Για τον Ελύτη, ο έρωτας δεν ήταν απλώς ένα ανθρώπινο συναίσθημα, αλλά μια δύναμη συνυφασμένη με τα στοιχεία της φύσης, που απηχούσε την ομορφιά του ελληνικού τοπίου.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο νομπελίστας Έλληνας ποιητής, έβλεπε τον εραστή μέσα από τον φακό του βαθύ πάθους και της έντονης σύνδεσης με τον φυσικό κόσμο. Στα ποιητικά του έργα, ο Ελύτης συχνά απεικόνιζε τον εραστή ως κάποιον βαθιά συντονισμένο με τις αρμονίες του έρωτα και της φύσης.
Ο Ελύτης εξυμνούσε τον εραστή ως έναν αναζητητή της αλήθειας, καθοδηγούμενο από μια ένθερμη επιθυμία να εξερευνήσει την ουσία της ύπαρξης. Οι στίχοι του διαπνέονται από έναν έντονο ρομαντισμό που υπερβαίνει τα συμβατικά όρια του έρωτα, απεικονίζοντάς τον ως μια αιώνια, κοσμική δύναμη που συνδέει τα άτομα με το ίδιο το σύμπαν.
Στα μάτια του Ελύτη, ο εραστής γινόταν δοχείο συναισθημάτων και εμπειριών, αντανακλώντας τον διαχρονικό χορό μεταξύ του γήινου και του ουράνιου. Η ποίησή του συχνά υπενθύμιζε το πνεύμα της ελληνικής μυθολογίας, απεικονίζοντας τον εραστή ως ήρωα που πλέει στις θάλασσες των συναισθημάτων, αντιμετωπίζοντας δοκιμασίες και θριάμβους στην αναζήτηση μιας επικής, υπερβατικής αγάπης.
Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη
Στα νερά ένα – ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας καί, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μιά για πάντα το κόψαμε
Και δέν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει τό χώμα , δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση της θάλασσας
Από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά καί ποιος κλαίει – ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μ’ ακούς.
Η Μαλβίνα Κάραλη σε ένα ερωτικό απόσπασμα: «Ακραία, απόλυτη βία ο έρωτας..»