Σε κάθε πολιτισμό, σε αμέτρητες εποχές, οι ποιητές προσπάθησαν να συλλάβουν το απερίγραπτο με τις λέξεις τους. Ανάμεσα στα πιο βαθιά θέματα των στοχασμών τους είναι η μορφή της Παναγίας – σύμβολο αγνότητας, συμπόνιας και θεϊκής χάρης.
Δεν είναι μόνο μια κεντρική μορφή της χριστιανικής πίστης αλλά και μια διαρκής μούσα που έχει εμπνεύσει τους ποιητές να εξερευνήσουν τα βάθη της ανθρώπινης αφοσίωσης, τις πολυπλοκότητες της πίστης και την ομορφιά του θείου θηλυκού.
Οδυσσέας Ελύτης, «Τα ονόματα της Παναγίας»
«Λίγο για μια στιγμή να παίξεις πάνω στην κιθάρα σου
Ε, ε, Χρυσομαλλούσα/ ε, ε, Χρυσοσκαλίτισσα
Να ξεπετιέται πάλι το βουνό με τ’ άσπρο σπίτι στην πλαγιά
τ’ άλογο με τα δύο φτερά/ και η άγρια φράουλα της θάλασσας
Λάμπουσα και Κανάλα μου και Παραπόρτιανή μου
θα δεις την πράσινη ψαρόβαρκα σκαμπανεβάζοντας να χάνεται
μέσα στ’ αραποσίτια
τον Μήτσο με τις τρίχες και με τ’ αλυσιδάκι στο λαιμό
Ε, Παναγιά Τα Μάγκανα/ ε, Παναγιά Τόσο Νερό
Να βλαστημάει και ν’ ανεβάζει ανίδεος μες στα δίχτυα του
τέσσερα – πέντε αρχαία ελληνικά
το τέλλεσθε και το νηυσί, το μέλεα και το κρίναι σα
Καρυστιανή κι Ακλειδιανή/ Δαφνιώτισσα κι Αργιώτισσα
Που μια στιγμή τα παίζεις πάνω στην κιθάρα σου
κι απ’ τ’ αναμμένο πέλαγο αντικρύ σου ακούς
Έι, Κρουσταλλένια, έι Δροσιανή/ έι Παναγιά του Νίκους
Να σχίζεται στα δύο τ’ ουρανού το καταπέτασμα
κι ένας παμπάλαιος έφηβος απαράλλαχτος εσύ
να κατεβαίνει- κοίτα:
Στα κύματα μ’ ένα καμάκι ορθός και στους αφρούς να πλέει
Σπηλιώτισσα και Μερσινιά και Θαλασσίστρα μου έι!»
«Η Παναγία των Κοιμητηρίων», Οδυσσέας Ελύτης
Πέτρες επήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα
Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ’ όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε
Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα ‘κανα παραγγελιά
Τις πόρτες τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου
Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα
Έλα Κυρά και Παναγιά
με τ’ αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στο Θάνατο.
Νίκος Καζαντζάκης, Τυπικάρης – (Απόσπασμα)
Παρθένα Μάνα, που σαν πνεύμα ο σπόρος έπεσε
στο ανέγγιχτο κορμί σου και σαρκώθη ο Λόγος,
το απάρθενο τρυγώντας σπλάχνο σου, σα βρέφος!
Ω, Δέσποινά μου Υποταγή, τον πόνο δέξου τον
και Συ, σαν το σταυρό, και γείρε το κεφάλι
με υπομονή, κατά γης, χαμογελώντας –
να μην πνιγεί, Κυρά, στα κλάματά Σου ο κόσμος!
Εσύ ’σαι η κιβωτός, που σαν αυγό στην άβυσσο
λαμποκοπάς και πλες στου Θεού τα σκοτεινά
νερά, τα σπέρματα όλα μέσα σου φρουρώντας.
Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι
κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας,
στον άγριο ουρανό τρεμάμενη ανεβαίνεις
κι αχνογελώντας στέκεσαι πλάι στο γυιό Σου.
Εσύ ’σαι το ανθισμένο το κλαρί στην άβυσσο
της δύναμής Του· εσύ ’σαι ο στοχασμός ο πράος
μέσ’ στο φλεγόμενο καμίνι της οργής Του.
Νίκος Καρούζος, «Ora Et Labora»
Βουρ στα ζωύφια λατινικά.
Παναγία θεοτόκε νοικοκυρά μου
μη μ’ αφήνεις ανυπεράσπιστο στα σκυλιά
με τόσες όμορφες εικόνες σου
σ’ αυτό το σκουπιδότοπο (στο ύψος Παρθενώνας).
Θα συνεχίσω την ποίηση μονάχα για πλάκα
θα την κάνω κουρμπάνι
στα γοερά μου πεύκα κρεμαντούλα
ενάντια στου χρόνου την εφεύρεση
δοξάζοντας το πληγωμένο μάλαμα: τη μοναξιά μου
στα νόστιμα ερέβη που με περιμένουν
εκείθε απ’ τα κωμικά σας έαρα
προς τα ερείπια του σύμπαντος μονήρη
προς του νερού την κρέμαση στα βάραθρα
– μιαν ασώματη ρητορεία.
Τι τα ‘θελε και τα ‘φερνε τα γράμματα
ο Δαναός στην Αργολίδα.
Μόνον αυτοί που τρέφουν όνειρα απολαμβάνουν
την πραγματικότητα.
Κωστής Παλαμάς, «Η Παναγιά στην κόλαση»
«Το άρμα ξεκινάει, το σέρνουν/ πνεύματα χερουβικά,
λάμπει η Παναγιά στην Κόλαση./ ” Έλεος, Λιόκαλη Κυρά!”
Ω οι δαρμοί των κολασμένων/ μες στην αβυσσόθρεφτη φωτιά…
Κι έξαφνα γρικιέτ’ ένα παράπονο/ και περήφανα ξεσπά:
“Ειμ’ εγώ που λάτρεψα τον ήλιο, / γι’ αυτό μ’ άρπαξε και η Νύχτα;
Πες μου Λιόκαλη Κυρά!/ Της ζωής το φως που βύζαξα
μου ’γινε αγκαλιά της Κόλασης/ και φιλί του Σατανά;».
Γιάννης Ρίτσος, «Από Το Όνειρο Καλοκαιρινού Μεσημεριού»
Όταν περνούσε η Παναγία σιωπηλή κάτου απ’ τα δέντρα
κανένας δεν την άκουσε
Τα σκυλιά δε γαυγίσαν στις αυλόπορτες.
Μονάχα τα τριζόνια τη χαιρέτισαν,
κι ένα μεγάλο αστέρι χτύπησε
σε μια χορδή κάποιο άγνωστο τραγούδι
που τ’ ακούσαν μόνο τα παιδιά στον ύπνο τους
και γύρισαν απ’ τα’ άλλο τους πλευρό χαμογελώντας.
Κώστας Βάρναλης, «Οι πόνοι της Παναγιάς»
Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας.
Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.
Σπιτάκι μου στανάχωρο, και κάμαρά μου χαμηλή!
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω.
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή,
ο πόνος, που με κυνηγά, θενά με φέρει πίσω.
Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πέφκος ο βαθύς,
όσο που μπάρσαμο πικρό στα φύλλα του να σουρωθείς,
μέσα σου χώνομαι κι εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου.
Αχ, χάηδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής,
πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!
Σαν καρδερίνα του Μαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά,
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά,
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει,
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω εβωδερά
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.
Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι,
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ,
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ν’ αγόρι.
…
Κάνε ψαρά, πεζόβολο στ’ ακροθαλάσσι να πετάς·
κάνε σε κάδο τρυγητή γλυκά σταφύλια να πατάς·
κάνε γκαμήλες να ποτίζεις σ’ έρημο πηγάδι·
καν’ αναγνώστη στο Ναό να ψέλνεις και να θυμιατάς —
πού σ’ είδα, γνώριμη αστραψιά στου νου μου το σκοτάδι;
Είσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές,
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες·
κάτι στο χέρι κράταγες, γιά φλάμπουρο γιά κρίνο
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!—
ό, τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.
Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος ναν το δει!
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αβγή – βραδύ,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενα σπαράξεις.
Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταβρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο…—
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
Κική Δημουλά
Το τοπίο ομαλά κυλάει απ’ τις γύρω κορφές
κι εκβάλλει στο παράθυρό μου.
Οι πιο ψηλές κορφές ων πεύκων εξέχουν
κι είναι σαν τα παιδιά που παίρνουνε στον ώμο
στις παρελάσεις για να βλέπουν:
Η Παναγιά η Ελευθερώτρια
τραβάει κουπί μέσα στην πάχνη,
κι η καμπάνα ξεχνάει να πει άφες αυτοίς.
Τα πουλιά ωραία σκορπίζονται
στην απλή των φτερών τους θρησκεία,
κι ο Υμηττός στο μισομπλέ μυστικισμό του
απωθεί την χωμένη στα πόδια του
Μαγδαληνή ομίχλη.
Ωκεανίδες – Δελφικές Γιορτές (1930)
Κωνσταντίνος Καβάφης – «Δέησις»
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη-
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει
Στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν’ καλοί οι καιροί-
Και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλ’ ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή
Η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.
Νικηφόρος Βρεττάκος, «Η χαρά της Παναγιάς»
Η Παναγιά χτενίζει τα χρυσά της μαλλιά
στο μικρό της παράθυρο
μια
θαλασσιά πεταλούδα πετά γύρω απ’ τη μια της
πλεξούδα που κρέμεται.
Βασιλεύει ο ήλιος,
Ο Ιωσήφ ανεβαίνει πιο ψηλά να της κόψει
ένα κόκκινο άνθος.
Τάκης Βαρβιτσιώτης – «Ταπεινός αίνος προς την Παρθένο Μαρία»
Αχτίδα εσύ του ρυακιού
Σύσκιο πασίχαρο κρινάκι
Ζεστό φτερό περιστεριού
Στο πέτρινό μας το σπιτάκι.
Ω Παναγίτσα ηλιόκαλη δική μας
Παρηγοριά μας και καταφυγή μας.