Search
Close this search box.
Search
Close this search box.

5 ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου συνυπάρχουν με τη μοναξιά

Ο Γιάννης Ρίτσος μέσα από τα ποιήματά του εντυπώσε στη συλλογική συνείδηση το ιερό δράμα της μοναξιάς.

Τα ποιήματα του Ρίτσου αγγίζουν ευαίσθητες χορδές του ανθρώπινου ψυχισμού και μας φέρνουν αντιμέτωπους με το ερώτημα: Μοναχοί πορευόμαστε στη ζωή; Ποιος μπορεί να παραβιάσει αυτό το θεϊκό δημιούργημα της ακλόνητης πίστης πως γεννιομαστε και πεθαίνουμε μόνοι; Ίσως η ζωή είναι το μόνο διάστημα στην πορεία μας, μεταξύ γέννησης και θανάτου, που έχουμε την ευκαιρία να βιώσουμε την έννοια του «συνυπάρχω». Αυτό κι αν είναι θαύμα!

Γιάννης Ρίτσος: «Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει ἡ ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω…»

5 ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου

Γιάννης Ρίτσος ποιήματα

Αυτόπτης Μάρτυρας
Εγώ τους είδα -λέει- τους δύο διαρρήκτες πίσω απ΄τις
γρίλιες
να παραβιάζουν την απέναντι πόρτα -δε φώναξα διόλου
είχε φεγγάρι. Φαίνονταν καθαρά τ΄αντικλείδια τους
και τα στολίδια του γύψου στον τοίχο. Περίμενα πρώτα
να φωνάξουνε οι άλλοι από δίπλα. Κανένας δεν φώναξε.

Έφυγα απ΄το παράθυρο, κάθησα στην καρέκλα, ακούμπησα
το μέτωπό μου στο μάρμαρο του τραπεζιού, και θαρρώ
αποκοιμήθηκα, πλάι στο φτωχό μελανωμένο χέρι
του παιδιού που δεν προβιβάστηκε. (…)
Τα χαράματα μου χτυπησαν
την πόρτα. Ηταν οι δυο διαρρήκτες
κρατώντας δυο ωραίες ανθοδέσμες.Μπήκα στην κουζίνα
να βάλω τα λουλούδια στο νερό. Γυρίζοντας πίσω
μ΄ένα βάζο στο καθένα μου χέρι, δεν τους βρήκα.

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος 
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ’ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη

τόσο θετική σάν μεταφυσική
πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις
πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ’ ἡ φθορά του.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα,
κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ
μου
σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν,
κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ’ αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος

νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου,
κ’ ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις
κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου,
(δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου — ἡ λύπη μου
εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ’ ἡ καρδιά μου).
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.
Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. (απόσπασμα)

Επιτέλους
Πριν από εσένα ήσουν εσύ; Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας. Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι πέταξα το ποτήρι απ΄το παράθυρο. Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».

Τ’ άσπρα βότσαλα
Ετούτα τ΄άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες καταδύσεις τ’ ανέβασες. Με τι στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι΄αυτό λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια ν΄αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.

Σάρκινος λόγος

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.

Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.

Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.

Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.

Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.

Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.

Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.

Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.

Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.

Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.

Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.

Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.

Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.

Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.

Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.

Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.

Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.

Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.

Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.

Όταν ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε ένα ποίημα για την κόρη του: «Κοιμήσου, κοριτσάκι. Είναι μακρύς ο δρόμος.»

Φωτογραφία εξωφύλλου 

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr