Ο Έσσε προτείνει ότι η γνήσια αγάπη δεν έχει τις ρίζες της σε μια αίσθηση έλλειψης ή ανάγκης, αλλά μάλλον σε μια βαθιά σύνδεση που υπερβαίνει τις υλικές ή συναισθηματικές ελλείψεις.
Μέσα από συγκλονιστικές εικόνες και φιλοσοφική ενδοσκόπηση, προκαλεί τους αναγνώστες να επανεξετάσουν τις αντιλήψεις τους για την αγάπη και να αγκαλιάσουν τη μεταμορφωτική δύναμη που ενυπάρχει στην αυθεντική σύνδεση και την αυτογνωσία
Η εναρκτήρια διαπίστωση, “Η αληθινή αγάπη δεν γεννιέται από τη στέρηση”, δίνει τον τόνο για μια συζήτηση σχετικά με τις πολυπλοκότητες της αγάπης. Αυτή η έννοια αμφισβητεί τις κοινές ρομαντικές αντιλήψεις για την αγάπη, προτρέποντας τους αναγνώστες να αναλογιστούν τις βαθύτερες διαστάσεις της στοργής και της οικειότητας.
Ο Έσσε χρησιμοποιεί ζωντανές εικόνες για να απεικονίσει τη δυναμική των διαπροσωπικών σχέσεων. Παρομοιάζει τα άτομα που προκαλούν αρνητικά συναισθήματα μέσα μας με καθρέφτες που αντανακλούν πτυχές του εαυτού μας τις οποίες μπορεί να προτιμάμε να αρνούμαστε ή να παραβλέπουμε. Αυτή η ενδοσκοπική προοπτική ενθαρρύνει τους αναγνώστες να αντιμετωπίσουν τις δικές τους ανασφάλειες και προβολές, αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα προσωπικής ανάπτυξης που κρύβεται μέσα σε στιγμές δυσφορίας ή σύγκρουσης.
Η προειδοποίηση του Καμύ: «Ο σκλάβος ξεκινά ζητώντας δικαιοσύνη και καταλήγει…»
Allan Percy, “Έρμαν Έσσε: 66 μαθήματα καθημερινής σοφίας”, εκδόσεις Πατάκη.
Η αληθινή αγάπη δε γεννιέται από τη στέρηση
Όταν νομίζουμε ότι πλήττουμε με κάποιον, είναι γιατί κατέχει κάτι που μας αγγίζει βαθιά και μας προκαλεί δυσφορία. Αυτός ο κάποιος γίνεται καθρέφτης για κάτι που υπάρχει μέσα μας και δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Αλλιώς δεν θα μας ενοχλούσε τόσο. Έτσι, ο μεν τσιγκούνης υπομένει την τσιγκουνιά των άλλων με περισσότερη ένταση από οποιονδήποτε, ο δε αδιάκριτος τσαντίζεται υπερβολικά όταν υφίσταται την αδιακρισία. Το πρόσωπο που μισούμε είναι καθρέφτης μας και, συνεπώς ένας πνευματικός δάσκαλος που δεν πρέπει να υποτιμάμε.
Η δύναμη της αγάπης, σαν το νερό, έγκειται στην προσαρμοστικότητά της στο μέσο όπου ζει. Αν αυτό μεταφερθεί στην καθημερινή ζωή, ο ικανός να αγαπήσει -όχι μόνο έναν άλλο άνθρωπο αλλά και ένα σχέδιο- σμιλεύεται στις δυσκολίες ώστε να αποκομίσει το καλύτερο σε κάθε κατάσταση.
Το παιδί πρέπει να εγκαταλείψει την παιδική ηλικία του, την αθωότητα του ώστε με αυτόν τον τρόπο να μεταμορφωθεί σε ενήλικα. Αυτά τα τελετουργικά μετάβασης συνεπάγονται πάντα το να αποβάλει κανείς το πρότερο εγώ του ώστε να επιτρέψει στο καινούργιο εγώ να γεννηθεί.
Τα παιδιά τα τρομάζει το σκοτάδι γιατί νομίζουν ότι ανάμεσα στις σκιές κρύβεται κάποιο τέρας, κάτι άγνωστο που μπορεί να τους επιτεθεί. Κατά τον ίδιο τρόπο, τους ενήλικες τους τρομάζει το άγνωστο γιατί συνεπάγεται αλλαγή, ρίσκο, αβεβαιότητα. Μας προκαλεί φόβο το καινούργιο γιατί αν αποτύχουμε ξέρουμε ότι θα ακούσουμε τη φράση: «Εγώ σου το είχα πει».
Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να δείχνουν κάτι που δεν είναι, είτε γιατί νομίζουν πως αυτό θέλουν οι άλλοι είτε γιατί δεν τους αρέσει το πώς είναι. Είναι εξαρτημένοι από τη γνώμη των άλλων και χρειάζονται απελπισμένα την επιδοκιμασία τους. Όμως, η αληθινή αγάπη δε γεννιέται από τη στέρηση, με το να περιμένουμε να καλύψει ο άλλος τα εσωτερικά μας κενά ή να μας πει τι πρέπει να κάνουμε. Αγαπάμε κάτι αληθινά μόνο αποδεχόμενοι αυτό που είναι.
Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι ένας δρόμος προς τον εαυτό του, το πρόπλασμα ενός δρόμου ,το προσχέδιο ενός μονοπατιού. Κανένας άνθρωπος δεν έφτασε να είναι εντελώς ο εαυτός του· ωστόσο, οι πάντες φιλοδοξούν να το κατορθώσουν, άλλοι στα τυφλά, άλλοι με περισσότερο φως, ο καθένας όπως μπορεί.