Ο Μάνος Χατζιδάκις, στο συγκλονιστικό αφήγημά του ξετυλίγει το κουβάρι της πρώτης συνάντησης με αυτόν τον εχθρό. Είναι μια ιστορία που ξεκινάει μια συνηθισμένη μέρα, μέσα στους συνηθισμένους τοίχους ενός σχολείου, αλλά εξελίσσεται σε μια εξαιρετική αποκάλυψη ενός αγώνα ζωής.
Ο εχθρός, που ενσαρκώνεται σε έναν ψηλό συμμαθητή με στραβή μύτη και ξεθωριασμένα μαλλιά, αναδύεται όχι μόνο ως παιδικός νταής, αλλά ως σύμβολο μιας διαρκούς παρουσίας που σκιάζει την ύπαρξή μας.
Στις σκιές της παιδικής μας ηλικίας, όπου σπέρνονται οι σπόροι του μελλοντικού μας εαυτού, παραμονεύει μια οντότητα που σπάνια αναγνωρίζουμε. Αυτή η οντότητα, ο «εχθρός», δεν γεννιέται από συγκυρίες ή τυχαία γεγονότα- είναι μια πανταχού παρούσα δύναμη, μια ύπουλη παρουσία που παρακολουθεί και περιμένει. Είναι μέσα στα όρια των πρώτων μας αναμνήσεων, στις αγιασμένες αίθουσες των σχολείων μας, που συναντάμε για πρώτη φορά αυτόν τον αντίπαλο.
«ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ» Μάνος Χατζιδάκις – Εκδόσεις: ΕΞΑΝΤΑΣ
Ο εχθρός γεννιέται, δεν γίνεται. Μας παρακολουθεί άπ’ το σχολείο, σαν ήμασταν παιδιά, κι επιζητεί τον εξαφανισμό μας.
Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ’ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
-Πώς λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι.
-Βασίλης, του απαντώ.
-Και που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.
-Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φανούν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:
-Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός.
Και μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, που με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ.
Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται.
Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.
-Μ.Χ.