Κριτική της Μαρίας Μιχαλάκη
[dropcap size=big]Ο[/dropcap]φείλω να ξεκαθαρίσω, πριν πω οτιδήποτε άλλο, ότι τους «Αισθηματίες» τους περίμενα καιρό και ήμουν θετικά προϊδεασμένη. Είχα δει trailer και σκηνές από τα γυρίσματα, είχα ακούσει μερικά τραγούδια από το soundtrack και είχα πεισθεί, παρόλο που ήξερα ότι όλα φαίνονταν ενδιαφέροντα για διαφημιστικούς λόγους, ότι αυτό που θα παρακολουθήσω θα είναι τουλάχιστον καλό, ίσως μεγαλειώδες. Ευτυχώς, δεν απογοητεύτηκα πλήρως.
Ας τα πάρουμε από την αρχή… Η ταινία ξεκινά με διάφορες εικόνες της νυχτερινής Αθήνας, έναν φόνο και τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη: «Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η αγάπη. Ύστερα έρχεται το αίμα. Και η δίψα για το αίμα». Τους στίχους διαβάζει μία νεαρή, σε έναν ηλικιωμένο. Σύντομα, μαθαίνουμε πως ο κύριος αυτός, ο «Δάσκαλος» (ένας εξαιρετικός και στωικός Τάκης Μόσχος) είναι ένας αρχαιοκάπηλος, που διακινεί έργα τέχνης μέσα σε νεκροφόρες. Η κόρη του (Ιλιάνα Μαυρομάτη) μένει μαζί του, εσώκλειστη στην έπαυλή τους. Στην ιστορία υπάρχουν και τα δύο «παιδιά» για την είσπραξη των χρωστούμενων και την διευθέτηση των λοιπών λογαριασμών του «Δασκάλου». Το λάθος που κάνουν αυτοί είναι να ερωτευτούν. Ο ένας, ο πιο σοβαρός και λιγομίλητος (Δημήτρης Λάλος) την κόρη του εργοδότη του και ο άλλος, ο πιο χαλαρός και επιπόλαιος (Χάρης Φραγκούλης, σε έναν ταιριαστό ρόλο) μία πόρνη (Ευτυχία Γιακουμή). Ο έρωτας, όμως, σ’ αυτόν τον κόσμο πληρώνεται.
[dropcap size=big]Ο[/dropcap]σον αφορά στην πλοκή, τα πράγματα είναι απλά. Απαγορευμένοι έρωτες, μαφία, άνθρωποι της νύχτας και πόρνες. Οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες είναι σχεδόν τετριμμένοι: το αταίριαστο δίδυμο του καλού και του κακού, ο συντηρητικός πατέρας, η ατίθαση κόρη και η μετανοημένη πόρνη. Τίποτα το νέο εκεί. Όλοι οι ηθοποιοί έφεραν εις πέρας τον στόχο τους με αξιοπρεπές, κάποιες φορές λίγο στυλιζαρισμένο, παίξιμο και χωρίς κάποια ιδιαίτερη εξέλιξη των χαρακτήρων. Ο μόνος χαρακτήρας που μου κέντρισε το ενδιαφέρον, ώστε να θέλω να μάθω περισσότερα γι’ αυτόν, ήταν αυτός της Αθηνάς Παππά, μιας παλιάς πόρνης, έμπειρης και ανεξάρτητης, που λειτούργησε σαν μια εναλλακτική μητρική φιγούρα.
Μέχρι το πρώτο μισό της ταινίας τίποτα δεν μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Καθώς συνέχισα, συνειδητοποίησα ότι ο Νίκος Τριανταφυλλίδης δεν θέλει να σου πλασάρει απλά μια ιστορία. Οι χαρακτήρες τυπικά έχουν ονόματα, αλλά κανένα από αυτά δεν ακούγεται στην ταινία. Δεν σου δίνει πολλά στοιχεία για την ζωή τους, τις σχέσεις και την προϊστορία τους. Θα μπορούσαν να είναι Όλοι ή και Κανένας. Το μόνο πράγμα που υπάρχει είναι η αγάπη και όλα όσα θα έκαναν για αυτή. Οι χαρακτήρες έχουν πεθάνει και ξαναγεννιούνται για να πεθάνουν και πάλι. Εξου και ο τίτλος, λοιπόν.
[dropcap size=big]Α[/dropcap]oυτή είναι και η μεγαλοφυΐα του σκηνοθέτη όπου μετά από 15 χρόνια απουσίας επιστρέφει με μία ταινία μικρή με «θέμα» μεγάλο. Ο Τριανταφυλλίδης, με ζωηρή κινηματογράφηση και καθαρά κάδρα, μοιάζει να προσπαθεί να ξεφύγει από τις φόρμες του ελληνικού κινηματογράφου της φαρσοκωμωδίας και τον ελιτισμό του «New Weird Wave», και να φέρει πίσω κάτι από τον κινηματογράφο του Νικολαΐδη (δεν είναι τυχαίο που επέλεξε τον Μόσχο και την Γιακουμή που έχουν συνεργαστεί με αυτόν) και μία αύρα από τα «Φτηνά Τσιγάρα». Συνθέτει ένα κιτς σύμπαν- καθρέφτισμα της ελληνικής πραγματικότητας με φανερές επιρροές από την Λολίτα του Κιούμπρικ και τα αμερικάνικα νουάρ. Η μουσική παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, επιμελημένη από τον Αλέξανδρο Βούλγαρη (The Boy) ο οποίος έχει συνθέσει ένα νοσταλγικό soundtrack με Λευτέρη Μυτιληναίο (που κάνει και cameo εμφάνιση!), Λίτσα Σακελλαρίου, Kόρε Ύδρο, Τζένη Βάνου και Yell O Yell καθώς και πολλές άλλες ετερόκλητες επιλογές. Θα μπορούσα, αυστηρά, να το χαρακτηρίσω το πιο ενδιαφέρον soundtrack που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια σε ελληνική ταινία.
Οι “Αισθηματίες” σε κερδίζουν γιατί μιλούν για κάτι που θα μπορούσε να σου συμβεί. Και ίσως θα έπρεπε να σου συμβεί. Στο τέλος, δεν μένει τίποτα, παρά μόνο οι στιγμές μεταξύ δύο εραστών. Οι στιγμές που θα ζήσουν και οι στιγμές που δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Αυτό μετράει, νομίζω.
Μην την δεις με αυξημένες απαιτήσεις, αλλά με ανοιχτό μυαλό. Και περίμενε μέχρι τους τίτλους τέλους γιατί στις ευχαριστίες υπάρχει ο ΠΑΟΚ!
Κείμενο: Μαρία Μιχαλάκη (Lavart)