Ο Μαρία Ρίλκε (1875-1926) είναι μια από τις σημαντικότερες μορφές της γερμανόφωνης λογοτεχνίας των αρχών του 20ού αιώνα.
Το ποιητικό του έργο, που χαρακτηρίζεται από τη βαθιά διερεύνηση υπαρξιακών θεμάτων και μεταφυσικών αναζητήσεων, εξακολουθεί να γοητεύει τους αναγνώστες παγκοσμίως με το λυρισμό, το βάθος και τη φιλοσοφική του διορατικότητα.
Γεννημένος στην Πράγα, που τότε ανήκε στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, η ανατροφή του Ρίλκε σημαδεύτηκε από την αίσθηση του εκτοπισμού και της πολιτισμικής υβριδικότητας. Τα πρώτα του χρόνια διαμορφώθηκαν από την ένταση μεταξύ της γερμανικής του κληρονομιάς και των σλαβικών επιρροών του περιβάλλοντός του, μια δυναμική που θα εκδηλωθεί αργότερα στην ποίησή του μέσα από θέματα ταυτότητας, αποξένωσης και ανήκειν.
Τα διαμορφωτικά χρόνια του Ρίλκε σημαδεύτηκαν επίσης από περιόδους έντονης πνευματικής και καλλιτεχνικής εξερεύνησης, κατά τη διάρκεια των οποίων καταπιάστηκε με ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη, τη θνητότητα και τη φύση της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εσωτερικής αναταραχής και υπαρξιακής αναζήτησης αναδύθηκε η ποιητική φωνή του Ρίλκε – μια φωνή που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία, ενδοσκόπηση και ακλόνητη αναζήτηση της αλήθειας. Μέσα από την ποίησή του, ο Ρίλκε προσπάθησε να διαπεράσει το πέπλο της εμφάνισης και να δει την υποκείμενη ουσία της ύπαρξης, εξερευνώντας τα μυστήρια του έρωτα, του θανάτου και της ανθρώπινης ψυχής με μια σπάνια ένταση και διαύγεια όρασης.
Κεντρική θέση στην ποιητική φιλοσοφία του Ρίλκε κατέχει η έννοια των “Ελεγεών του Ντουίνο”, ένας κύκλος δέκα ελεγειακών ποιημάτων που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου βαθιάς πνευματικής κρίσης.
Σε αυτές τις ελεγείες, ο Ρίλκε παλεύει με την υπαρξιακή αγωνία της σύγχρονης εποχής, θρηνώντας την παροδικότητα της ζωής και την αδυναμία των ανθρώπων να κατανοήσουν πλήρως το μέγεθος της ύπαρξής τους.
Ωστόσο, μέσα στο σκοτάδι και την απελπισία, υπάρχει επίσης μια βαθιά αίσθηση θαυμασμού και σεβασμού για την ομορφιά του κόσμου – μια ομορφιά που ο Ρίλκε βλέπει ως εύθραυστη και αιώνια, στοιχειωδώς φευγαλέα αλλά πάντα παρούσα.
Παρουσιάζοντας ένα απόσπασμα από το έργο του Ρίλκε μας επιτρέπει να δούμε το βάθος και την πολυπλοκότητα του ποιητικού του οράματος – ένα όραμα που υπερβαίνει τα όρια του χρόνου και του χώρου, καλώντας μας να αναλογιστούμε τα μυστήρια της ύπαρξης και την αιώνια λαχτάρα της ανθρώπινης ψυχής.
Διερευνώντας το “Γνωρίζω ότι δεν γνωρίζω τίποτα” του Σωκράτη
Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» – Εκδόσεις ΚΙΧΛΗ, Μετάφραση ΙΣΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
«Θα είναι δύσκολο για κάποιον να με πείσει πως η ιστορία του Ασώτου δεν είναι ο θρύλος κάποιου που δεν ήθελε να αγαπηθεί.
Όταν ήταν παιδί όλοι τον αγαπούσαν στο σπίτι του.
Μεγάλωσε μη γνωρίζοντας τίποτ’ άλλο, γιατί είχε συνηθίσει την τρυφερότητα της καρδιάς τους.
Όμως το αγόρι ήθελε να απαλλαγεί από τις συνήθειές του.
Δεν μπορούσε να το πει, αλλά, ακόμα και όταν τριγυρνούσε όλη την ημέρα, δεν ήθελε να τον ακολουθούν ούτε τα σκυλιά, επειδή κι αυτά του έδειχναν αγάπη»
«Πολύ αργότερα θα θυμηθεί πόσο αποφασισμένος ήταν εκείνη την εποχή να μην αγαπήσει ποτέ, για να μην φέρει κανέναν στη φοβερή θέση να αγαπηθεί.»
«Η εσωτερική του γαλήνη ήταν τόσο μεγάλη που αποφάσισε να ολοκληρώσει αναδρομικά όλα εκείνα που δεν μπόρεσε παλιότερα να πραγματοποιήσει, γι’ αυτό τα είχε αφήσει να περιμένουν.
Αναπόλησε προπάντων τα παιδικά του χρόνια, που όσο πιο πολύ τα έφερνε στο νου του τόσο πιο ημιτελή του φαίνονταν• όλες του οι αναμνήσεις είχαν την ασάφεια των προαισθημάτων και, επειδή ανήκαν στα περασμένα, έμοιαζαν λες και ήταν σχεδόν μελλοντικές.
Για να τα επεξεργαστεί όλα αυτά σε μεγάλο βάθος, πήρε την απόφαση να επιστρέψει ως ξένος στο σπίτι του.
Δεν γνωρίζουμε αν παρέμεινε ξέρουμε μόνο πως επέστρεψε.»