Στο θέατρο Αριστοτέλειον η παράσταση Κουρδιστό Πορτοκάλι του Γιάννη Κακλέα
[dropcap size=big]Η[/dropcap] βία, αυτή που εκφράζεται ποικιλοτρόπως και πηγάζει από τα τρίσβαθα της ανθρώπινης ψυχής εντοπίζεται στον άνθρωπο εκ φύσεως. Βία της εξουσίας, βία της αστυνομίας, βία των συμμοριών, βία των ανθρώπων. Η στέρηση της επιλογής είναι στέρηση της ελευθερίας και η σιόρα επιστήμη, αυτή του εξορθολογισμού θα καταπιέσει σε άκρατο βαθμό τα ένστικτα ως ότου αυτά να εκραγούν επαναφέροντας τη φυσική ροή. Η θρησκεία αποτελεί τον μύθο για έναν ιδανικό αγαθό άνθρωπο που, βέβαια, δεν υπάρχει πουθενά και η νόθα ηθική του συντηρητισμού δεν μπορεί να εξευγενίσει ένα απλό γεγονός: ότι ο άνθρωπος δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, είναι απλά αυτός που είναι.
Τα παραπάνω ισχύουν για το Κουρδιστό Πορτοκάλι του ιεροφάντη Στάνλεϊ Κιούμπρικ, της ταινίας δηλαδή «κατηγορώ» που λογοκρίθηκε όπως τα έργα του index librorum prohibitorum τον Μεσαίωνα και έμεινε απαγορευμένη στην πατρίδα της Αγγλία μέχρι το 1999. Η θεατρική του εκδοχή βγήκε ως διαμαρτυρία του συγγραφέα της νουβέλας Το Κουρδιστό Πορτοκάλι Anthony Burgess στην οπτική του Κιούμπρικ κατά την οποία ο πρωταγωνιστής Άλεξ δεν θεραπεύεται ποτέ. Το θεατρικό κείμενο επί της ουσίας πέραν από το γεγονός ότι αποτελεί στείρα αφηγηματική πορεία των γεγονότων, εξυμνεί τον «χριστιανικό» δρόμο προς την εξιλέωση του «κακού» ανθρώπου, το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από τους λόγους για τους οποίους η έννοια Κουρδιστό Πορτοκάλι έμεινε στην ιστορία και είναι επίκαιρη. Η θεατρική μεταφορά του έργου αυτού καθαυτού στερείται της απαραίτητης ποιητικότητας και εμμένει σε μια εξωτερική δράση που, σαφώς, η κάμερα μπορεί να καταγράψει καλύτερα.
Τη θεατρική αυτή μεταφορά ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο Γιάννης Κακλέας, που ενώ χρησιμοποιεί έτοιμο υλικό από την οπτική του Κιούμπρικ διατηρεί τη φιλοσοφική ματιά του συγγραφέα. Το παραπάνω παράδοξο θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψη για τη σκηνοθετική προαίρεση και τη φιλοσοφική της καταβολή. Η σκηνοθεσία στην εναλλαγή των σκηνών γίνεται χορογραφία μετά μουσικής που, αν και άριστα εκτελεσμένη υποκριτικά, προκαλεί χασμωδία και όχι ομαλή μεταφορά από σκηνή σε σκηνή, ενώ ταυτόχρονα χάνεται η ψυχογραφική κυματομορφή (τα πάνω και τα κάτω) που ενυπάρχουν στην αλληλουχία των πράξεων. Το προκείμενο, βέβαια, του έργου είναι η απόδοση της βίας επί σκηνής η οποία δεν έχει ούτε αυτή ξεκαθαρισμένες προθέσεις. Άλλοτε χορογραφημένη (με υπερβολές εκφραστικότητας), άλλοτε ρεαλιστική (π.χ. παρουσία αίματος) και άλλοτε συμβαίνει εκτός σκηνής (η σημαντικότερη κατ’ εμέ των σκηνών, αυτή του βιασμού). Τα παραπάνω μπορεί να έχουν εκτελεστεί ικανοποιητικά, αλλά δεν κάνουν εμφανή τον λόγο για τον οποίο γίνονται, με αποτέλεσμα κάποιος εύλογα να συμπεράνει ότι γίνονται προς επιτήδευση. Η επιλογή γυναίκας ηθοποιού να ενσαρκώσει ένα μέλος της συμμορίας, και μάλιστα με μιμητική ομιλία άνδρα, είναι το λιγότερο ατυχής. Η προσπάθεια δημιουργίας μίας σκηνής ως leitmotiv, με μια συγκεκριμένη τεχνοτροπία μεταξύ κανονικής και αργής κίνησης που υποδηλώνει τα διαφορετικά χρονικά επίπεδα, κουράζει μετά από τις σχεδόν 10 επαναλήψεις της. Η γενικότερη σκηνοθετική οπτική επιχειρεί να εγείρει το ενδιαφέρον με εξωγενή στοιχεία είτε αυτά ονομάζονται ρομποτικές χορογραφίες είτε χιουμοριστικοί μορφασμοί.
[dropcap size=big]Μ[/dropcap]έσα στη σκηνοθετική σύγχυση ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης προσεγγίζει μια εξαιρετική ερμηνεία του πρωταγωνιστή Άλεξ, με όλα τα στοιχεία της παραφροσύνης και κυνισμού που απαιτούνται να είναι εμφανή τόσο στον λόγο του, όσο και στην κινησιολογία του. Βέβαια, μέσα σε ένα καθεστώς αρκετών υπερβολών δεν μπορεί να αποδώσει με απόλυτη πειστικότητα (ενώ κατέχει την προαίρεση και την υποδομή) τη συναισθηματική δομή του χαρακτήρα που υποδύεται. Αναλώνεται, δηλαδή, με υπερπροσπάθεια στα άλλα, τα εξωγενή στοιχεία του έργου. Το υπόλοιπο του καστ, αν και άρτιο στην εκτέλεση των κινησιολογικών στοιχείων του έργου, αποδίδει τα πρόσωπα με μεγάλη δόση γραφικότητας, ενώ ο ρόλος του γιατρού παραπέμπει, τολμώ να πω, σε καρτουνισμό. Οφείλω, ωστόσο, να σημειώσω και την ερμηνεία του Βαγγέλη Χατζηνικολάου στον ρόλο του συγγραφέα, για τη σκηνή που παρακολουθεί τον βιασμό της συζύγου του από τη συμμορία.
Τα σκηνικά είναι ενδελεχώς επιμελημένα και παραπέμπουν στη βιομηχανική Βρετανία, τα κουστούμια επιλέγουν το μαύρο χρώμα αντί του λευκού του Κιούμπρικ, και οι φωτισμοί με νατουραλιστικά και εξπρεσιονιστικά στοιχεία πετυχαίνουν τον σκοπό τους. Η μουσική εμπεριέχει κάποιες αισθητικά ταιριαστές επιλογές (ενδιαφέρουσα διασκευή της Εννάτης του Μπετόβεν) αν και πάλι στη σκηνοθετική προσπάθεια του Κακλέα για leitmotiv φθείρεται σταδιακά και χάνει το κλού της έκπληξης.
Το θέατρο συμπεριλαμβάνει και συμπεριλαμβάνεται στην έννοια του θεάματος. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Δεν αρκεί μια δυνατή ερμηνεία, όπως αυτή του Ασπιώτη, δεν στέκεται δίχως την αρμονία του συνόλου. Δεν είναι το ευφυολόγημα μιας κίνησης, ένας προβολέας ή ένα εκθετήριο για παζλ τεχνοτροπιών. Είναι η συνάντηση των ψυχών για να περάσουν από το έλεος και τον φόβο του Αριστοτέλη ώστε να φτάσουν (αν φτάσουν ποτέ) η κάθε μία ψυχή ατομικά, υποκριτής και θεατής, στην κάθαρση. Ο Μπετόβεν είναι το σύμβολο της γένεσης που ενέχει τη φθορά και το αντίστροφο. Η κάθαρση στον Κιούμπρικ δεν υπάρχει στον ήρωά του για να υπάρξει σε εμάς, για να αποδεχθούμε την πάγια φύση του είναι (όχι της ηθικής του καλού και του κακού) και την επιλογή ως την έκφραση αυτού του είναι. Aν θυμάμαι καλά, η ταινία έχει μοιραστεί και δωρεάν μαζί με κάποιες εφημερίδες…
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας
Μετάφραση: Θοδωρής Πετρόπουλος
Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης
Κοστούμια: Μαρία Καραπούλιου
Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας
Κινησιολογία: Αγγελική Τρομπούκη
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Μιχαλόπουλος
Φωτογραφίες παράστασης: Πάτροκλος Σκαφιδάς
Βίντεο: Άκης Πολύζος
Βοηθός σκηνοθέτη: Νουρμάλα Ήστυ
Βοηθοί σκηνογράφου: Ελίνα Δράκου
Παίζουν:
Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος
Στράτος Τρογκάνης
Μένη Κωνσταντινίδου
Γιώργος Στάμος
Φάνης Παυλόπουλος
Αγγελική Τρομπούκη
Βαγγέλης Χατζηνικολάου
Κείμενο: Χρήστος Φώτης (Lavart)