Το «Εκατό χρόνια μοναξιάς» δημοσιεύτηκε το 1967, υφαίνει ένα μωσαϊκό ρεαλισμού, πολιτικής αλληγορίας και οικογενειακών αφηγήσεων που καλύπτει πολλές γενιές στη φανταστική πόλη Μακόντο.
Το μυθιστόρημα «Εκατό χρόνια μοναξιάς ξεδιπλώνει την ιστορία πολλών γενεών της οικογένειας Buendía, αναμειγνύοντας το συνηθισμένο με το εξαιρετικό και θολώνοντας τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Η αφηγηματική δεινότητα του Γκαρσία Μάρκες μεταφέρει τους αναγνώστες σε έναν κόσμο όπου το εξαιρετικό γίνεται καθημερινό και το καθημερινό διαπνέεται από γοητεία.
Μέσα από τον φακό της οικογένειας Buendía, ο Γκαρσία Μάρκες εξερευνά την κυκλική φύση της ιστορίας, την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και τους αδυσώπητους δεσμούς μεταξύ του προσωπικού και του πολιτικού. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος, που χαρακτηρίζονται από τις ιδιοσυγκρασίες, τους αγώνες και τους θριάμβους τους, γίνονται αρχέτυπα που αντιπροσωπεύουν τη συλλογική ανθρώπινη εμπειρία.
Το «Εκατό χρόνια μοναξιάς» όχι μόνο εξασφάλισε στον Γκαρσία Μάρκες το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982, αλλά άφησε επίσης μια διαρκή επίδραση στο λογοτεχνικό τοπίο.
Ακολουθεί απόσπασμα από τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και το έργο του «Εκατό χρόνια μοναξιά»
Ο άνθρωπος μια μέρα των ημερών, πρέπει να μάθει να χτίζει όνειρα, εκεί που οι ελπίδες τελειώνουν.
Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή, φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους.
Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου.
Είχε πάει στον άλλο κόσμο, αλλά γύρισε γιατί δεν άντεξε την μοναξιά.
Έφτασε να υποκρίνεται με τόση αληθοφάνεια, ώστε κατέληξε να παρηγορείται με τα ίδια της τα ψέματα.
Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε ο θάνατος, μόνο η ζωή και για αυτό το συναίσθημα που αισθάνθηκε , όταν απήγγειλαν την καταδίκη (σε θάνατο), δεν ήταν φόβος αλλά νοσταλγία.
Το μυστικό για τα καλά γηρατειά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τίμια συμφωνία με τη μοναξιά.
Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί.
Ο άλλος πόλεμος, ο αιματοκυλισμένος είκοσι χρόνια, δεν τους είχε στοιχίσει τόσο όσο ο διαβρωτικός πόλεμος των αιώνιων αναβολών.
Ο κόσμος θα έχει γα..θεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα.
Είχε φύγει μακριά της, προσπαθώντας να την βγάλει από το μυαλό του, όχι μόνο με την απόσταση, αλλά και με μια απερίσκεπτη ορμή, που οι σύντροφοι του έπαιρναν για τόλμη.
Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα.
Έτσι, είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρεί τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του.
Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός.
Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά.
Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σε εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει να αγαπήσει τον χειρότερο εχθρό του.
«The Wall»: Όταν «ακούσαμε» το κρυφό μήνυμα του άλμπουμ που άλλαξε την ιστορία της μουσικής