς και συνάμα ευγενικούς, όπως «Θέλω να σου κάνω αυτό που κάνει η άνοιξη στις κερασιές». Η Ολλανδέζα Μαρίκα Αντονιέτα είναι η πρώτη του σύζυγος, ακολουθεί η σχέση του με την κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερή του Αργεντίνα και τελικά η Χιλιανή τραγουδίστρια Ματίλντε γίνεται η μούσα και η δεύτερη σύζυγός του.Ο Πάμπλο Νερούδα μιλά στα έργα του για τις λεπτές εκφάνσεις του έρωτα, την επανάσταση του πνεύματος και την πάλη του καθημερινού ανθρώπου με τις συστημικές παγίδες της κοινωνίας. Ως αναγνώριση του ταλέντου του, το 1971 του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
«Ήταν της τύχης μου να υποφέρω όσα υπόφερα και της τύχης μου να αγωνιστώ όπως αγωνίστηκα, να αγαπήσω και να τραγουδήσω όπως τραγούδησα. Γνώρισα σε διάφορα σημεία της Γης το θρίαμβο και την ήττα, έχω ζωντανή στη μνήμη μου τη γεύση του ψωμιού, αλλά και τη γεύση του αίματος. Τι περισσότερο μπορεί να θέλει ένας ποιητής; Η ζωή μου στάθηκε η ίδια η ποίησή μου και η ποίησή μου υπήρξε το στήριγμα όλων των αγώνων μου. Αν και πολλά βραβεία μού δόθηκαν, κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί με το τελευταίο βραβείο. Να είμαι ο ποιητής του λαού μου.», δηλώνει ο ίδιος συγκινημένος.
Ο Πάμπλο Νερούδα αφήνει την τελευταία του πνοή στις 23 Σεπτεμβρίου 1973 και παρά την απαγόρευση του Πινοσέτ, χιλιάδες κόσμου συρρέουν στους δρόμους, μετατρέποντας την κηδεία του σε ανεπίσημη διαμαρτυρία απέναντι στο δικτατορικό καθεστώς.