Τα αποσπάσματα του Νίκου Καζαντζάκη από τον Γκρέκο στέκουν ακόμη αγέρωχα

Στο ψηφιδωτό της πεζογραφίας του Νίκου Καζαντζάκη, η αναφορά στον Γκρέκο αναδύεται ως ένα σύμβολο με υπαρξιακό βάρος.

Σαν ένας μελαγχολικός φρουρός, ο Γκρέκο στέκεται ως μεταφορά  της ανθρώπινης ψυχής, όπου συγκλίνουν τα ταραχώδη ρεύματα της αμφιβολίας και της προκλητικότητας. Ο Καζαντζάκης, ένας λογοτεχνικός αλχημιστής, προσδίδει σε αυτόν τον λογοτεχνικό κολοσσό τον απόηχο της εσωτερικής αναταραχής, έναν τόπο όπου οι πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με την άβυσσο μέσα τους. Θα λέγαμε πως είναι να ιλιγγιώδες περβάζι όπου οι χαρακτήρες παλεύουν με τον αιώνιο χορό ανάμεσα στο φόβο και την αδυσώπητη αναζήτηση του νοήματος στην αχανή έκταση της ύπαρξης.

Τα 10 χαμένα αποφθέγματα του Νίκου Καζαντζάκη – 76 χρόνια στην αφάνεια

 

Τα αποσπάσματα του Νίκου Καζαντζάκη από τον Γκρέκο
1. Ήρωας; Μα ήρωας θα πει πειθαρχία σε ανώτερο από το άτομο ρυθμό. Κι εσύ’ σαι ακόμα όλος ανησυχία και ρεμπελιό. Δεν μπορείς να υποτάξεις το χάος μέσα σου και να δημιουργήσεις τον ακέραιο Λόγο΄ και κλαψουρίζοντας δικαιολογιέσαι: «Δε χωρώ στις φόρμες τις παλιές…». Μα προχωρώντας στο στοχασμό ή την πράξη θα μπορούσες να φτάσεις στα σύνορα τα ηρωικά, όπου άνετα να χωρούν και να δουλεύουν δέκα ψυχές σαν τη ψυχή σου. Θα μπορούσες΄, παίρνοντας μια φορά απο τα γνωστά σύμβολα μιας θρησκείας, να ορμήσεις σε δικές σου θεϊκές απόπειρες και να δώσεις αυτό που ζητάς και δεν το ξέρεις: συγχρονισμένη μορφή στα αιώνια πάθη του Θεού και του ανθρώπου.
……….Κορφή δεν υπάρχει’ υπάρχει μονάχα ύψος. Ανάπαψη δεν υπάρχει’ υπάρχει μόνο αγώνας. (σελ,272)

2.Η κάθε στιγμή του Χριστού είναι αγώνας και νίκη. Νίκησε την ακαταμάχητη γοητεία της απλής ανθρώπινης χαράς, νίκησε όλους τους πειρασμούς, μετουσίωνε ολοένα τη σάρκα τη σάρκα σε πνέμα, κι ανηφόριζε. Κάθε εμπόδιο στην πορεία του γινόταν αφορμή κι ορόσημο νίκης’ έχουμε πια ένα πρότυπο μπροστά μας που μας ανοίγει το δρόμο και μας δίνει κουράγιο.
Φυσάει ουρανού και γης και μέσα στην καρδιά μας και στην καρδιά του κάθε ζωντανού μια γιγάντια πνοή, που τη λέμε Θεό. Μια Κραυγή μεγάλη. Το φυτό ήθελε ασάλευτο να κοιμάται δίπλα στα λιμνασμένα νερά’ μα η Κραυγή τινάζουνταν μέσα του, του ταρακουνούσε τις ρίζες: »Φεύγα, αμόλα τη γης, περπάτα!» Αν το δέντρο μπορούσε να στοχαστεί και να κρίνει, θα φώναζε: »Δε θέλω, που με σπρώχνεις; Ζητάς τ’ αδύνατα!» Μα η Κραυγή ταρακονούσε τις ρίζες, ανήλεη, φώναζε: »Φεύγα, αμόλα τη γης, περπάτα!»
Φώναζε χιλιάδες αιώνες’ και να, πεθυμώντας,αγωνιώντας, ηα ζωή ξέφυγε από το ασάλευτο δέντρο, λυτρώθηκε. (σελ.288)

Καζαντζάκης αναφορά στον Γκρέκο

3.Η ζωή’ ναι πόλεμος, η γης είναι στρατόπεδο, η νίκη είναι το μόνο σου χρέος. Μην κοιμάσαι, μη στολίζεσαι, μη γελάς, μη μιλάς, ένας είναι ο σκοπός σου, ο πόλεμος’ πολέμα! (σελ.158)

4.Να’ σαι νέος, είκοσι πέντε χρονών, γερός, να μην αγαπάς κανένα πρόσωπο ορισμένο, άντρα ή γυναίκα, που να σου στενεύει την καρδιά και να μην σε αφήνει ν’ αγαπήσεις με ίση αφιλοκέρδεια και σφοδρότητα τα πάντα και να οδοιποράς πεζός, ολομόναχος, μ’ενα δισάκι στον ώμο, από την μιαν άκρα ως την άλλη, στην Ιταλία, και να ΄ναι άνοιξη και να μπαίνει το καλοκαίρι και να ‘ ρχουνται, φορτωμένοι φρούτα και βροχές, ο χινόπωρος κι ο χειμώνας – θαρρώ ο άνθρωπος θα’ ταν αναίδεια να θέλει μεγαλύτερη ευτυχία. (σελ 158)

5.Μην πάψεις ποτέ να παλεύεις με το Θεό’ καλύτερη άσκηση δεν υπάρχει. Μα μη θαρρείς πως για να τον παλέψεις με πιο σιγουράδα πρέπει να ξεριζώσεις τις σκοτεινές ρίζες μέσα σου, τα ένστιχτα’ βλέπεις μια γυναίκα και σε κυριεύει φόβος’ είναι ο Πειρασμός, λες ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. Ναι είναι ο Πειρασμός, μα για να τον νικήσεις ένας μονάχα τρόπος υπάρχει: να τον αγκαλιάσεις, να τον γευτείς, να τον σιχαθείς, να μη σε πειράζει πια’ αλλιώς και εκατό χρονών να γίνεις, αν δεν χάρηκες γυναίκα θα’ ρχεται στον ύπνο σου και στον ξύπνο σου και θα λερώνει τον ύπνο σου και την ψυχή σου. Το λέω, το ξαναλέω: όποιος ξεριζώνει το ένστιχτο του ξεριζώνει τη δύναμη του‘ γιατί με τον καιρό, με τον χορτασμό, με την άσκηση μπορεί η σκοτεινή αυτή ύλη να γίνει πνέμα. (σελ. 298)

6.Ένας Κρητικός μου λεγε: »Όταν παρουσιαστείς ομπρός στην πόρτα της Παράδεισος και δεν ανοίξει, μην πιάσεις το κρικέλι της πόρτας να χτυπήσεις. Ξεκρέμασε από τον ώμο σου το τουφέκι, ρίξε μια τουφεκιά- Θαρρείς, είπα εγώ, θα φοβηθεί ο Θεός και θ’ανοίξει; – Οχι, βρε παιδί, δε θα φοβηθείμ μα θ’ανοίξει γιατί θα καταλάβει πως γυρίζεις από πόλεμο» (σελ.302)

7.Αλήθεια το θάνατο δεν μπορούμε να τον νικήσουμε’ το φόβο του θανάτου μπορούμε… (σελ.303)

8.Λονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης’ θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως τον κατάντησαν. Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλαβούς, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες! Τι οβράικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που δίνεις μια πεντάρα επίγεια ζωή και εισπάττεις αθάνατα εκατομμύρια στην άλλη! Τι απλοικότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να’ ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση! Ντροπή πια να μεθάμε στις ταβέρνες της ελπίδας! Ή κάτω στα υπόγεια του φόβου. Πόσα χρόνια και δεν το’ χα καταλάβει, κι έπρεπε να’ρθει ο άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια!
Ως τώρα, όλη την κυβέρνηση του κόσμου την είχαμε εμπιστευτεί στο Θεό’ μπας και ήρθε η σειρά του ανθρώπου ν’αναλάβει την ευθύνη; Να δημιουργήσουμε ένα κόσμο, τον κόσμο μας, με τον ιδρώτα του προσώπου μας; (σελ.327)

9.Η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα ελατήριο φοβερό και επικίντυνο΄ μια εκρηκτικιά δύναμη μεγάλη κουβαλούμε, τυλιμένη μέσα στις σάρκες και στα ξίγκια μας, και δεν το ξέρουμε. Και το χειρότερο, δε θέμε να το ξέρουμε’ (σελ.351)

10.Όμοια λόγιαζα πάντα πως πρέπει, ανάμεσα στους αντιμαχόμενους κομματιασμένους ήρωες της σημερινής τραγωδίας, να υψώνεται ακέραιη, πέρα από τις έχτρες και το πάλεμα, η μελλούμενη αρμονία. Δύσκολος πολύ, μπορεί κι ακατόρθωτος ακόμα, άθλος. Βρισκόμαστε σε μια κοσμοχαλάστρα και κοσμογονική στιγμή, όπου κι οι πιο γενναίες προσωπικές απόποιρες είναι καταδικασμένες, τις περισσότερες φορές, ν’ αποτύχουν’ μα κι οι αποτυχίες αυτές είναι γόνιμες, όχι για μας, παρά για τους ερχόμενους.. ανοίγουν δρόμο και βοηθούν το μελλούμενο να μπει. (σελ.447)

11.Ποιος ξέρει, τέτοια πρέπει να’ ναι η προσευκή’ τέτοια κι η ψυχή του ανθρώπου. Να επιστρατεύεις τις ανθρώπινες ελπίδες και τρομάρες και να τις ρίχνεις σαν βέλος σε άφταστο υπεράνθρωπο ύψος. Ορμή και περφάνια, κραυγή μέσα στην αβάσταχτη άναντρη σιγή, λόγχη που στέκεται αλύγιστη, όρθια και δεν αφήνει τον ουρανό να πέσει απάνω στα κεφάλια μας…
Όσο κοίταζα το βέλος αυτό να’ανηφορίζει άφοβο στον ουρανό, ένιωθα την ψυχή μου να στερεώνεται, να τεντώνεται και να γίνεται βέλος. (σελ.332)

12.Ο Νίτσε μ’ έμαθε να δυσπιστώ σε κάθε αισιόδοξη θεωρία΄ ήξερα πως η θηλυκιά καρδιά του ανθρώπου έχει ανάγκη πάντα από παρηγοριά. κι ο νους, ο τετραπέρατος σοφιστής, είναι πάντα έτοιμος να την εξυπηρετήσει. Κάθε θρησκεία που υπόσχεται στον άνθρωπο ο,τι αυτός επιθυμεί άρχισε να μου φαίνεται καταφύγι για τους φοβητσιάρηδες, ανάξιο του αληθινού ανδρός. Είναι ο δρόμος του Χριστού έλεγα, αυτός που φέρνει στη λευτέρωση του ανθρώπου; Ή μπας κι είναι ένα καλά οργανωμένο παραμύθι, που υπόσχεται τον Παράδεισο και την αθανασία, έξυπνα πολύ, με τέχνη πολλή, ποτέ ο πιστός να μην μπορέσει να μάθει αν δεν είναι ο Παράδεισος ετούτος αντικαθρεφτισμός της δίψας μας΄ γιατί μονάχα μετά το θάνατο μπορείς να το κρίνεις, και κανένας δε γύρισε μήτε θα γυρίσει από τον ΄Αδη να μας το πει. (σελ. 333)

13.Στην καρδιά του Θεού κοιμάται ένα σκουλήκι και ονειρεύεται πως δεν υπάρχει Θεός. Αν ανοίξεια την καρδιά μου, θα βρεις ένα κακοτράχαλο βουνό κι έναν άνθρωπο ολομόναχο ν’ανηφορίζει.
Αν τώρα, μεσοχείμωνα, ανθίσεις, ανέμυαλη μυγδαλιά, θα’ ρθει η χιονιά να σε κάψει- Ας με κάψει! αποκρίνεταια η μυγδαλιά κάθε άνοιξη.
Μου αρέσει να βλέπω το νου να χτυπάει τον ουρανό, να ζητιανεύει, και να μην του ανοίγει την πόρτα ο Θεός να του δώσει ένα κομμάτι ψωμί.
Όπου πάω κι όπου σταθώ, κρατώ, ανάμεσα στα δόντια μου, σαν φύλλο δάφνη, την Ελλάδα. (σελ.337)

13.Μυστήριο σκοτεινό κι ανυπόταχτο η καρδιά του ανθρώπου..μια στάμνα τρυπημένη, με το στόμα πάντα ανοιχτό, κι όλοι οι ποταμοί της Γης να χυθούν μέσα της απομένει αδειανή και διψασμένη. Η πιο μεγάλη έλπίδα δεν τη γέμισε, θα τη γεμίσει τώρα η πιο μεγάλη απελπισία; (σελ. 340)

14.Πως μπορεί να’ ναι κανείς ευτυχισμένος μέσα στο ελεεινό ετούτο κορμί-κουβάρι αίμα, κόκαλα, μυαλό, κρέας, βλέννες, σπέρμα, ιδρώτα, δάκρυα κι ακαθαρσία; Πως μπορεί να’ ναι κανείς ευτυχίσμενος στο σώμα ετούτο που το κυβερνά η ζήλια, το μίσος, η ψευτιά, ο φόβος, η αγωνία, η πείνα, η δίψα, η αρρώστια, τα γερατιά κι ο θάνατος; Όλα τραβούνε στη φθορά, χόρτα, έντομα, ζώα, άνθρωποι.. κοίταξε πίσω σου εκείνους που δεν υπάρχουν πια.. κοίταξε πίσω σου εκείνους που δεν υπάρχουν ακόμα. Οι άνθρωποι ωριμάζουν σαν τ’αστάχυα, πέφτουν σαν τ’αστάχυα, ξαναφυτρώνουν. Οι απέραντοι ωκεανοί ξεραίνουνται, θρύβουνται τα βουνά, το άστρο το πολικό σαλεύει κι οι θεοί εξαφανίζουνται… (σελ.342)

15.Ανατέλνουν μέσα στο νου μου οι τέσσερις «μεγάλες άγιες Αλήθειες»: Ο κόσμος ετούτος είναι δίχτυ όπου πιαστήκαμε, ο θάνατος δε μας λυτρώνει, θα ξαναγεννηθούμε. Ας νικήσουμε τη δίψα, ας ξεριζώσουμε την πεθυμιά, ας αδειάσουμε τα σπλάχνα! Μη λέτε: »Θέλω να πεθάνω. Δε θέλω να πεθάνω.» Να λέτε: »Δε θέλω τίποτα». Υψώστε το νου σας απάνω από την πεθυμιά και την ελπίδα-και τότε, και ζωντανοί ακόμα, μπορείτε να μπείτε στη μακαριότητα της ανυπαρξίας. Και με το μπράτσο σας θα σταματήσετε τον τροχό των γεννήσεων. (σελ.343)

Πηγή φωτογραφίας

Γλυπτά του Παρθενώνα: «Αυτό είναι το ελληνικό θάμα» – Η πρώτη γνωριμία του Νίκου Καζαντζάκη με την αρχαία κληρονομιά

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr