Ο Ντύλαν Τόμας, ένας επαναστατημένος Ουαλός, δημιούργησε μερικά από τα πιο συγκλονιστικά ποιήματα της εποχής του, θέτοντας σημείο αναφοράς για τους ποιητές στην Αγγλία και την Αμερική.
Ο Ντύλαν Τόμας, που γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1914 στο Σουάνσι της Ουαλίας, ολοκλήρωσε την πρώιμη εκπαίδευσή του εν μέσω εντάσεων μεταξύ της αγγλόφωνης και της τοπικής κουλτούρας, αν και δεν διδάχθηκε ουαλικά. Νευρωτικός, αυτοδίδακτος και παθιασμένος, εγκατέλειψε το σχολείο στα 16 του, αναδεικνυόμενος ως ικανός ποιητής στην εφηβεία του.
Σε αντίθεση με ποιητές όπως ο Έλιοτ και ο Όντεν, οι οποίοι εντρυφούσαν σε πνευματικά, κοινωνικά ή μεταφυσικά θέματα, ο Τόμας μετέφερε την ουαλική ποιητική παράδοση ως μια ενστικτώδη εμπειρία και όχι ως απλή γνώση.
Η ποίησή του ξεχωρίζει για το έντονο συναισθηματικό βάθος, τον βαθύ λυρισμό και την υπαρξιακή αγωνία που πηγάζει από το χάσμα μεταξύ ζωής και θανάτου. Το ιδιαίτερο ύφος του Τόμας χαρακτηρίζεται από σκοτεινό ερωτισμό, μια ισχυρή αισθητηριακή μουσικότητα και μια προσωπικότητα που λειτουργεί σαν μια σειρά ηλεκτρικών εκκενώσεων στη γλώσσα, διαλύοντας το φόβο του για την απλότητα.
Ο Τόμας, ο οποίος, μέσα από περίπου 100 ποιήματα, σύμφωνα με τον Καρλ Σαπίρο, αψήφησε την ακαμψία της αγγλικής γλώσσας, παρουσιάζοντας ένα έργο ακραίου πάθους και απαράμιλλης πλαστικότητας. Σε αντίθεση με τις συμβάσεις του μοντερνισμού, ο Τόμας προσωποποίησε στα γραπτά του τον βαθύτερο ανθρώπινο πόνο.
Ποιήματα για αυτούς που χάσαμε, για αυτούς που θα θέλαμε να ‘χουμε μαζί μας λίγο ακόμη
5 ποιήματα του Ντύλαν Τόμας
Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία
Κι ο θάνατος δεν θα ʽχει εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί στον άνεμο και το γερτό φεγγάρι
Με τον άνθρωπο θα σμίξουνֹ
ʽΟταν γλυφτούν τα κόκκαλα τους
και τα γλυμμένα κόκκαλα χαθούν,
Θα ʽχουν αστέρια σε αγκώνα και ποδάριֹ
Αν και τρελοί, θα συνεφέρουν,
Αν θαλασσόπνιχτοιν θʼ αναδυθούν,
Αν κι εραστές χαμένοι αυτοί, δεν θα χαθεί η αγάπηֹ
Κι ο θάνατος δεν θα ʽχει εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θα ʽχει εξουσία.
Κάτω απʼ τις δίνες τις θαλάσσης
Χρόνια χωμένοι αυτοί, θάνατο ανεμόδαρτο δεν θα ʽβρουνֹ
Σε μέγκενη στριμμένοι, με τους τένοντες λυμένους,
Παιδεμένοι σε τροχό, δεν θα τσακίσουνֹ
Στα χέρια τους η πίστη θʼ ανοίξει
Και μονόκερα στοιχειά θα τους ξεσκίσουν,
Κουρελιασμένοι ολόκληροι, και δεν θα σπάσουνֹ
Κι ο θάνατος δεν θα ʽχει εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θα ʽχει εξουσία.
Ας πάψουν πια να σκούζουν στʼ αυτιά τους οι γλάροι
Και στις ακτές τα κύματα να σκάζουν άγριαֹ
Λουλούδι όπου ξεμύτισε μην ξεμυτίσει πια
Να υψώσει το κεφάλι του στους χτύπους της βροχής.
Αν και τρελοί, αν και νεκροί σαν τʼ άψυχα καρφιά,
Κεφάλια σημαδιών αυτοί, χτυπούν με μαργαρίτεςֹ
Χτυπούν τον ήλιο, όσο που να ξεκαρφωθείֹ
Κι ο θάνατος δεν θα ʽχει πια εξουσία.
Η ορμή που μέσα από τον ανθηρό δίαυλο πορεύει το λουλούδι
Η ορμή που μέσα απο τον ανθηρό δίαυλο
πορεύει το λουλούδι
Και τʼ ανθηρά μου χρόνια πορεύειֹ
Αφανίζει των δέντρων τις ρίζες
Είναι ο χαλαστής μου.
Και φωνή δεν έχω να πω στο τσακισμένο ρόδο
Πως απʼ τον ίδιο τσάκισε η νιότη μου χειμέριο πυρετό.
Η ορμή που πορεύει το νερό μεσʼ απʼ τους βράχους
Και το κόκκινό μου αίμα πορεύειֹ ξεράινει τις βουνοπηγές,
Κερώνει και το δικό μου.
Και δεν έχω φωνή να κραυγάσω, ως με τις φλέβες μου
Πως τη βουνοπηγή το ίδιο στόμα τη βυζαίνει.
Το χέρι που αναδεύει στη λιμνούλα το νερό,
Ταράζει και τη σύρτηֹ κατευθύνει το φύσημα του ανέμου,
Τη σαβανοφόρα μου πλεύση οδηγεί.
Και δεν έχω φωνή για να πω στον κρεμασμένο
Πως απʼ τη γη μου πλάθεται ο πηλός του κρεμαστή.
Τα χείλη του χρόνου κολλούν σαν βδέλες στην πηγήֹ
Η αγάπη στάζει και μαζεύει, μα το χυμένο αίμα
Θα γαληνέψει τις πληγές της.
Και φωνή δεν έχω να πω σʼ έναν άνεμο πρόσκαιρο
Πώς ο χρόνος με ουρανό τύλιξε τʼ αστέρια.
Και φωνή δεν έχω να πω στον τάφο του εραστή
Πως στο σεντόνι μου πορεύεται
Το ίδιο κουλουριασμένο σκουλήκι.
Πριν χτυπήσω
Πριν χτυπήσω και ανοίξει η σάρκα,
Με χέρια ρευστά στη μήτρα παισμένος,
Εγώ που ήμουν ασχημάτιστος σαν το νερό
Που σχημάτισε τον Ιορδάνη πλάι στο σπίτι μου
Υπήρξα αδελφός της θυγατέρας της Μνεθά
Κι αδελφή του υιοθετημένου σκουληκιού.
Εγώ που ήμουν αδιάφορος σʼ Άνοιξη και Καλοκαίρι,
Που δεν ήξερα τον ήλιο και τη σελήνη με τʼ όνομά τους,
Ενω ήμουν ακόμη μια λιωμένη μορφή,
Τα μολύβδινα αστέρια, το βροχερό σφυρί
Στριφογυρισμένο απ΄τον πατέρα μου στο θόλο του.
Ήξερα το μήνυμα του Χειμώνα,
Το φερμένο χαλάζι, το παιδικό χιόνι
Κι ο άνεμος ήταν μνηστήρας της αδελφής μουֹ
Άνεμος μέσα μου ορθωμένος, η χθόνια δροσιάֹ
Οι φλέβες μου ξεχύθηκαν με τους αγέριδες της ανατολήςֹ
Ανεπίτευκτος ήξερα τη νύχτα και τη μέρα.
Έτσι ανεπίτευκτος ακόμη και υπέφεραֹ
Ο τροχός των ονείρων τα κρινένια κόκκαλά μου
Έστριψε σʼ ένα ζωντανό μηδενικό.
Και σάρκα ψαλιδίστηκε να διασχίσει τις γραμμές
Κρεμάλες στο συκώτι
Και βάτα τα κουλουριασμένα συλλογικά.
Το λαρύγγι μου ήξερε τη δίψα πριν τη δομή
Του δέρματος και των φλεβών γύρω στην πηγή
Που λέξεις και νερό κάνουν ένα μίγμα
Ασφαλές ώσπου το αίμα να τρέξει γεμάτοֹ
Η καρδιά μου ήξερε την αγάπη, η κοιλιά μου την πείναֹ
Μύρισα το σκουλήκι στην κένωσή του.
Κι ο χρόνος έχυσε τη θνητή μου πλάση
Να συμπαρασυρθώ ή να πνιγώ στις θάλασσες
Φιλιωμένος πια με την αρμυρή περιπέτεια
Φουσκονεριών που δεν άγγιξαν ποτέ τις ακτές.
Εγώ που ήμουν πλούσιος φτιάχτηκα ο πλουσιότερος
Ρουφώντας το κρασί των ημερών.
Εγώ γεννημένος απο σάρκα και φάσμα δεν ήμουν
Μήτε φάσμα, μήτε άνθρωπος, μα φάντασμα θνητό.
Και τσακίστηκα απʼ την φτερούγα του θανάτου.
Ήμουν θνητός ως τη στερνή
Μεγάλη ανάσα που έφερε στον πατέρα μου
Το μύνημα του ψυχορραγούντος Χριστού του.
Εσύ που γονατίζεις σε σταυρό και βωμό,
Θυμήσου με και σπλαχνίσου τον,
Αυτόν που έκανε τη σάρκα και τα κόκκαλά μου πανοπλία
Και διπλοσταύρωσε της μάνας μου τη μήτρα.
Μια πορεία στον καιρό της καρδιάς
Μια πορεία στον καιρό της καρδιάς
Την υγρασία σε ξηρασία μεταλλάσειֹ η χρυσή βολή
Λυσσομανά στον παγωμένο τάφο.
Μια πορεία στην εποχή των φλεβών
Τη νύχτα σε μέρα μεταλλάσειֹ αίμα στους ήλιους τους
Φωτίζει το ζωντανό σκουλήκι.
Μια πορεία στο μάτι προειδοποιεί
Τα κόκκαλα της τύφλωσης κι η μήτρα
Οδηγεί στο θάνατο καθώς η γη διαρρέει.
ʽΕνα σκοτάδι στον καιρό του ματιού
Είναι το μισό του φωςֹ η βυθομετρημένη θάλασσα
Σκάζει σε λεία γη.
Ο σπόρος που πλάθει ένα δάσος νεφρών
Καρφώνει το μισό καρπό τουֹ και μισό στάζει
Αργά σʼ έναν άνεμο υπνωμένο.
Ένας καιρός σε κόκκαλα και σάρκα
Είναι υγρασία και ξηρασίαֹ ο ζωντανός κι ο νεκρός
Κινούνται σαν δυο φαντάσματα μπροστά στο μάτι.
Μια πορεία στον καιρό του κόσμου
Το στοιχειό σε στοιχειό μεταλλάσειֹ κάθε μητέρας παιδί
Κάθεται στη διπλή σκιά του.
Μια πορεία συνεπαίρνει το φεγγάρι προς τον ήλιο,
Κατεβάζει τις κουρελιασμένες κουρτίνες του δέρματος
Κι η καρδιά εγκαταλείπει τους νεκρούς της.
Ο ήρωας μου γυμνώνει τα νεύρα του
Ο ήρωάς μου γυμνώνει τα νεύρα του
Που κυβερνούν απο καρπό σε ώμο
Ξεσκεπάζει το κεφάλι που σαν κοιμισμένο στοιχειό
Στηρίζει το θνητό μου κυβερνήτη
Την πε΄ρηφανη ράχη που ξεπετιέται
Όλο στροφές και συστροφές.
Κι αυτά τα δύστυχα νεύρα
Κουβάρι νʼ ανεβαίνουν στο κρανίο
Πόνος στο ερωτοστέρητο χαρτί
Πραδίδω στην αγάπη με τις άναρχες καλικατζούρες μου
Που αρθρώνουν όλη την πείνα του έρωτα
Και μιλούν για την αρρώστια του κενού στη σελίδα.
Ο ήρωάς μου γυμνώνει τα πλεύρα μου
Και βλέπει την καρδιά του
Να πατά γυμνή σαν Αφροδίτη
Της σάρκας την ακτή
Και να πνέει την αιματόχρωμη πτυχή της
Μανδύας τη νεφρική μου υπόσχεση
Υπόσχεται μια θέρμη μυστική.
Κρατά το νήμα του νευρικού κιβωτίου του
Επαινώντας την πλάνη τη θνητή
Γέννησης και θανάτου απάτες αναίσχυντων κλεφτών
Και τον άνακτα της πείνας
Τραβά την αλυσίδα κινείται η δεξαμενή.
Αυτός ο άρτος που κόβω
Αυτός ο άρτος που κόβω ήταν κάποτε στάρι,
Αυτός ο οίνος σε φυτό ξενικό
Βουτηγμένος στον καρπό τουֹ
Είτε άνθρωπος τη μέρα ή αγέρας της νυκτός
Ποδοπάτησαν τα στάχυα
Και τσάκισαν του καρπού την ηδονή.
Σʼ αυτόν τον οίνο κάποτε το αίμα του καλοκαιριού
Στη σάρκα ξεχυνότανε που έντυνε τʼ αμπέλι,
Σʼ αυτόν τον άρτο κάποτε
Το στάρι φχαριστιόταν τον αγέραֹ
Τον ήλιο άνθρωπος τσάκισε και τον αγέρα έχει μπατάρει.
Η σάρκα αυτή που κόβεις, το αίμα αυτό που χύνεις,
Σπέρνουν στη φλέβα την ερμιά,
Ήσαν κάποτε καρπός και στάρι
Βλαστάρια ρίζας και χυμού σαρκίου ζωντανού.
Τον οίνο μου πίνεις, τον άρτο μου δαγκώνεις.
Τάκης Σινόπουλος: «Πρέπει να πάψεις να φοβάσαι…Ο φόβος είναι αθλιότητα…»