Search
Close this search box.
Search
Close this search box.
Νίκος Καζαντζάκης Αναφορά στον Γκρέκο

Καζαντζάκης: «πες στον θεό δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο»

Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν ήταν απαρνητής της ζωής, είδε την ομορφιά του κόσμου και έτρεξε να την καταγράψει, να μη χαθεί.

Τα σημάδια στη γραφή του Καζαντζάκη είναι ορατά και έδωσαν τα χαιρετίσματα στον κόσμο που γέννησε ο θεός, αυτό που ονομάζουμε ως θεό, αυτό που χρεώνουμε σαν μουλάρι για όλα τα καμώματά μας πάνω στον κόσμο.

Η γραφή του Καζαντζάκη μού έλεγε ο παππούς μου ήταν ζυμωμένη με χώμα, κόκκαλα και ξύλο. Με αυτό το ξύλο έδερνε τους αρνητές της ζωής. Είναι αυτή η αδικαιολόγητη μεν αλλά υπαρκτή δε γονεϊκή βία.

Ίσως τη βία του πατέρα του ο Καζαντζάκης την μετουσίωσε στην πένα του, ίσως η ορμή του να ήταν κληρονομική υπόθεση που καλουπώθηκε με σκοπό να αναπτερωθεί και να γίνει κάτι υψηλότερο, κάτι που συρρέει στην κοίτη ενός υπερνοήματος.

Ο Καζαντζάκης αγάπησε τη μητέρα του όσο λίγοι: «τα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη»

 

Νίκος Καζαντζάκης, «Αναφορά στον Γκρέκο»
Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.

— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!

Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:

— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.

Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο τὸ χέρι μου πάγωσε.

— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.

—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε  τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ’το καλὰ στὸ νοῦ σου:

Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!

Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:

— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.

— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.

— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;

— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε’ εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.

— Φεύγεις; ἔκαμε ἄε στὸ καλό ὁ Θεὸς μαζί σου.

Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:

— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.

— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.

Καζαντζάκης: «Tίποτα γενναίο δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει αν δεν υποτάξει τη ζωή του σ’ έναν Αφέντη»

 

Φωτογραφία εξωφύλλου

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr