Κριτική της Μαρίας Μιχαλάκη
[dropcap size=big]Ο[/dropcap]λα ξεκίνησαν από ένα άλμπουμ και μία εποχή. Το 1985, το συγκρότημα «Χωρίς Περιδέραιο» κυκλοφόρησε το πρώτο και τελευταίο του δίσκο με καθαρή, ελληνική new wave. Το όνομα του δίσκου ήταν «Χορός για μουσική» και κυκλοφόρησαν μόλις 350 αντίτυπα, τα οποία έγιναν ανάρπαστα. Οι λίγοι τυχεροί το πρόλαβαν, οι υπόλοιποι το έψαχναν, μετατρέποντας τελικά αυτό το συγκρότημα – πυροτέχνημα σε θρύλο. Είκοσι εννιά χρόνια αργότερα, ο Γιάννης Βεσλεμές, δανείζεται ένα τίτλο από ένα κομμάτι του δίσκου και φτιάχνει ταινία. Τη «Νορβηγία».
Ο Ζανό είναι ένας βρικόλακας που φτάνει για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1984. Τα πρώτα βράδια μένει σε ένα δωμάτιο πάνω από τον Σινέ Άστυ και ψάχνει έναν παλιό φίλο, νεκροθάφτη. Συχνάζει στην ντίσκο Ζαρντόζ, χορεύει συνέχεια γιατί πιστεύει ότι αν σταματήσει να χορεύει θα σταματήσει η καρδιά του, και διψά για ένα «ζεστό» κορίτσι. Γνωρίζει την Αλίκη και τον Νορβηγό Πίτερ, οι οποίοι έχουν μία δουλειά για αυτόν.
Ο Γιάννης Βεσλεμές δεν έχει ζήσει στην δεκαετία του ’80. Συγκεκριμένα, το 1984 ήταν 5 χρονών. Έχει γνωρίσει όμως την Ελλάδα της εποχής εκείνης και το underground κίνημα, από αναφορές και πολιτισμικά προϊόντα. Όπως, λίγο ή πολύ, όλοι μας. Αυτό που δημιουργεί και καταγράφει στην «Νορβηγία» είναι μία αναπαράσταση, μία μυθική εικόνα της Αθήνας, σαν μία ονείρωξη ενός έφηβου από την επαρχία. Άνθρωποι της νύχτας, σκοτεινοί χώροι με πειραματικούς ήχους, χορός, γυναίκες και ναρκωτικά. Και είναι αυτό το είδωλο μέσα στο οποίο δραστηριοποιείται ο Ζανό, ο πρώτος Έλληνας κινηματογραφικός βρικόλακας, μετά τον Κωνσταντίνο Τζούμα στον «Δράκουλα των Εξαρχείων». Ο Ζανό είναι ένας αυθόρμητος χαρακτήρας – φαντασίωση του Βεσλεμέ. Ειρωνικός και φιλικός, εκρηκτικός και χαλαρός συνάμα, δεν τον νοιάζει τίποτα γιατί έχει μια ολόκληρη αιωνιότητα πίσω του και μπροστά του. Ο Βαγγέλης Μουρίκης, που μας έχει αποδείξει ότι μπορεί να παίξει δράμα, είναι εξαιρετικός και σε αυτόν τον ρόλο. Σχεδόν σε κάνει να ξεχνάς ότι είναι ηθοποιός και βλέπεις τον Ζανό να ζωντανεύει, σαν να τον έκρυβε πάντα μέσα του.
[dropcap size=big]Ο[/dropcap] σκηνοθέτης στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, δοκίμασε κάτι νέο. Στηρίχτηκε στα ειδικά εφέ, στον σουρεαλισμό, στο ονειρικό, «ψεύτικο» στοιχείο χωρίς να το κρύψει. Το τρένο που βλέπεις στην αρχή είναι ένα απλό παιχνίδι, το αυτοκίνητο στο οποίο οδηγούν οι τρεις πρωταγωνιστές είναι green screen, το αίμα που ξεχειλίζει είναι άλλοτε μπλε ή κίτρινο. Προσωπικά, πρώτη φορά είδα τόσο θρασύτατη εφευρετικότητα. Και δεν κρύβω ότι μου άρεσε. Η μουσική της ταινίας είναι ο ορισμός της new wave, πειραματικής και περιθωριακής, που δεν σταματά ποτέ, γιατί αλλιώς θα έχανε τον ρυθμό της η ταινία.
Το σενάριο ομολογουμένως κάνει κοιλιά, το βλέπεις να κουράζεται. Είναι σαν να μην ήξερε ο Βεσλεμές πως να διαχειριστεί το όραμα. Είναι τέτοια η ενέργεια της ταινίας όμως, που σε μαγνητίζει. Είναι κάποια πράγματα που πρέπει να τα παραδεχτείς και να τα αποδεχτείς για αυτό που είναι. Η «Νορβηγία» είναι ένα από αυτά. Το καλτ λειτουργεί σαν αυτοσκοπός και εμένα δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί αυτό που είδα έχει ψυχή, αγάπη για το σινεμά και για μία εποχή που έχει περάσει. Ναι, η «Νορβηγία» είναι instant cult.
Κείμενο: Μαρία Μιχαλάκη (Lavart)