Φανταστείτε για μια στιγμή, ότι οι παιδικές μας ηλικίες είναι σαν αόρατες φυλακές – προσεκτικά κατασκευασμένα κλουβιά.
Στο βιβλίο «Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας», η ψυχαναλύτρια Άλις Μίλερ ξεκλειδώνει αυτές τις πόρτες με ένα βασικό κλειδί: την αλήθεια.
Δεν πατάει στις μύτες των ποδιών της μέσα από το ναρκοπέδιο της γονικής αγάπης ή της παιδικής αθωότητας, Αντίθετα εισβάλει ορμητικά, σύροντας στο φως τη σκληρή, απροκάλυπτη πραγματικότητα των πρώτων μας χρόνων.
Το παρακάτω απόσπασμα προβάλει τα πρόσωπα πίσω από τα οποία κρυβόμασταν τόσα χρόνια, μια βαθιά κατάδυση στα ψυχολογικά μπουντρούμια. Ένας καθρέφτης που αποφεύγουμε να συναντήσουμε οι περισσότεροι.
Τζον Στάινμπεκ: Το βιβλίο που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε, διαβάζοντας το ξανά και ξανά
Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας» – Εκδόσεις:
ΡΟΕΣ |
Στο παρελθόν διερωτόμουν αν θα μπορούσαμε ποτέ να συλλάβουμε το μέγεθος της μοναξιάς και της απομόνωσης που ζήσαμε όλοι μας ως παιδιά. Τώρα πια ξέρω ότι αυτό είναι εφικτό. Εδώ, κατά κύριο λόγο, δεν αναφέρομαι στα παιδιά που εμφανώς δεν τα φρόντιζαν ή τα είχαν πλήρως εγκαταλείψει και τα οποία πάντα το συνειδητοποιούσαν ή τουλάχιστον ενηλικιώθηκαν γνωρίζοντας πως κάπως έτσι ήταν τα πράγματα. Πέρα από αυτές τις ακραίες περιπτώσεις, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που ξεκινούν θεραπεία με την πεποίθηση (με την οποία άλλωστε μεγάλωσαν) ότι στην παιδική τους ηλικία ήταν ευτυχισμένοι και προστατευμένοι. Αυτοί οι ασθενείς είχαν πολλές δυνατότητες και ταλέντα για τα οποία τους επαινούσαν και τους θαύμαζαν, είχαν μάθει να χρησιμοποιούν την τουαλέτα από το πρώτο έτος της ζωής τους και μπορεί ακόμα, όταν ήταν μεταξύ ενάμισι και πέντε ετών, να φρόντιζαν τα μικρότερα αδέλφια τους.
Οι περισσότεροι γύρω μας πιστεύουν ότι αυτοί οι άνθρωποι -τα παιδιά δηλαδή που έκαναν περήφανους τους γονείς τους- θα πρέπει να έχουν μια ισχυρή και σταθερή αυτοπεποίθηση. Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο. Τα πάνε καλά, συχνά πολύ καλά, σε οτιδήποτε κάνουν, οι άλλοι τους θαυμάζουν και τους ζηλεύουν και είναι επιτυχημένοι όποτε θέλουν να είναι – αλλά πίσω απ’ όλα αυτά παραμονεύει η κατάθλιψη, ένα αίσθημα κενού και αποξένωσης από τον ίδιο τους τον εαυτό και μια αίσθηση ότι η ζωή τους δεν έχει κανένα νόημα. Αυτά τα σκοτεινά συναισθήματα έρχονται στο προσκήνιο κάθε φορά που το ναρκωτικό των ιδεών μεγαλείου τους προδίδει, κάθε φορά που δεν βρίσκονται «στην κορυφή », που δεν είναι οι αναμφισβήτητοι «πρωταγωνιστές» ή που νιώθουν ξαφνικά ότι δεν κατόρθωσαν ν’ ανταποκριθούν ικανοποιητικά σε κάποια ιδεατή εικόνα ή σε κάποια πρότυπα. Τότε βασανίζονται από άγχος ή από βαθιά αισθήματα ενοχής και ντροπής. Γιατί αναστατώνονται όμως τόσο πολύ αυτοί οι ικανοί και προικισμένοι άνθρωποι;
Στην πρώτη συνέντευξη θα πουν στο θεραπευτή τους ότι είχαν γονείς γεμάτους κατανόηση ή ότι έτσι τουλάχιστον ήταν ο ένας από τους δύο. Αν έχουν επίγνωση του ότι οι άλλοι δεν τους καταλάβαιναν όταν ήταν παιδιά, νιώθουν πως το σφάλμα ήταν δικό τους και πως οφειλόταν στη δική τους ανικανότητα να εκφράζουν με τον κατάλληλο τρόπο τις επιθυμίες και τα συναισθήματά τους. Οι άνθρωποι αυτοί αφηγούνται τις πρώτες τους αναμνήσεις χωρίς να εκδηλώνουν την παραμικρή συμπάθεια για το παιδί που υπήρξαν κάποτε.
Αυτό δε που είναι αληθινά εκπληκτικό είναι το ότι αυτοί οι ασθενείς όχι μόνο έχουν μια πολύ μεγάλη ικανότητα ενδοσκόπησης, αλλά φαίνεται, ως ένα βαθμό, ότι μπορούν να κατανοούν συναισθηματικά αυτά που συμβαίνουν στους γύρω τους. Η πρόσβασή τους όμως στο συναισθηματικό κόσμο της δικής τους παιδικής ηλικίας έχει μπλοκαριστεί, και αυτά που τη χαρακτηρίζουν είναι η έλλειψη σεβασμού, ο καταναγκασμός τους να έχουν τον έλεγχο και να επηρεάζουν τις καταστάσεις, καθώς και η απαίτησή τους να έχουν πάντα επιτυχίες. Πολύ συχνά φαίνεται να περιφρονούν, να ειρωνεύονται, ακόμα και να περιγελούν και ν’ αντιμετωπίζουν με κυνισμό το παιδί που υπήρξαν κάποτε. Σε γενικές γραμμές δηλαδή τους λείπει εντελώς η πραγματική συναισθηματική κατανόηση ή η σοβαρή εκτίμηση των μεταστροφών της παιδικής τους ηλικίας και, τελικά, δεν αντιλαμβάνονται ούτε στο ελάχιστο τις πραγματικές τους ανάγκες – πέρα από την επιθυμία τους για επιτεύγματα. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν αρνηθεί την πραγματική τους ιστορία σε τέτοιο βαθμό που μπορούν εύκολα να διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι η παιδική τους ηλικία ήταν καλή.