Προφανώς οι Αρχαίοι Έλληνες έλεγαν τις βρισιές τους μερικές απ΄ αυτές γράψαμε και εμείς παρακάτω για να τις διαβάσουμε παρέα.
Ενώ οι Aρχαίοι Έλληνες είχαν σίγουρα τους δικούς τους τρόπους να εκφράζουν το θυμό, την απογοήτευση ή την αποδοκιμασία, η συγκεκριμένη γλώσσα και οι λέξεις που χρησιμοποιούσαν μπορεί να μην αντιστοιχούν άμεσα σε αυτό που θεωρούμε “κακές λέξεις” στα σύγχρονα πλαίσια. Στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και του δράματος, οι χαρακτήρες μπορεί να χρησιμοποιούσαν σκληρή γλώσσα ή να εξέφραζαν κατάρες, αλλά αυτές οι εκφράσεις τυπικά ήταν διατυπωμένες στο πλαίσιο των πολιτιστικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων της εποχής. Η χρήση ρητής γλώσσας ή βωμολοχίας, όπως γίνεται αντιληπτή στους σύγχρονους πολιτισμούς, μπορεί να μην ήταν τόσο διαδεδομένη στα ιστορικά αρχεία που έχουμε σήμερα.
Αντί να χρησιμοποιούν απευθείας βρισιές, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν συχνά ευφημισμούς ή δημιουργικά επεξεργασμένες προσβολές για να μεταφέρουν τη δυσαρέσκειά τους. Αυτά θα μπορούσαν να είναι περίτεχνοι και ποιητικοί τρόποι έκφρασης της περιφρόνησης χωρίς να καταφεύγουν σε ρητή γλώσσα.
Στην ελληνική λογοτεχνία από την άλλη, οι χαρακτήρες χρησιμοποιούσαν συχνά κατάρες ή έντονη γλώσσα ως μέρος της δραματικής ή ποιητικής έκφρασης. Οι τραγωδίες, οι κωμωδίες και τα επικά ποιήματα περιείχαν περιπτώσεις όπου οι χαρακτήρες επικαλούνταν κατάρες ή εξέφραζαν έντονα συναισθήματα, αλλά η γλώσσα συνήθως πλαισιωνόταν στο πλαίσιο της αφήγησης ή του διαλόγου.
Στην αρχαία Ελλάδα, η κατάρα ή η βρισιά έπαιρνε διάφορες μορφές. Στο βιβλίο του Μάριου Βερέττα «Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων» διαβάζουμε:
ΚΑΣΣΩΡΙΣ: πόρνη – κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)
ΜΥΖΟΥΡΙΣ: γυναίκα που βυζαίνει πέος – μύζουρις = μυζάω + ουρά (πέος)
ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ: άνθρωπος πανούργος – πιθηκαλώπηξ = πίθηκος = αλώπηξ
ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ: θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα – αβροβάτης = αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)
ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ: φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει τον φαλλό – ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός
ΒΔΕΩ: πέρδομαι – βδέω = βρωμάω
ΓΛΩΤΤΟΔΕΨΕΩ: κάνω μαλάξεις με τη γλώσσα
ΓΟΓΓΥΛΗ: βυζί / στήθος – γογγύλη = ολοστρόγγυλη
ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ: μπανιστιρτζής – γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω
ΔΡΟΜΑΣ: πόρνη του δρόμου – δρομάς = δρόμος
ΕΣΧΑΡΑ: γυναικείο αιδοίο – εσχάρα = από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)
ΕΥΠΥΓΟΣ: γυναίκα με ωραία οπίσθια – εύπυγος = ευ + πυγή
ΠΟΣΘΩΝ: άνδρας με μεγάλο πέος – πόσθων = από το πόσθη(πέος)
ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ: άνδρας που εκστομίζει ακατάπαυστα χαζομάρες – ρωποπερπερήθρας = ρώπος(φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)
ΗΔΟΝΟΘΗΚΗ: το αιδοίο
ΚΥΝΤΕΡΟΣ: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης (> κύων)
ΚΙΝΟΥΡΗΣ αυτός που περπατά επιδεικνύοντας τα γεννητικά του όργανα – κίνουρης = κινέω + ουρά
ΛΕΧΡΙΟΣ > λέχριος (λεχρίτης)]
ΛΥΔΙΑ: η πόρνη στην ρωμαϊκή εποχή, επειδή συνήθως ήταν από την ομώνυμη περιοχή της Μικρασίας οι πόρνες πολυτελείας.
ΛΟΧΜΗ: το τριχωτό αιδοίο (> λόχμη (θάμνος)
ΣΠΟΔΗΡΙΛΑΥΡΑ: αυτός που τρώει κόπρανα – σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)
ΧΑΛΚΙΔΙΤΙΣ: η πολύ φτηνή πόρνη, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
Η ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα: Υπήρχε; Αν ναι, πώς την αντιμετώπιζαν οι Αθηναίοι;