Το έργο του Τσέχωφ “Οι Μεγαλομάρτυρες της Πρωτοχρονιάς” βυθίζει τους αναγνώστες σε ένα παράδοξο μωσαϊκό, όπου το καθημερινό και το ασυνήθιστο μπλέκονται σαν εραστές σε έναν παράνομο χορό.
Με φόντο την τελευταία παραμονή της χρονιάς, η ιστορία υφαίνει έναν σουρεαλιστικό μύθο που μαγεύει τον αναγνώστη. Οι Μεγαλομάρτυρες δεν εμφανίζονται ως ουράνια όντα με φωτοστέφανο αλλά ως εφήμερες ψυχές παγιδευμένες στις χρονικές περιπλοκές της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Η πεζογραφία του Τσέχωφ ζωγραφίζει έναν κόσμο όπου το χτύπημα του ρολογιού αντηχεί σαν μακρινό μοιρολόι, με κάθε χτύπημα να είναι μια καμπάνα για χαμένες στιγμές.
Οι χαρακτήρες, ούτε εντελώς ζωντανοί ούτε εντελώς αποθανόντες, περιηγούνται σε ένα ονειρικό τοπίο όπου οι αποφάσεις μεταμορφώνονται σε στοιχειωμένους απόηχους ανεκπλήρωτων υποσχέσεων. Η αφήγηση του Τσέχωφ αψηφά το προβλέψιμο, θολώνοντας τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Οι Μεγαλομάρτυρες γίνονται αιθέριοι οδηγοί στον οριακό χώρο ανάμεσα στο τέλος ενός έτους και την αρχή ενός άλλου, προσκαλώντας τους αναγνώστες να αντιμετωπίσουν τα φαντάσματα των δικών τους προσδοκιών.
Σε αυτό το άτυπο τσεχοφικό παραμύθι, “Οι Μεγαλομάρτυρες της παραμονής της Πρωτοχρονιάς” αναδεικνύεται σε μια απόδειξη της ικανότητας του δασκάλου να υπερβαίνει τις συμβάσεις, αφήνοντας τους αναγνώστες μαγεμένους στο νεφελώδες έδαφος του ανθρώπινου πνεύματος.
5 ποιήματα για τον Ιανουάριο που «βρέχουν» χειμωνιάτικους ανθούς
“Οι Μεγαλομάρτυρες της Πρωτοχρονιάς” του Τσέχωφ
Στους δρόμους κόλαση σε χρυσή κορνίζα. Αν δεν ήταν η γιορτινή έκφραση στα πρόσωπα των οδοκαθαριστών και των πολιτσμάνων, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι στην πρωτεύουσα μπαίνουν οι εχθροί. Πηγαινοέρχονται τρίζοντας και θορυβώντας τα γιορτινά έλκηθρα και οι άμαξες… Στα πεζοδρόμια τρέχουν οι επισκέπτες με τη γλώσσα έξω και τρίβοντας τα μάτια τους… Τρέχουν με τόση ορμή, που, έτσι και άρπαζε η γυναίκα του Πεντεφρία κανένα βιαστικό κρατικό υπάλληλο από την ουρά του φράκου, θα της έμενε στο χέρι όχι μόνο το φράκο, αλλά και όλη η πλευρά με τα συκώτια του και τη σπλήνα μαζί…
Ξάφνου ακούγεται η διαπεραστική σφυρίχτρα του αστυνομικού. Τι έγινε; Οι οδοκαθαριστές παρατούν τα πόστα τους και τρέχουν προς τα εκεί που ακούστηκε το σφύριγμα…
«Διαλυθείτε! Κάντε πιο πέρα! Δεν υπάρχει λόγος να στέκεστε εδώ! Δεν είδατε ποτέ σας νεκρό; Τι κόσμος κι αυτός…»
Μπροστά σε μια πόρτα, πάνω στο πεζοδρόμιο, κείτεται ένας άνθρωπος, καλοντυμένος, με μια γούνα κάστορα και καινούργιες λαστιχένιες γαλότσες… Δίπλα στο φρεσκοξυρισμένο πρόσωπό του, κάτασπρο σαν νεκρού, είναι τα σπασμένα του γυαλιά. Η γούνα είναι ανοιχτή στο στήθος και το πλήθος διακρίνει ένα μέρος του φράκου και το παράσημο τρίτου βαθμού, το «Στανισλάφ». Το στήθος ανασαίνει αργά και βαριά, τα μάτια είναι κλειστά…
«Κύριε!» σκουντάει ο πολιτσμάνος τον κρατικό υπάλληλο. «Κύριε, δεν επιτρέπεται να ξαπλώνετε εδώ! Αξιότιμε κύριε!»
Αλλά ο κύριος ούτε μιλάει ούτε κουνιέται… Αφού ασχολήθηκαν μαζί του πέντε λεπτά, χωρίς να τον συνεφέρουν, τα όργανα της τάξης τον βάζουν σε μια άμαξα και τον μεταφέρουν στις Πρώτες Βοήθειες της αστυνομίας.
«Ωραία παντελόνια!» λέει ο πολιτσμάνος, βοηθώντας το νοσοκόμο να ξεντύσει τον ασθενή. «Πρέπει να κάνουν κάνα εξάρι ρούβλια! Και το γιλέκο δεν είναι άσχημο… Αν κρίνουμε από τα παντελόνια, πρέπει να είναι από τους ευκατάστατους…»
Στο Πρώτων Βοηθειών, ξαπλωμένος μιάμιση ώρα, κι έχοντας πιει ολόκληρο φιαλίδιο βαλεριάνας, ο κρατικός υπάλληλος ανακτά τις αισθήσεις του… Θα μάθουν ότι είναι ο τιτλούχος σύμβουλος Γκεράσιμ Κουζμίτς Σινκλετέγεφ.
«Πού πονάτε;» τον ρωτάει ο αστυνομικός γιατρός.
«Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος…» μουρμουρίζει εκείνος, κοιτάζοντας ηλίθια το ταβάνι και βαριανασαίνοντας.
«Επίσης… Όμως… πού πονάτε; Γιατί πέσατε; Για θυμηθείτε! Ήπιατε κάτι;»
«Ό… όχι…»
«Τότε γιατί αδιαθετήσατε;»
«Παλάβωσα… Έκανα… έκανα επισκέψεις…»
«Θα πρέπει να κάνατε πολλές επισκέψεις!»
«Όχι… όχι, όχι πολλές… Μετά τη λειτουργία… ήπια το τσάι μου και πήγα στον Νικολάι Μιχαήλιτς… Εκεί, βεβαίως, υπέγραψα… Μετά από κει πήγα στην Οφιτσέρκαγια… στον Κατσάλκιν… Επίσης υπέγραψα… Θυμάμαι ακόμη ότι στο χολ με φύσηξε ένα ρεύμα… Από τον Κατσάλκιν πήγα στη Βίμπορσκαγια, στον Ιβάν Ιβάνιτς… Υπέγραψα…»
«Φέρανε κι άλλον υπάλληλο!» ανέφερε ο πολιτσμάνος.
«Από τον Ιβάν Ιβάνιτς», συνεχίζει ο Σινκλετέγεφ, «πετάχτηκα μέχρι τον έμπορο Χριμόβ, να τον χαιρετήσω… Μπήκα… καθόταν όλη η οικογένεια… μου προσέφεραν να πιω για τη γιορτή… Πώς να μην πιεις; Θα τους προσβάλεις αν δεν πιεις… Ε, ήπια τρία ποτηράκια… τσίμπησα και λίγο σαλάμι… Από εκεί έφυγα για την άλλη άκρη της Πετρούπολης, για τον Λιχοντέγεφ… Καλός άνθρωπος…»
«Όλα αυτά με τα πόδια;»
«Με τα πόδια… Υπέγραψα στον Λιχοντέγεφ… Έπειτα, έφυγα για την Πελαγία Εμιλιάνοβνα… Εκεί, με κράτησαν για πρωινό και με φίλεψαν καφέ. Ο καφές με ζάλισε, πρέπει να με χτύπησε κατευθείαν στο κεφάλι… Από την Πελαγία Εμιλιάνοβνα πήγα στον Ομπλεούχοφ… Τον Ομπλεούχοφ τον λένε Βασίλη, έχει τη γιορτή του, λοιπόν. Να μη φας γλυκά σε κάποιον που γιορτάζει, είναι προσβολή…»
«Έφεραν ένα στρατιωτικό εν αποστρατεία και δυο υπαλλήλους!» αναφέρει ο πολιτσμάνος…
«Έφαγα ένα κομμάτι γλυκό, ήπια βότκα και πήγα στη Σαντοβάγια, στον Ιζιούμοφ… Στον Ιζιούμοφ ήπια κρύα μπίρα… και με πείραξε ο λαιμός μου… Από τον Ιζιούμοφ στον Κόσκιν, μετά στον Καρλ Κάρλιτς… κι από κει στο θείο μου τον Πιοτρ Σεμιόνιτς… Η ανιψιά μου η Νάστια με κέρασε καυτή σοκολάτα… κατόπιν πέρασα από τον Λιάπκιν… όχι, λάθος, όχι στον Λιάπκιν, αλλά στην Ντάρια Νικοντόμοβνα. Από αυτήν πια, στον Λιάπκιν… Και παντού ένιωθα μια χαρά… Μετά πήγα στον Ιβάνοφ, τον Κουρντιουκόφ και τον Σίλερ, πήγα στο συνταγματάρχη Ποροσκόφ, κι εκεί επίσης ένιωθα καλά… Και από τον έμπορο Ντιούτκιν πέρασα… Επέμενε να πιω κονιάκ και να φάω λουκάνικο με λάχανο… Ήπια τρία ποτηράκια… έφαγα δυο λουκάνικα, και πάλι εντάξει… Μόνο που να, όταν βγήκα από τον Ριζόφ, ένιωσα στο κεφάλι… λάμψη… αδυναμία… Δεν ξέρω γιατί…»
«Εξαντληθήκατε… Ξεκουραστείτε λίγο, και θα σας στείλουμε ύστερα στο σπίτι σας…»
«Δεν μπορώ να πάω σπίτι…» βογκάει ο Σινκλετέγεφ. «Πρέπει ακόμη να περάσω από το γαμπρό μου, τον Κουζμά Βασίλιτς… από τον εκτελεστικό σύμβουλο… από τη Ναταλία Εγκόροβνα… Υπάρχουν ακόμα πολλοί που δεν πήγα…»
«Και δεν πρέπει να πάτε».
«Δεν μπορώ… Πώς γίνεται να μην τους ευχηθώ για την καινούργια χρονιά; Πρέπει… Αν δεν περάσω από τη Ναταλία Εγκόροβνα είναι σαν να μη θέλω τη ζωή μου… Αφήστε με τώρα να φύγω, κύριε γιατρέ, μη με κρατάτε…»
Ο Σινκλετέγεφ σηκώνεται και πάει να πάρει τα ρούχα του.
«Στο σπίτι να πάτε», λέει ο γιατρός, «αλλά για επισκέψεις ούτε να το σκέφτεστε…»
«Δεν πειράζει, ο Θεός θα με βοηθήσει…» αναστενάζει ο Σινκλετέγεφ. «Θα τα καταφέρω σιγά σιγά…»
Ο υπάλληλος ντύνεται αργά, τυλίγεται στη γούνα και παραπατώντας βγαίνει στο δρόμο.
«Έφεραν πέντε ακόμη υπαλλήλους!» αναφέρει ο πολιτσμάνος. «Πού να τους ακουμπήσω;»
Διαβάστε κι άλλα λόγια δημιουργών που αγαπήσαμε:
Μια φράση της Κικής Δημουλά που «χτύπησε» τη ψυχή μας
Το κουκλόσπιτο του Ερρίκου Ίψεν σε μια κοινωνία μετασχηματισμού (απόσπασμα)
10 αποφθέγματα – φυλαχτό του πολυδιάστατου Σαίξπηρ
3 κομβικά διδάγματα από τον Μικρό Πρίγκιπα
10 σοφά λόγια του Άρθουρ Μίλερ απ’ τη ζωή και την πένα του