Ο Μέγας Αλέξανδρος κάνει μια ανασκόπηση στα βήματά του, που χάραξαν την παγκόσμια ιστορία για πολλούς αιώνες, θέτοντας τα θεμέλια του σύγχρονου κόσμου.
Η σχέση του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τη μητέρα του ήταν αρκετά έντονη. Η Ολυμπιάδα όντας μια από τις πιο επιβλητικές βασίλισσες του αρχαίου κόσμου κατάφερνε να επηρεάζει τους άντρες της ζωής της σε βαθμό που θορυβούσε τους αυλικούς. Παρόλο που ο Μέγας Αλέξανδρος αναθεμάτιζε τη συμπεριφορά της Ολυμπιάδας ασκούσε εξαιρετικά μεγάλη επιρροή επάνω του.
Τα πρώτα σωζόμενα αντίγραφα της βιογραφίας που περιγράφει τη ζωή του Αλεξάνδρου χρονολογούνται στο τέλος του 3ου αιώνα μ.Χ. Ωστόσο, μέχρι την περίοδο αυτή, οι ιστορικές ανακρίβειες και η διαπλοκή της γνήσιας ιστορίας με τον μύθο είχαν ήδη εκδηλωθεί (συγκεκριμένα, ο Καλλισθένης είχε πεθάνει πριν από τον Αλέξανδρο). Ως εκ τούτου, το διαχρονικό κείμενο, που αποδίδεται στον Ψευδο-Καλλισθένη, έχει επιμείνει στο πέρασμα του χρόνου. Μέσα στις αφηγήσεις του περιλαμβάνονται επιστολές που φέρεται να συνέγραψε ο Αλέξανδρος, απευθυνόμενες στον δάσκαλό του Αριστοτέλη, στη μητέρα του Ολυμπιάδα και περιέχουν τη διαθήκη του.
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος συνάντησε τον Διογένη – Ο διάλογος που έμεινε στην «ιστορία»
Ακολουθεί το απόσπασμα του κειμένου, σε μετάφραση Αλέξανδρου Ασωνίτη, από τις εκδόσεις Βήμα (σελ.289-295).
«Ο Αλέξανδρος, αυτός που ήταν κάποτε βασιλεύς, αυτός που περιόδευσε σ’ ολόκληρη τη γη και κατέκτησε με το δόρυ του πλείστες όσες χώρες και πόλεις, ξεκινώντας απ’ τη Δύση και φθάνοντας στην Ανατολή, δεν έτυχε να συναντήσει έστω κι έναν που να του αντισταθεί, σ’ όλη την κάτω απ’ τον ήλιο οικουμένη. Μετά πήγα στην ακατοίκητη γη, όπου πέρασα πολλούς κινδύνους και διέσχισα τα εδάφη πολλών αγρίων ανθρώπων. Όπως σου ’γραψα σε προηγούμενη μου επιστολή, πέρασα απ’ τη γη των Μακάρων και πορεύθηκα μέσα απ’ τη σκοτεινότατη γη ύστερα από πορεία μερικών ημερών. Και μέχρι και μια θεία οπτασία με διέταξε όχι να γυρίσω, αλλά να συνεχίσω μπροστά και να δω εξαίσια πράγματα. Αφού κάποτε επέστρεφα από κει και κατέλαβα όλη την οικουμένη, άρχισα να δουλώνω τη γη του Πώρου, όπως σου είπα ήδη, μητέρα, στην πρώτη μου επιστολή. Και βέβαια τον σκότωσα κι αυτόν, το βασιλιά των Ινδών, όση δύναμη κι αν είχε. Πέρασα λοιπόν κι από κει κι έφτασα μέχρι την έσχατη θάλασσα, που ονομάζεται χώρα του ήλιου. Σου ’χω ήδη γράψει στη δεύτερη μου επιστολή πως γύρισα κι από κει κι ακολούθησα την παράλια οδό. Εκεί θέλησα να κατασκοπεύσω την πόλη Αμαστρίδα. Αλλά με ανακάλυψε η βασίλισσα Κανδάκη, η οποία όμως με συγχώρεσε και μου φέρθηκε σαν δεύτερη μητέρα! Και με αντάμειψε για ένα μικρό καλό που είχα κάνει στο γιο της τον Κανδαύλη, όταν, μαζί με τη γυναίκα, το στρατό και το θησαυρό του, τον πήρα μεσ’ απ’ τα χέρια του τυράννου των Βεβρύκων Ευαγρίδη, και λυπήθηκε τα νιάτα μου.
Κι αυτοί που τόσα χρόνια ήταν μαζί μου, αυτοί που απόλαυσαν τόσα αγαθά μαζί μου, αυτοί με στέλνουν τώρα σ’ ένα σκληρό κι ανελέητο θάνατο, χωρίς να νοιώσουν για μένα μια στάλα αγάπης, μητέρα μου, κι εγώ που με την έγκριση των θεών κατακυρίευσα σύμπαντα τον κόσμο, τώρα οι ίδιοι μου οι άνθρωποι μ’ εμποδίζουν να επιστρέφω στην πατρίδα μου, να δω εσένα και να ζήσω μαζί σου την υπόλοιπη ζωή μου. Μάθε λοιπόν, μητέρα, ότι στο εξής θα μείνεις άτεκνη. Ούτε θα με ξαναδείς ποτέ ούτε τη φωνή μου θ’ ακούσεις ούτε θα λάβεις άλλο γράμμα απ’ το γιο σου τον Αλέξανδρο. Κι ενώ το να με σκοτώσουν αποδείχθηκε εύκολο, εγώ τώρα υποφέρω απ’ τους πόνους πεθαίνοντας, αγαπημένη μου μητέρα. Πορεύομαι πλέον σε μια αιώνια, σκοτεινή και χωρίς γυρισμό πορεία, που είναι κοινή για όλους. Έχε, μητέρα μου, αυτήν εδώ την επιστολή αντί για μένα και διάβαζε την για το υπόλοιπο της ζωής σου και με θρήνους να μνημονεύεις το χαμό του γιου σου».