Μπριλάντε κωμικός.
-Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ΄, ακούσθεί
αόρατος θίασος να περνά…
– Απορρίπτεστε!
[dropcap size=big]Β[/dropcap]γήκε από το εθνικό με την απόρριψη αλαμπρατσέτα και με το χαμόγελο που συνήθιζε να ‘χει. Σαν κύριος που ήταν, συνόδευσε την απόρριψη ως το πλατύσκαλο κι εκείνη δεν τον ενόχλησε ποτέ ξανά. Πήρε τον δρόμο του, το δρόμο για την θεατρική του μητέρα, την Μαρίκα Κοτοπούλη. Η συνέχεια ήταν προς την κορυφή. Την κατέκτησε.
Αγαπημένο παιδί, όχι μόνο της δεύτερης μητέρας του, αλλά και του κοινού. Τον αγάπησαν μέσα από τους κωμικούς ρόλους, τον χορό του, το ιδιαίτερο παρουσιαστικό του. Πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ταινίες και θεατρικές παραστάσεις. «Κάθε φορά με τον ίδιο μαθητικό τρόπο αντιμετωπίζω τους ρόλους, γιατί κάθε φορά είναι σαν να δίνω εξετάσεις.», είχε πει σε συνέντευξή του. Πριν από κάθε παράσταση πήγαινε αρκετή ώρα νωρίτερα. Να πιεί τον καφέ του. Και μέσα απ’ τα παρασκήνια, να αφουγκραστεί την φασαρία των θεατών.
Όταν στα χέρια του έφτασε ένας δραματικός ρόλος, με θάρρος εμπρός στο διαφορετικό τον αποδέχθηκε και πρωταγωνίστησε στην ταινία «ο Δράκος», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλη, σκηνοθεσία του Νίκου Κούνδουρου και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Η ταινία χαρακτηρίζεται ως μια από τις καλύτερες του ελληνικού κινηματογράφου. Διακρίνεται στο εξωτερικό. Όμως τότε στην Ελλάδα αποδοκιμάζεται.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την ταινία:
[dropcap size=big]«Δ[/dropcap]εν μπορεί ο άνθρωπος να ζεί μόνος του, σαν κούτσουρο. Δεν νιώθει ούτε γιορτή, ούτε Κυριακή, ούτε Πρωτοχρονιά. Μένει στην μπάντα και θάβεται μοναχός του. Έχεις μια καλή θεσούλα, αγωνίζεσαι σε όλη σου την ζωή και νομίζεις πως κάτι έφτιαξες. Ε, και ύστερα, κάτι ξαφνικά σου τυχαίνει και ανοίγουν τα μάτια σου. Ο κόσμος γυρίζει ανάποδα. Τι έκανες τόσο καιρό; Γιατί έζησες σαράντα χρόνια, άχαρος, φουκαράς, μόνος».
«Γιατί σώνει και καλά πρέπει να είμαι σπουδαίος; Έτσι είναι ο κόσμος, τρέχει πίσω από τα ονόματα!»
Είτε ως σπίνος, γκαντέμης, Πίπης, απατεώνας, η ευγένεια του ήταν φανερή. Ακόμα και στον τελευταίο ρόλο του, τον πιο σιωπηλό αναγράφεται η φράση «Με συγχωρείτε κυρίες μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ».
Ηχούν ακόμα οι χτύποι απ τις κλακέτες. Παύση, ατάκα και βαθιά υπόκλιση από τον μοναδικό Ντίνο Ηλιόπουλο.
Κείμενο: Σοφία Ανδρεάδη (Lavart)
Σχέδιo: Μαρίνα Λαμπρινουδάκη (Lavart)