Μία από τους πρωταγωνιστές της Γκάμπυ μιλά στη Lavart για την διασημότερη εταίρα των Αθηνών, την ηθική, τη φιλανθρωπία, τα ταμπού στον έρωτα…
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Πώς θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας ως ηθοποιό;
Γωγώ Μπρέμπου – Ηθοποιό. Ηθοποιό, γιατί τα ελληνικά είναι μια πάρα πολύ ωραία γλώσσα και μερικές λέξεις σημαίνουν αυτό που σημαίνουν. Δεν χρειάζεται μπροστά από τη λέξη ηθοποιός που δείχνει ένα επάγγελμα, αλλά και μία ιδιότητα να προσθέσει κάποιος επίθετα.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Η παράσταση Γκάμπυ δεν είναι απλώς μια βιογραφική παρουσίαση μιας θρυλικής προσωπικότητας, αλλά διαγράφει σκηνικά τρείς εκφάνσεις του χαρακτήρα της από τρεις ηθοποιούς. Πώς χτίστηκε η συνεργασία μεταξύ των ηθοποιών και μεταξύ της σκηνοθέτιδας Κίρκης Καραλή και των ηθοποιών ώστε τρεις άνθρωποι διαφορετικής ηλικίας, διαφορετικής ποιότητας, ακόμη και διαφορετικού φύλου να προβάλετε το ίδιο πρόσωπο;
Γωγώ Μπρέμπου – Η παράσταση είναι εμπνευσμένη από ένα πρόσωπο, το οποίο έζησε στην πραγματικότητα, τη Γαβριέλα Ουσάκοβα. Ήταν Ρωσίδα με αριστοκρατική καταγωγή, ήρθε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ‘30 και για εξήντα χρόνια εργαζόταν επίσημα ως ιερόδουλη. Ήταν η πρώτη δηλωμένη ιερόδουλος. Αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, γιατί κατά τη γνώμη μου, δε ντρέπεται να δηλώσει την ιδιότητά της ούτε και θέλει να ξεφύγει από το νόμο, ο οποίος αναγνωρίζει σε αυτές τις γυναίκες το δικαίωμα να εργάζονται νομότυπα, δηλαδή να κολλούν ένσημα του ΙΚΑ. Έψαξα στο καταστατικό του ΙΚΑ για να δω ποιο είναι το ένσημο αυτού του επαγγέλματος. Το αστείο είναι ότι επιβαρύνονται εκατό τοις εκατό, δεν υπάρχει εδώ εργοδότης, γιατί ο εργοδότης αλλάζει πολύ συχνά. Είναι τριάντα ευρώ. Αρκετά ακριβό, έτσι δεν είναι; Και ήταν κάτω από διάφορα ένσημα που έχουν εφευρεθεί για ιδρύματα τα οποία έχουν ιδρυθεί από κληρονομιές, και ξαφνικά βλέπεις ιερόδουλες! Αυτό φωτογραφίζει πώς είναι φτιαγμένη μια κοινωνία. Εν πάση περιπτώσει ήταν αυτή η πολύ σημαντική γυναίκα, από το σπίτι της οποίας πέρασαν πάρα πολλοί άνθρωποι κοινωνικώς αποδεκτοί, πολιτικώς κραταιοί.Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Και αρκετοί γνωστοί, απ’ ό, τι λένε…
Γωγώ Μπρέμπου – Αυτό δεν το γνωρίζω. Έχει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα δεν έκανε καμία διάκριση σχετικά με το αν κάποιος είναι υγιής, ανάπηρος, γέρος, νέος, πολύ γνωστός ή πολύ άγνωστος. Έκανε απλώς τη δουλειά της. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι μιλάμε για μία προσωπικότητα, που από τη στιγμή που αποφάσισε να δουλέψει, δεν έκανε απολύτως καμία διάκριση. Αυτό νομίζω αποτελεί μια πολύ καλή αρχή για οποιοδήποτε επάγγελμα. Παρ’ όλα αυτά είχε ένα πολύ άσχημο τέλος, στραγγαλίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, μια δολοφονία που παραμένει ανεξιχνίαστη. Θα το περίμενε αυτό κάποιος για μια γυναίκα που είχε τόσο ισχυρές διασυνδέσεις; Υπάρχουν πάρα πολλά ερωτήματα σε σχέση με το υπαρκτό πρόσωπο που παραμένουν αναπάντητα. Η δική μας παράσταση, λοιπόν, είναι εμπνευσμένη από αυτό το υπαρκτό πρόσωπο. Δεν έχει χρησιμοποιηθεί αυτούσιο το συγκεκριμένο βιβλίο, γιατί θα μιλούσαμε σε αυτήν την περίπτωση για μία μεταφορά. Επίσης, έχει χρησιμοποιηθεί ένα μεγάλο κείμενο του Νίκου Τσιφόρου που λέγεται Μέρες Αργίας – ένας μονόλογος που λέει η Γκάμπυ (που υποδύομαι εγώ) παρατηρώντας τις ζωές των άλλων σε μέρες που έχει αργία – και κάποια κείμενα του Ηλία Πετρόπουλου, Τα Μπουρδέλα, όπου περιγράφονται συμπεριφορές ανθρώπων που συχνάζουν εκεί, όπως και επίθετα που χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό αυτών των γυναικών, αλλά και πολλών άλλων ανά τους αιώνες, όταν η σεξουαλική τους συμπεριφορά δεν είναι αυτή που όλοι αναγνωρίζουν ως «ηθική».
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει γυναίκα που να μην έχει ακούσει έναν χαρακτηρισμό, ο οποίος θα θεωρηθεί σεξιστικός. Έστω κι αν είναι κομπλιμέντο. Λες και η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι κάτι που εκχωρείται. Λες και οι γυναίκες δεν είναι υπεύθυνες ή δεν ορίζουν οι ίδιες τη σεξουαλικότητά τους.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Έτσι κι αλλιώς η Γαβριέλα Ουσάκοβα είχε πλάσει τη δική της ηθική νόρμα και ζούσε βάσει αυτής…
Γωγώ Μπρέμπου – Δεν πιστεύω ότι υπάρχει γυναίκα που να μην έχει ακούσει ένα χαρακτηρισμό, ο οποίος θα θεωρηθεί σεξιστικός. Έστω κι αν είναι κομπλιμέντο. Λες και η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι κάτι που εκχωρείται. Λες και οι γυναίκες δεν είναι υπεύθυνες ή δεν ορίζουν οι ίδιες τη σεξουαλικότητά τους. Καταλαβαίνετε ότι όλα αυτά είναι ερωτήματα που μας απασχόλησαν και απασχολούν ακόμα και τους θεατές που παρακολουθούν αυτήν την παράσταση. Όσον αφορά την ερώτηση σχετικά με τα τρία πρόσωπα, είναι όντως τρία πρόσωπα, αλλά και τρεις εκφάνσεις – περισσότερο χρονολογικές – του ίδιου ανθρώπου. Η Λίλα Μπακλέση εκπροσωπεί τη νεαρή ηλικία, εγώ τα επόμενα χρόνια της ζωής της και ο Χρήστος Σιμαρδάνης υποδύεται τη Γκάμπυ σε μεγαλύτερη ηλικία. Νομίζω το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε ένας άντρας ηθοποιός έγινε για να τονιστεί περισσότερο ότι οι προσωπικότητες είναι υπεράνω του φύλου τους. Και αυτό είναι, νομίζω, πολύ χρήσιμο για τη δική μας παράσταση. Η σκηνή είναι έτσι φτιαγμένη σκηνοθετικά ώστε εγώ να μπαίνω στη θεατρική αίθουσα και συναντάω το παρελθόν μου, ενώ έρχεται και με συναντάει το μέλλον μου. Αυτό εγώ το εισέπραξα ως εξής: ότι μπορεί ένας άνθρωπος να είναι πολύ μοναχικός, να αναπολεί, να νοσταλγεί, να μιλάει με το παρελθόν και να προαισθάνεται το μέλλον του, όπως όλοι οι μοναχικοί άνθρωποι, αν και έχει ένα σπίτι πολύ ανοιχτό, από τα πιο ανοιχτά σπίτια του κόσμου. Το μήνυμα στον τηλεφωνητή της -που χρησιμοποιούμε και στην παράσταση- ήταν: «Χτυπήστε, θα ανοίξω». Γιατί είναι η δουλειά μου να ανοίγω.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Μιλήσατε πριν για το τέλος της γυναίκας αυτής, γι’ αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα. Ήταν ένας άνθρωπος με ένα σπίτι ανοιχτό, αρκετά αγαπητή, με μεγάλη προσφορά στους γείτονές της αλλά και στους Έλληνες γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε.
Γωγώ Μπρέμπου – Η συγκεκριμένη γυναίκα πήρε μετάλλιο από την Προεδρία της Δημοκρατίας για τη δράση της στην κατοχή. Δεν ξέρω αν την αγαπούσαν, αλλά τη σεβόντουσαν σίγουρα πάρα πολύ. Λέγεται ότι ήταν κατάσκοπος της ελληνικής Κυβέρνησης, επειδή συνέχισε να εργάζεται, όπως έκαναν όλοι οι άνθρωποι στην κατοχή. Ξέρετε στην κατοχή υπήρχε θέατρο που συνέχιζε να λειτουργεί με το εισιτήριο στην ίδια τιμή. Το ξέρετε;
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Όχι, αυτό δεν το γνώριζα.
Γωγώ Μπρέμπου – Ούτε κι εγώ το ήξερα. Στο θεατρικό μουσείο, που έχει γίνει τόση φασαρία για το αν λειτουργεί ή όχι, όλα αυτά τα πρακτικά υπάρχουν και είναι καταπληκτικά. Είδα τι πιστεύουμε εμείς για το παρελθόν και τι γίνεται σε περιόδους μεγάλης ανάγκης. Εγώ νόμιζα ότι δεν υπήρχε τίποτα, ότι κρυβόντουσαν, και όμως το Θέατρο Τέχνης στην Κατοχή δημιουργήθηκε. Αυτό το έμαθα από τη συγχωρεμένη Ελένη Χατζηαργύρη. Ο Κουν είχε μαζέψει τότε πέντε – έξι ανθρώπους που ήθελαν να γίνουν ηθοποιοί, να σπουδάσουν θέατρο κι έκαναν πρόβες. Τα θέατρα λειτουργούσαν, ανέβαιναν πολύ ωραίες παραστάσεις και το εισιτήριο δεν είχε μειωθεί καθόλου.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Εμμένουμε κυρίως στο πολιτικό πλαίσιο των καταστάσεων αυτών και όχι στην ουσία.
Γωγώ Μπρέμπου – Ναι, ότι η ζωή συνεχίζεται.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Καλά έκαναν, γιατί αυτό δείχνει ότι σεβάστηκαν το επάγγελμά τους.
Γωγώ Μπρέμπου – Και ο κόσμος επίσης, γιατί μερικές φορές, όταν όλα καταρρέουν, έχεις ανάγκη να πας με το οργανωμένο του πράγματος.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Σχετικά με το τέλος της γυναίκας αυτής, μπήκατε λοιπόν ποτέ στη διαδικασία να κάνετε εικασίες για το τι μπορεί να συνέβη;
Γωγώ Μπρέμπου – Όχι, δεν τολμώ, από σεβασμό. Όταν με αφορμή ένα πρόσωπο κάνεις μια παράσταση, μπορεί κάτι να έχεις παρεξηγήσει, κάτι να μην έχεις καταλάβει, γιατί οι ζωές των ανθρώπων είναι υπεράνω των παραστάσεων. Εμείς, με αφορμή τη συγκεκριμένη προσωπικότητα, κάνουμε μια παράσταση που μιλάει για την ελευθερία, την αυτοδιάθεση, τις ηθικές προσταγές, την επιβίωση, τη σκληρότητα, την ευαισθησία, τον ερωτισμό, το πώς ορίζεται η σεξουαλικότητα, για πάρα πολλά πράγματα. Μια παράσταση δίνει πάντα ερωτήσεις και ήδη αυτό είναι πάρα πολύ για να ασχοληθώ περαιτέρω ως ντέντεκτιβ και να κάνω εικασίες.
Από σεβασμό σε αυτή τη γυναίκα που μας έχει προσφέρει πολλά και συνεχίζει να το κάνει μετά θάνατον, γιατί εμείς έχουμε κάνει μια επιτυχημένη παράσταση και δουλεύουμε, επειδή αυτή η γυναίκα είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο και συνεχίζει, εμένα τουλάχιστον, να με εμπνέει πάρα πολύ.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Τη γνωρίζατε και πριν εμπλακείτε με την παράσταση αυτή;
Γωγώ Μπρέμπου – Όχι, ήμουν πολύ μικρή. Το πατρικό του παππού μου είναι στην Ωριγένους, ένα δρόμο δίπλα από τη Μάρκου Ευγενικού όπου έμενε και εργαζόταν. Οι θείες μου ήταν όλες γειτόνισσες, όμως δεν μου είχαν μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν. Ως παιδί άκουγα διάφορα, ποτέ όμως κάτι άσχημο, κάτι ιδιαιτέρως απαξιωτικό. Ήξερα ότι υπήρχαν παιδιά που έπαιρναν τηλέφωνο και κοροϊδεύανε μόνο και μόνο για να ακούσουν στον τηλεφωνητή «Αυτό κάνει τόσο… αυτό τόσο… κι αυτό τόσο», κάτι που στην παιδική φαντασία είναι πάρα πολύ διεγερτικό. Δεν γνώριζα όμως συγκεκριμένα πρόσωπα και πράγματα.
Δεν είμαστε μηχανές. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει λίγο απαραίτητη προϋπόθεση κάποιος να είναι σκληρός συναισθηματικά, προκειμένου να καταφέρει να πάει μπροστά, να γίνει σπουδαίος κι αυτό έχει γυρίσει μπούμερανγκ, γιατί όλοι αυτοί πρέπει απλώς να επιβιώσουν.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Η παράσταση περιγράφει μεταξύ άλλων μια εποχή ολόκληρη, μια παλιά Αθήνα από το ‘30 και μετά. Έτσι όπως γνωρίσατε αυτήν την παλιά Αθήνα, μέσα από πληροφορίες και ιστορίες, υπάρχει κάτι που νομίζετε ότι χάθηκε από εκείνη την εποχή, κάτι που θα θέλατε να ξαναδείτε στη σημερινή Αθήνα;
Γωγώ Μπρέμπου – Νομίζω ναι. Μια ανοχή σχετικά με το τι κάνει κάποιος από ανάγκη. Η εποχή μας είναι πάρα πολύ σκληρή, όσον αφορά το σεβασμό των συναισθημάτων των άλλων, όταν κάποιος είναι συναισθηματικός ή σέβεται αυτόν που είναι σε χειρότερη θέση τη δεδομένη στιγμή της ζωής του, λέμε ότι είναι ευαίσθητος, συναισθηματικός, και χρησιμοποιούμε και άλλα επίθετα, πολύ άσχημα, γιατί αυτά έχουν καταντήσει να θεωρούνται αρνητικοί χαρακτηρισμοί. Ότι δηλαδή είναι πολύ «μαλακός», ότι «θα τον πιάσουνε κότσο», λες και το να είναι κάποιος συναισθηματικός δεν προϋποθέτει εσωτερική δύναμη. Λες και το να είναι κάποιος έξυπνος, σε σχέση με το πως αισθάνεται, δεν είναι ένα στοιχείο που πρέπει να έχει μια αρχηγική προσωπικότητα ή ένας διευθυντής εταιρείας. Το να γνωρίζεις τους άλλους ανθρώπους και να αισθάνεσαι πώς νιώθουν είναι προτέρημα. Δεν είμαστε μηχανές. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει λίγο απαραίτητη προϋπόθεση κάποιος να είναι σκληρός συναισθηματικά, προκειμένου να καταφέρει να πάει μπροστά, να γίνει σπουδαίος κι αυτό έχει γυρίσει μπούμερανγκ, γιατί όλοι αυτοί πρέπει απλώς να επιβιώσουν. Δεν μπορείς να σπρώχνεις τον ανθρώπινο παράγοντα μακριά, προκειμένου να καταφέρεις κάτι που είναι απάνθρωπο. Νομίζω ότι εκείνη την εποχή, επειδή ο κόσμος είχε ζήσει κατοχή, εμφύλιο, είχε χάσει ανθρώπους, οικογένειες διχάστηκαν λόγω της πολιτικής κατάστασης, όχι όπως σήμερα με το «ναι», το «όχι» ή το «δεν ξέρω», τότε τους σκότωναν, τους έπαιρναν τα σπίτια, άλλοι έφευγαν στα βουνά, πολύ σκληρές καταστάσεις. Νομίζω ότι αυτό ευαισθητοποίησε κάποιους ανθρώπους κάνοντάς τους περισσότερο ανεκτικούς σχετικά με το τι μπορεί να κάνει κάποιος για να επιβιώσει. Σήμερα δεν συμβαίνει αυτό τόσο πολύ. Έχουμε γίνει πολύ αυστηροί, κριτές, ξερόλες, ότι «εγώ θα σου πω αν κάτι είναι καλό ή κακό», ακόμα κι αν δεν είναι το αντικείμενο που έχω σπουδάσει. Μια γνώμη μπορώ να την έχω, να την πω στις φίλες μου σε ένα καφέ, δημόσια όμως δεν μπορώ να την πω. Μετράει μόνο η γνώμη του ανθρώπου που γνωρίζει πολύ καλά το συγκεκριμένο αντικείμενο. Όλα αυτά είναι ένα καφενείο – που τα καφενεία είναι πολύ ωραίοι τόποι, άγιοι τόποι, πήγαινε ο κόσμος, εκτονώνονταν και περνούσε την ώρα του – αλλά αυτό μεταφέρθηκε ξαφνικά στο δημόσιο λόγο και μετά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όλα αυτά συνετέλεσαν στο να αποδυναμωθεί πάρα πολύ αυτό που λέμε προσωπικότητα, οντότητα, άνθρωπος. Οι άνθρωποι έγιναν πιο ανεκτικοί στις σκληρές συμπεριφορές και χρειάστηκε κάποιος να πει ότι υπάρχει bullying, εκφοβισμός δηλαδή στα ελληνικά. Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος είναι ιδανικός και ότι όλα αυτά δεν γίνονταν παλαιότερα, απλώς κάποτε υπήρχαν εποχές που οι άνθρωποι ήταν πιο «μαλακοί» ο ένας με τον άλλον. Υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι, όπως ο Μπενάκης και ο Ζάππας, που έγιναν εθνικοί ευεργέτες. Οι άνθρωποι αυτοί έκαναν κάτι για την ιστορία του τόπου τους, όχι τσάντες, ταξίδια και σπίτια ιδιωτικά. Αυτό είναι μία διαφορετική αντίληψη του τι σημαίνει «είμαι κοινωνικό ον». Και η δική μας ηρωίδα δήλωσε «Αυτό είναι το επάγγελμά μου, αυτό κάνω». Καμία διάκριση. Παίρνω δύο εντελώς διαφορετικά παραδείγματα εκείνης της εποχής, χωρίς να τη νοσταλγώ. Και τότε υπήρχε σκληρότητα και μπορούσε κάποιος πολύ δύσκολα να τα καταφέρει. Υπήρχαν άλλα κακά τότε, απλώς στη δική μας εποχή είναι λίγο πιο μεγάλα τα πράγματα και -για μένα- πιο ύπουλα.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Κάθε εποχή βέβαια έχει τα δικά της προβλήματα.
Γωγώ Μπρέμπου – Ο καθένας πρέπει να είναι άξιος του καιρού του. Εγώ δεν έζησα την εποχή αυτή, την ξέρω όμως από διηγήσεις κι αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι τα συναισθήματα ήταν λίγο πιο μαλακά σε αντίθεση με τη δική μας εποχή.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Ίσως είναι ένα μεταβατικό στάδιο της κατεύθυνσης προς μια άλλη κοινωνία.
Γωγώ Μπρέμπου – Έτσι όπως το λέτε. Είναι μεταβατικό στάδιο. Τώρα κάτι αηδίες που λένε για… χαμένη γενιά, δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Η Γαβριέλα Ουσάκοβα, η διασημότερη εταίρα των Αθηνών και όλης της Ελλάδας, έφτιαξε τους δικούς της ηθικούς κανόνες και έδρασε με βάση αυτούς. Εσείς, ως Γωγώ Μπρέμπου, θα λέγατε ότι στηρίζεστε σε κάποιου είδους ηθική;
Γωγώ Μπρέμπου – Βέβαια.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Λειτουργείτε δηλαδή με βάση κανόνες που δημιουργείτε η ίδια ή ακολουθείτε κοινωνικές νόρμες, το αποδεκτό, το πρέπον, το ηθικό; Πώς το ορίζετε αυτό και πώς ενεργείτε;
Γωγώ Μπρέμπου – Ξέρετε ακόμα και εσείς το «πρέπον» το είπατε ειρωνικά….
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Ναι!
Γωγώ Μπρέμπου – Γιατί είναι! Δεν ορίζεται η ηθική σε σχέση με τη διάθεση της σεξουαλικότητας. Το να ορίζεις τον εαυτό σου, με τον τρόπο που το έκανε η Γαβριέλα δεν θεωρώ ότι κάνει κακό σε κανέναν. Βέβαια, ο ερωτισμός είναι μεγάλο ταμπού.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Κατά πόσο υπάρχει ταμπού στον έρωτα σήμερα;
Γωγώ Μπρέμπου – Κάνουν όλοι ότι είναι πολύ ανεκτικοί με τις συμπεριφορές των άλλων, αλλά οι περισσότεροι θεωρούν ότι το πιο φυσιολογικό και πρέπον είναι κάποιος να είναι παντρεμένος, οικογενειάρχης και να έχει παιδιά. Σκεφτείτε αν σας έχει ποτέ απασχολήσει ως κορίτσι η λέξη «γκόμενα» ή «γκόμενος».
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Δεν είναι θετικά χρωματισμένες…
Γωγώ Μπρέμπου – Δεν έχουν θετικό πρόσημο. Μπορούμε να πούμε πιο τρυφερά «το αγόρι σου» ή «το κορίτσι σου». Ο «άντρας» και η «γυναίκα» συνοδεύονται από την επισημοποίηση. Εγώ ξέρω ότι αν δύο άνθρωποι είναι μαζί αγαπημένοι, τότε είναι ζευγάρι. Σκεφτείτε λίγο πώς μιλάμε για τις σχέσεις, πάντα υπάρχει ένα μικρό ποσοστό επιθετικότητας. Όσο κι αν κάποιος λέει «Εγώ είμαι πολύ ελεύθερος, εμένα δε με νοιάζει», αν ακούσεις προσεκτικά, χωρίς φόβο και πάθος, θα δεις πώς βλέπει η κοινωνία συνολικά τα πράγματα και πώς χαρακτηρίζει ειδικά τις γυναίκες. Πολύ άσχημα.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Θα αναφερθώ στη φράση της Γαβριέλας Ουσάκοβα «Έγινα πόρνη, διότι εγενήθην έτσι». Λένε μάλιστα πως μόλις πέντε χρονών είχε τον πρώτο της πελάτη.
Γωγώ Μπρέμπου – Ξέρετε, ας μη μείνουμε σε αυτά που λέγονται και γράφονται. Κάποιος αφηγείται τη ζωή του, άλλα είναι πραγματικότητα, άλλα μυθοπλασία. Ξέρετε εγώ πώς διαβάζω αυτή τη φράση; Σαν ένα ειρωνικό σχόλιο – γιατί με ρωτάτε για κάτι που κάνω, αφού αλλού πάει το μυαλό σας; Δηλώνει ιερόδουλος, δεν δηλώνει χειρουργός – οφθαλμίατρος.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Μήπως είναι απλώς μια νύξη για το πεπρωμένο, για τη μοίρα δηλαδή;
Γωγώ Μπρέμπου – Όχι, πιστεύω πως αυτή η γυναίκα συνάντησε πάρα πολλές δυσκολίες και δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να επιβιώσει.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) –Έχετε φτάσει ποτέ στο σημείο εσείς προσωπικά να πιστέψετε στο πεπρωμένο, στη μοίρα, σε μια προκαθορισμένη πορεία;
Γωγώ Μπρέμπου – Όχι, δεν πιστεύω στο πεπρωμένο, αλλά στους ανθρώπους. Ένας άνθρωπος μας φέρνει στον κόσμο, ένας άνθρωπος μας σώζει, κάποιος μας κάνει κακό κι ένας άλλος μας βοηθάει να το αντιμετωπίσουμε. Ένας άνθρωπος μας παίρνει μια συνέντευξη, ένας ηθοποιός θα κάνει μια παράσταση, ένας θεατής θα έρθει να τη δει. Το θέατρο είναι η πιο ανθρωποκεντρική τέχνη, γιατί είναι η μοναδική που είναι απαραίτητο το ανθρώπινο σώμα, η ανθρώπινη διανόηση, το πνεύμα, το ταλέντο και κυρίως η οντότητα. Έτσι γινόταν από αρχαιοτάτων χρόνων. Φεύγω από το σπίτι μου και πηγαίνω σε ένα τεράστιο ανοιχτό θέατρο στην αρχαιότητα, εσείς ξεκινάτε από το σπίτι σας για να με συναντήσετε. Πριν γίνει αυτό, έχω συναντηθεί με άλλους ανθρώπους και έχουμε συμφωνήσει για το τί θα παίξουμε. Είναι όπως τα ερωτικά ραντεβού ή τη συνάντηση με έναν πολύ αγαπημένο σου φίλο. Αυτό, λοιπόν, εμένα με έχει κάνει να αγαπώ πάρα πολύ τους ανθρώπους.
Βλέπεις έναν άνθρωπο, πεινάει, τί θα του πεις; «Ένιωσα την ανάγκη να βοηθήσω για να μη βρεθώ κι εγώ σε αυτή τη θέση;». Δεν το βρίσκετε πολύ νευρωτικό και πάρα πολύ σνομπ;
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Θεωρείτε ότι η φιλανθρωπία είναι ανιδιοτελής ενέργεια;
Γωγώ Μπρέμπου – Η φιλανθρωπία είναι εκατό τοις εκατό ανιδιοτελής ενέργεια, απλώς στην εποχή μας, που όλα αναλύονται πάρα πολύ, έχουμε φτάσει στο σημείο να λέμε «εγώ δεν το κάνω επειδή έτσι νιώθω, να βοηθήσω έναν άνθρωπο, αλλά γιατί θέλω να αναπληρώσω κάποια δικά μου κομμάτια». Αυτά είναι αηδίες. Η φιλανθρωπία δεν είναι αυτοαναφορική, γίνεται για να βοηθήσεις κάποιον, επειδή βρίσκεσαι σε καλύτερη θέση τη δεδομένη στιγμή της ζωής σου. Κάποια άλλη στιγμή μπορεί να βρεθείς εσύ στη θέση του άλλου. Βλέπεις έναν άνθρωπο, πεινάει, τί θα του πεις; «Ένιωσα την ανάγκη να βοηθήσω για να μη βρεθώ κι εγώ σε αυτή τη θέση;». Δεν το βρίσκετε πολύ νευρωτικό και πάρα πολύ σνομπ; Επειδή έχω διαβάσει διάφορα άρθρα για το θέμα αυτό, θεωρώ την ανάλυση της φιλανθρωπίας πάρα πολύ σνομπ. Λες και δεν είμαστε άνθρωποι, αλλά θεοί και μπορούμε να κρίνουμε, γιατί κάποιος έχει φτάσει σε αυτό το σημείο. Αυτό είναι πάρα πολύ άρρωστο και συγχωρήστε με για την έκφραση. Δεν είμαστε θεοί, ούτε μπορούμε να ορίσουμε πώς τα φέρνει η ζωή για τον καθέναν ούτε να κρίνουμε έναν άνθρωπο που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο δρόμο ή είναι μετανάστης. Λέω «εντάξει, έγινε το κακό, ας βοηθήσω στο βαθμό που μπορώ».
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Με το ζήτημα των προσφύγων ας πούμε, πάρα πολλοί ήταν οι Έλληνες που έσπευσαν να βοηθήσουν προσφέροντας υλικά αγαθά ή εθελοντική εργασία, άνθρωποι που ουδέποτε έστρεψαν το κεφάλι στον φτωχό γείτονά τους, ακόμα και σε συγγενή ή φίλο. Τι λέτε γι΄αυτό; Κρύβει μια ματαιοξία;
Γωγώ Μπρέμπου – Γιατί να μη δούμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ξύπνησαν και είδαν ότι κάποιος μπορεί να βρίσκεται πραγματικά σε πολύ άσχημη θέση; Για όλο αυτό εμείς στην Ελλάδα δεν ήμασταν προετοιμασμένοι, όπως και για πολλά άλλα πράγματα. Εγώ δεν ήξερα ότι οι Έλληνες είναι τόσο ρατσιστές μέχρι που άκουσα το σύνθημα «Δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ, Αλβανέ». Το έχετε ξεχάσει, αλλά είχα σοκαριστεί όταν ήμουν στο λύκειο και άκουσα ένα τέτοιο σύνθημα. Ντράπηκα πάρα πολύ. Μετά αυτό έγινε «Δεν πειράζει, δουλεύουν», γιατί οι άνθρωποι αυτοί έχτισαν όλη την Ελλάδα, αλλά δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για το πώς θα τα αντιμετωπίσουμε όλα αυτά, όπως και για τους πρόσφυγες σήμερα.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Τι γνώμη έχετε σχετικά με τον αναβρασμό που δημιουργήθηκε στον καλλιτεχνικό χώρο με το διορισμό του Γιαν Φαμπρ ως επιμελητή του Φεστιβάλ Αθηνών και τη μετέπειτα παράιτησή του;
Γωγώ Μπρέμπου – Απαράδεκτο από την αρχή μέχρι το τέλος!
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Ρωτώ, γιατί υπήρξαν καλλιτέχνες που όταν είδαν το Mount Olympus εκθείασαν τον Φαμπρ ως καλλιτέχνη.
Γωγώ Μπρέμπου – Είναι απαράδεκτο το πώς απαξιώθηκε το Ελληνικό Φεστιβάλ που τα τελευταία χρόνια λειτουργούσε πάρα πολύ καλά. Και το λέω αυτό χωρίς να έχω παίξει ποτέ στο Φεστιβάλ. Επομένως, θα μου επιτρέψετε, να έχω για το θέμα αυτό μια άποψη σφαιρική. Είναι απαράδεκτο να απαξιώνεται ένα φεστιβάλ από την αρχή μέχρι το τέλος. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το τι ειπώθηκε, τι γράφτηκε, αν οι Έλληνες καλλιτέχνες είναι έτσι ή αλλιώς. Ήταν λάθος από την αρχή και κάτι τέτοιο σπάνια έχει καλή κατάληξη. Ελπίζω τα πράγματα τώρα να βελτιωθούν, να πάρουν μια σειρά και να συνεχίσουμε να έχουμε ξανά το πάρα πολύ καλό Φεστιβάλ που έφερε νέους καλλιτέχνες και προβλημάτισε καλλιτεχνικά. Άλλωστε, σκοπός του κάθε Φεστιβάλ ανά τον κόσμο είναι να θέσει προβληματισμούς σε καλλιτεχνικό και όχι σε πολιτικό επίπεδο.
Συνέντευξη: Άννα Ηλιαδέλη (Lavart)
Φωτογραφίες: Τίμος Χριστοφορίδης (Lavart)