Η ελληνική οικογένεια υπό παραίτηση; Αυτό αναρωτιέται ο συγγραφέας Βασίλης Καραποστόλης και θελήσαμε να μοιραστούμε μαζί σας τους προβληματισμούς του, ώστε να «ανησυχήσουμε» παρέα.
Ο Βασίλης Καραποστόλης, με καταγωγή από την Αθήνα, σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας και του Στίρλινγκ της Σκωτίας. Σήμερα υπηρετεί ως καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και μεταδίδει γνώσεις στη Φιλοσοφία της Επικοινωνίας και του Πολιτισμού. Εκτός από την επιστημονική του εστίαση στα σύγχρονα κοινωνικά πρότυπα μέσα από μελέτες και δοκίμια, ο Καραποστόλης συνεισφέρει στη λογοτεχνία από το 1995, με τη δημοσίευση λογοτεχνικών έργων του.
Μερικά από τα έργα του:
- Ο παλμός του κόσμου: Αγώνες της αγάπης στον καιρό μας
- Μούσες εναντίον Σειρήνων. Ο γόνιμος άνθρωπος σ’ έναν άγονο κόσμο
- Το θάρρος που κοιμάται. Επιστολές σ’ έναν νεαρό φίλο
- Η ζωή σαν τιμολόγιο
- Η εποχή της όρεξης
- Διχασμός και εξιλέωση
- Περί πολιτικής ηθικής των Ελλήνων
Το άρθρο του Βασίλη Καραποστόλη από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (18-11-2023):
«Οι καιροί άλλαξαν τόσο πολύ ώστε σήμερα οι γονείς μπροστά στα παιδιά τους μασάνε τα λόγια τους. Φοβούνται μήπως κάνουν κάποιο ασυγχώρητο λάθος. Μήπως προτείνουν κάτι που θα θυμίζει συμβουλές γιαγιάδων. Διστάζουν να πουν στο ανήλικο τι είναι ωφέλιμο και τι βλαβερό, αφού οι ίδιοι αμφιβάλλουν για όλα και αφού βλέπουν πώς στο κάτω κάτω η αμφιβολία είναι εντελώς της μόδας. Κι όταν είσαι με τη μόδα υποτίθεται ότι είσαι με το μέρος της νεότητας… Αν ως γονιός μιμείσαι τους νέους, δεν μπορείς να επιδράσεις πάνω τους. Εκεί είναι το πρόβλημα.
Πασχίζοντας να φανούν «ανοικτοί σε όλα», πολλοί γονείς αφήνουν τελικά την πόρτα του σπιτιού ορθάνοιχτη σε κάθε ρεύμα, σε κάθε σύνθημα απ’ έξω, σε κάθε συγκεχυμένη ιδέα… Είναι τόσες οι δουλειές που τους κυνηγούν – και που τις κυνηγούν επίσης – που δεν προλαβαίνουν να κατασταλάξουν σε μία γνώμη, σε μία υπόδειξη. Στο μεταξύ, τα ανήλικα περιμένουν. Και χωρίς να το αντιληφθούν οι γονείς, καταλαβαίνουν πως εδώ δεν υπάρχει τίποτα για να αντισταθεί στις ορέξεις τους…
‘Ολη η τέχνη της διαπαιδαγώγησης βρίσκεται εδώ. Είναι το πώς να οδηγήσεις το παιδί μέσα σε μια συνήθεια, αποφεύγοντας τις πολλές συζητήσεις, αφού δεν είναι για την ηλικία του το να συμφωνεί ή να διαφωνεί με επιχειρήματα…
Φυσικά, δεν εννοούμε πως είναι άκαρπο να γίνεται συζήτηση μαζί τους. Αλλά το καθετί στην ανατροφή τους είναι καλύτερα να γίνεται στην ώρα του. Πώς μπορεί να διδαχθεί η εντιμότητα, η συμπόνια προς τους αδύναμους, η συνέπεια στις σχέσεις τους; Είναι δυνατόν να έχουν τέτοια συναισθήματα προτού η ίδια η ζωή τούς δείξει τι σημαίνει ηθική;
Συνέπεια όλων αυτών είναι οι γονείς να αποσύρονται από τις ευθύνες τους. Από αβεβαιότητα ή και φυγοπονία ψάχνουν να βρουν τον τρόπο να διώξουν το βάρος από τους ώμους τους. Ο τίτλος του καθοδηγητή τούς τρομάζει. Είναι ένας τρόμος που το παιδί τον διαβάζει στην όψη και στη συμπεριφορά τους και που αμέσως του δίνει το δικαίωμα να τους απαντήσει με την πιο τυφλή, την πιο πεισματάρικη ανυπακοή… Ακολουθούν οι γνωστές εκρήξεις. Κάθε μέρα πληροφορούμαστε για περιστατικά παραβατικότητας και εγκληματικότητας ανηλίκων…
Ποιος θα αναλάβει λοιπόν το δύσκολο έργο; Μα δεν υπάρχουν σχολεία, και δεν λειτουργούν κανονικά; Αυτά δεν έπρεπε να απορροφήσουν την ένταση; Πράγματι, αυτό έκαναν μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Παρά τις ελλείψεις, παρά τις προκαταλήψεις, μάθαιναν στο παιδί τι σημαίνει να τηρεί κανόνες, να πειθαρχεί σε προγράμματα, να ξέρει πότε να μιλά και πότε να κρατά το στόμα του κλειστό.
Για μερικούς η αγωγή αυτή αποδείχτηκε καταπιεστική. Και ήταν ως έναν βαθμό. Αλλά τουλάχιστον στις συνειδήσεις των ανηλίκων είχε ριζώσει η ιδέα ότι υφίσταται κανείς τις συνέπειες αν με μία πράξη του ζημιώνει το κοινωνικό σύνολο. Αυτό ήταν ευεργετικό και αυτό ακριβώς σήμερα πάει να χαθεί…
Η οικογένεια απαιτεί από το σχολείο να καλύψει εσπευσμένα τα δικά της κενά. Έχει στείλει μέσα στις αίθουσες παιδιά δύστροπα, γαλουχημένα με επιείκειες αδικαιολόγητες, με καπρίτσια που οι μπαμπάδες και οι μαμάδες τα ικανοποιούσαν βιαστικά για να μην μπλέκουν σε καβγάδες. Ήταν μια ειρηνοφιλία για την οποία η οικογένεια δεν ήταν στο βάθος υπερήφανη.
Γι’ αυτό και μετακυλίει το βάρος στο σχολείο. Αξιώνει από τους δασκάλους να κουμαντάρουν τα παιδιά που η ίδια τα έθρεψε με ανυπακοή, αλλά και να μην τα «τραυματίσουν», γιατί μετά, στο σπίτι, δεν θα ‘χει την υπομονή να περιποιηθεί τις πληγές τους.
Οι συχνές αντιδικίες ανάμεσα σε συλλόγους γονέων και κηδεμόνων και συλλόγους δασκάλων ή καθηγητών έχουν την αιτία τους στο ότι οι γονείς επιθυμούν να συγκυβερνήσουν στο σχολείο, μολονότι στο σπίτι τους η λέξη «κυβερνώ» θα ηχούσε σαν βαρβαρισμός.
Τι να διδαχθούν τα ανήλικα βλέποντας τη διαμάχη ανάμεσα στις δύο μεγάλες ενήλικες δυνάμεις που τους επιβλέπουν; Μάλλον θα αισθανθούν πως στη χώρα αυτή έχεις το ελεύθερο να μη μεγαλώσεις ποτέ.»