Search
Close this search box.
Search
Close this search box.
Παπαδιαμάντης Βυζιηνός

Παπαδιαμάντης και Βιζυηνός: Τα διηγήματα που πρέπει να διδάσκονται σε κάθε τάξη του Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου

Πόσα κείμενα του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού να διδαχτούν οι μαθητές στο ελληνικό σχολείο; Αν και υπάρχουν κείμενα που διδάσκονται ήδη από αυτους τους κορυφαίους λογοτέχνες εμείς θα θέλαμε να έχουν επιλεχθεί περισσότερα.

Οι πρωταγωνιστές του Παπαδιαμάντη, που χαρακτηρίζονται από την απλότητα, την ταπεινότητα και τη ζωντάνια τους, λειτουργούν ως κεντρικά πρόσωπα στους έντονους αγώνες τους με τις προκλήσεις της ζωής. Η γλώσσα του, αν και γενικά απλή, δεν χάνει ποτέ τη σαφήνειά της και διαπνέεται από το πάθος και τη ζεστασιά ενός βαθύτατου ανθρωπισμού. Παρ’ όλα αυτά, σταδιακά εξορθολογίζει τη γλώσσα του ενσωματώνοντας πιο λαϊκά στοιχεία, ενώ λίγο πριν φύγει από τη ζωή, γράφει διηγήματα στη δημοτική γλώσσα.

Ο Βιζυηνός, από την άλλη, υφαίνει τα διηγήματά του από προσωπικές και οικογενειακές αναμνήσεις, καθώς και από το πλούσιο μωσαϊκό των λαϊκών παραδόσεων της ζωής στην πατρίδα του. Αυτό το αφηγηματικό υλικό, εμπλουτισμένο από τις στέρεες μορφωτικές του βάσεις και τη βαθιά κατανόηση της ψυχολογίας, μεταφέρεται μέσα από μια ποικίλη, εκφραστική γλώσσα που αντλεί από τις λαϊκές εκφράσεις και τα ιδιωματικά στοιχεία. Έτσι ο Βιζυηνός φιλοτεχνεί το μυθιστόρημά του, ως καινοτόμος και πρωτοπόρος, συμβάλλοντας στην εξέλιξη της σύγχρονης ελληνικής διηγηματογραφίας.

Ακολουθούν τα αποσπάσματα του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού.

Πώς να ζεις: 15 μαθήματα ζωής απο τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, 4ος τόμος Εκδόσεις Δόμος, Σελ. 591-594

ΤΟ ΚΟΥΚΟΥΛΩΜΑ
Τέλος, μετὰ πολλὰς πλάνας, καὶ πολλὰς περιπετείας, καὶ πάθη, ἐνοικοκυρεύθη καὶ ἀποκατεστάθη ὁ κὺρ Κοσμᾶς ὁ Πουργιάκος εἰς τὸν κόσμον αὐτόν. Καὶ ἦτο καιρὸς πράγματι. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ποὺ εἶχε τὸ καφενεῖον τῆς νυκτὸς εἰς ἕνα δρόμον κοντὰ στὴν Παλαιὰν Ἀγοράν, ἕως τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐξηκολούθει νὰ κάμνῃ τὸν ὠτίατρον ἀκόμη μετὰ χρόνους πολλοὺς εἰς τοὺς πελάτας του, ὁ μύσταξ του ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ εἶναι βαθέος καστανοῦ χρώματος. Εἶχε γυρίσει ὅλας τὰς συνοικίας τῆς πόλεως, μεταφέρων τὸ στραταρχεῖόν του ―τὸ ἰατρεῖόν του καὶ τὸν ναργιλέ του― ἀκολουθούμενος πάντοτε ἀπὸ τὴν πολυάριθμον παρέαν του ― ἀπὸ μπακάλικον εἰς μπακάλικον καὶ ἀπὸ ταβέρναν εἰς ταβέρναν.

Ὁ μικρὸς κομψὸς ναργιλές του, δουλεύων μὲ τουμπεκὶ ἰδιαίτερον, καίων μὲ κάρβουνα κομιζόμενα ἑκάστοτε ἀπὸ τὸ πλησιέστερον καφενεῖον ―ὁμοῦ μὲ καφέδες, λουκούμια καὶ λεμονάδες δι᾿ ὅλην τὴν παρέαν― θὰ ἠδύνατό τις νὰ εἴπῃ ὅτι εἶχε διατηρηθῆ ἄσβεστος ἐπὶ τόσα ἔτη τώρα, ἀκοίμητος καὶ ἀναλλοίωτος, ὅπως ἡ ἀειθαλὴς νεότης τοῦ καπνιστοῦ. Ποτὲ δὲν ἐκάθισεν ὁ Κοσμᾶς εἰς τράπεζαν, εἰς τὰς διαφόρους ταβέρνας ὅπου εἱστιᾶτο πάντοτε, χωρὶς νὰ ἔχῃ συντροφιὰν ἀπὸ τρεῖς ἕως πέντε, ἐνίοτε μέχρις ὀκτώ, φίλους του. Τὰ τεράστια γιουβέτσια ἤρχοντο πάντοτε ἀχνιστὰ ἀπὸ τὸν φοῦρνον, καὶ οἱ φουρνάρηδες δὲν εὐκαιροῦσαν ποτὲ ἀπὸ τὰς ἀλλεπαλλήλους παραγγελίας του.

Ὁ στενώτερος κύκλος ἀπετελεῖτο ἀπὸ τὸν Ἀλέκον τὸν Δρῖνον, ἀπὸ τὸν Ἀντώνην τὸν Λιγδερόν, καὶ ἀπὸ τὸν Τάσον τὸν Ἀσπρομάτην. Αὐτοὶ καὶ ὁ Πολυζωγάκης, ὁ ἀστεῖος τῆς συναναστροφῆς, ἀπετέλουν τὴν αὐλὴν τοῦ Κοσμᾶ. Ὁ Πολυζωγάκης ὡμοίαζε μὲ τοὺς Φράγκους ἱππότας τοῦ μεσαιῶνος. Ὅπως ἐκεῖνοι δὲν ἐχόρταιναν ποτὲ τὰς ἡδονὰς οὔτε τοὺς πολέμους, οὕτω καὶ ὁ Πολυζωγάκης ὅλην τὴν ἡμέραν εἰργάζετο ἀκούραστος ―ἐμβάλωνε παπούτσια― καὶ τὸ βράδυ ἐξεφάντωνεν. Ἔπινεν, ἐχόρευεν, ἐπήδα, πρὸς τέρψιν ὅλης τῆς παρέας.

Ποτὲ δὲν ὑπῆρξε τόσον ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος, φύσει ἐπικούρειος γεννημένος, ὅσον ὁ κὺρ Κοσμᾶς. Διὰ τίποτε δὲν τὸν ἔμελε. Τὸν καιρὸν ὁποὺ εἶχεν ἐκεῖ εἰς τὴν παλαιὰν συνοικίαν τὸ νυκτερινὸν καφενεῖον ἐξενυχτοῦσε πάντοτε μὲ τοὺς φίλους πελάτας του, μοιράζων ἐπ᾿ ἴσοις τὰς ὥρας μεταξὺ τοῦ καφενείου καὶ τοῦ πατσατζίδικου, καὶ ὑπαιθριάζων πολλὰς ὥρας ὑπὸ τὴν λεύκαν τῆς μικρᾶς πλατείας. Ἐκεῖ ἐτρώγοντο συνήθως τὰ μοσχοχτάποδα, καὶ ἄλλοι νυκτερινοὶ μεζέδες, ἐν συντροφίᾳ μὲ τὸν Τζώρτζην τὸν Βλάχον, τὸν Λύσανδρον Παπαδιονύσην, καὶ τὸν Κλήμεντα τὸν Σακελλάριον. Συνήθως ὁ Κλήμης ἔτρωγε πρῶτα κρέας μὲ μελιτζάνες, κατόπιν καπαμὰ μὲ μυρωδικὰ καὶ κόκκινην σάλτσαν, καὶ τελευταῖα δύο μοσχοχτάποδα τηγανητά.

Συχνὰ εἰς τὰ δεῖπνα τὰ ὑπαίθρια ἐλάμβανε μέρος καὶ ὁ Παναγὴς ὁ Τζιμιχούρης. Οὗτος ἀνῆκεν εἰς ἱστορικὴν οἰκογένειαν. Ὁ μακαρίτης ἀδελφός του ὁ Μιχάλης, ἀφοῦ εἶχε κερδίσει πολλὰ στοιχήματα, κατορθώσας νὰ φάγῃ τὴν μίαν φορὰν ἕνα ταψὶ μπακλαβᾶ, τὴν ἄλλην 14 ζευγάρια σαρδέλες τοῦ λίπους, ἀνὰ δύο τὴν μπουκιὰν ―ἄλλοτε πάλιν ἕνδεκα ὀκάδας ξηρὰ σῦκα― τέλος, ἔχασεν ἕν, τὸ τελευταῖον, καὶ ἀπέθανεν ἐκ δυσπεψίας, μὴ προφθάσας ν᾿ ἀποφάγῃ ἐννέα ὀκάδας κεράσια μετὰ τῶν πυρήνων, ὅπως εἶχε στοιχηματίσει.

Ὁ Παναγὴς ἔφερε μαζί του, εἰς τὰ νυκτερινὰ ὑπὸ τὴν λεύκαν δεῖπνα, πότε 6 ἕως 7 δωδεκάδας χαψιά, πλέοντα ἐντὸς βαθείας πιατέλας μὲ ἑκατὸν δράμια λάδι καὶ ἀνάλογον τριανταφυλλόξιδο, καὶ ὁλάκερους σκεμπέδες παραγεμιστούς, σκληροὺς ὡς πέτρα. Ἀλλὰ τὸ μᾶλλον εὐνοούμενον φαγητόν του ἦτο τὸ ἑξῆς: ὁλόκληρον χοιρίδιον παραγεμιστόν, μὲ πολλοὺς σκόμβρους ἀντὶ σαλάτας, καὶ ὡς ἐπιδόρπιον χέλι ψητὸν μετὰ φύλλων δάφνης στὴν σούβλα. Αὐτὰ τὰ τρία, ὁμοῦ τρωγόμενα, ἀπετέλουν τὸ ἰδεῶδες τῆς γαστρονομίας… Κατόπιν ὅλοι ὁμοῦ ἐμβαρκαρίζοντο κ᾿ ἔπλεον εἰς ὀνειρώδη ποταμὸν ρητινίτου, ὑπὸ τὴν αὔραν τῶν θροούντων φύλλων.

Ποῦ ἐκεῖνοι οἱ χρόνοι; ― Ἀκολούθως ὁ Κοσμᾶς παρῄτησε τὸ καφενεῖον καὶ διετήρησε μόνον τὸ περιπλανώμενον ἰατρεῖόν του. Πλὴν εἶχε τὸ ἄδικον νὰ μείνῃ ἄγαμος ὅλην τὴν ζωήν του. Εἶχεν ἀλλάξει ἕως τώρα τρεῖς ἢ τέσσαρας παλλακίδας, μὲ τὰς ὁποίας συνέζη κατὰ καιρούς· συνήθως συνῆπτε σχέσιν μὲ μίαν δευτέραν, πρὶν τὰ χαλάσῃ ἀκόμη καλὰ μὲ τὴν πρώτην, ἴσως διὰ τὸ ἀσφαλέστερον. Καὶ οὕτω συνέβαινεν ἐπί τινα χρόνον νὰ φαίνεται τάχα ὡς «δίγαμος». Ὅσον δι᾿ ἰδανικὰς οἱονεὶ ἐρωμένας, καὶ αὐταὶ περιστατικῶς δὲν ἔλειπον. Κάποτε συνέβη νὰ γνωρίσῃ ἐγγύτερον καὶ μερικὰς ἐκ τούτων. Εἶχε διασπείρει νόθα εἰς ὅλας τὰς γειτονιάς. Ὀλίγα μόνον ἐξ αὐτῶν εἶχον περάσει ἀπὸ τὸ βρεφοκομεῖον· ἄλλα πέντε ἢ ἓξ εὑρίσκοντο εἰς χεῖρας εὐσπλαγχνικῶν τινων ἀνθρώπων, συγγενῶν ἢ φίλων του.

Τέλος, μετὰ χρόνους ὁ Κοσμᾶς ἐφάνη ὅτι ἤρχισε νὰ φρονιμεύῃ. Μία ὁπωσοῦν φρόνιμη γυνή, ἡ Ρήνη ἡ Μεργιανίτισσα, κατώρθωσε νὰ τὸν συμμαζέψῃ. Αὕτη ἔτρεφεν ἀληθῆ συμπάθειαν, καὶ τοῦ ἀνέθρεψε τὸν Ἀριστογείτονα, τὸ τελευταῖον νόθον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἐξ ἀγνώστου μητρὸς καὶ τὸ ὁποῖον ἦτο ἐκτάκτως δυσάγωγον. Ὁ Κοσμᾶς τόσον εἶχε συγκινηθῆ ἀπὸ τὴν ἀφοσίωσίν της ὥστε ὑπεσχέθη νὰ «τὴν στεφανωθῇ». Καθότι ἡ ἁγία ἐκκλησία μας συνηθίζει ὅλους ἀδιακρίτως νὰ τοὺς στεφανώνῃ, ὡς «νομίμως ἀθλήσαντας». Δι᾿ αὐτὸ θὰ ἠδύνατό τις νὰ προτείνῃ ὅτι καλὸν θὰ ἦτο, εἰς πολλὰς περιπτώσεις, ν᾿ ἀντικατασταθῶσι τὰ στέφανα διὰ κουκούλας, ἐξ ἴσου συμβολικῆς, ἐξηγούσης τὸ ρῆμα «κουκουλώνω», τὸ ὁποῖον συνηθίζει ὁ λαὸς εἰς παρομοίας περιστάσεις.

Παρῆλθον μακρὰ ἔτη. Ὁ Κοσμᾶς ἐξηκολούθει πάντοτε νὰ ὑπόσχεται ὅτι ἔμελλε νὰ «στεφανωθῇ». Τέλος ἡ γυνή, φιλάσθενος οὖσα, ἐμαράνθη, ἔκλινε, καὶ ἀπέθανεν ἀστεφάνωτη.

 

Ὁ Κοσμᾶς, ὕστερον ἀπ᾿ ὀλίγον καιρόν, ἐστεφανώθη. Ἦτον ἀποκριά, ἐποχὴ κατάλληλος διὰ γάμους καὶ χαρές. Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην μὲ συναντᾷ ὁ Πολυζωγάκης καὶ μοῦ λέγει:

― Ξέρεις τίποτε, κὺρ Χαράλαμπε; Ὁ Κοσμᾶς στεφανώνεται αὔριο τὸ δειλινό. Μοῦ εἶπε νὰ σὲ καλέσω. Θά ᾽ρθῃς;

―Ἀλήθεια; Καὶ ποιὰν παίρνει;

― Τὴν δεῖνα.

Περιέγραψεν ἓν πρόσωπον μέσης ἡλικίας, χήραν οἰκοκυράν, ἰδιοκτήτριαν οἰκίας.

― Μπράβο!… Κι ὁ Ἀριστογείτων τί ἔγινε;

― Τοῦ ἔψησε τὸ ψάρι στὰ χείλη, τὸ διαβολόπαιδο. Ἐβγῆκε πάρα πολὺ σκυλίσιο σόι παιδί. Τώρα ἐπῆγε κι αὐτὸς καὶ τὸ ἔκλεισε στ᾿ ὀρφανοτροφεῖο.

Τὴν ἄλλην ἑσπέραν, εὑρίσκω πάλιν εἰς τὸ ἴδιον μέρος τὸν Πολυζωγάκην. Ἐκράτει δύο ντόμινα τυλιγμένα εἰς 〈τὸν〉 βραχίονα, καὶ εἰσήρχετο εἰς τὸ μπακάλικο τῆς γωνίας.

―Ἔλα νὰ μὲ δῇς, μοῦ λέγει, ποὺ θὰ μασκαρευθῶ. Θὰ πᾶμε στοῦ Κοσμᾶ, νὰ ἰδοῦμε κ᾿ ἐμεῖς τί θὰ πῇ νοικοκυριό, ἀπόψε. Ὁ γάμος ἔγινε. Δὲν ἦρθες!

― Δὲν πειράζει. Τοῦ λέτε τὰς εὐχάς μου.

Ἐστάθην ἐπὶ μίαν στιγμὴν βλέπων τὸν Πολυζωγάκην, ἐνῷ ἐφόρει τὸ παρδαλὸν ἔνδυμά του. Αἴφνης βλέπω καὶ τὸν μικρὸν Ἀριστογείτονα ἐκεῖ.

― Μὰ δὲν μοῦ εἶπες ὅτι εἶναι στ᾿ ὀρφανοτροφεῖο; εἶπα στὸν Πολυζωγάκην.

― Ἐδραπέτευσε, τὸ διαβολόπαιδο, καὶ μᾶς ἦρθε στὸ γάμο. Ἐπέμενε νὰ μπῇ κι αὐτὸς ὑποκάτω ἀπ᾿ τὸ στεφάνι, φαντάσου, μαζὶ μὲ τ᾿ ἀνδρόγυνο… Τώρα πλέον ὅλοι τοῦ εὔχονται «μὲ γειὰ καὶ τὴν καινούργια μάννα». Εὐχήσου τον.

― Νὰ τοῦ ζήσῃ!

Γεώργιος Βιζυηνός – Ὁ Κόδρος, Ἔργο τοῦ 1874. Ἀπόσπασμα, ἀπὸ τὴν ἔκδοση
Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001.

Ὁ Φοῖβος τέμνων μὲ λάμπον βῆμα
καθαρομέτωπον οὐρανόν,
φλογῶδες σκάφος ἐλαῦνον κῦμα
εἰς σαπφειρώδη ὠκεανόν,
τὴν ὑπερήφανον ἤδη πτῆσιν
πρὸς τὴν ροδόχρουν ἔκλινε δύσιν.
Χρυσαὶ ἀκτῖνες ἐπιφωτίζουν
τὰς κορυφώσεις τοῦ Ὑμηττοῦ
καὶ τὸ φαλάκρωμα καλλωπίζουν
τοῦ λιθοστέρνου Λυκαβηττοῦ.
Πλὴν μάτην πλέον ἐναντιοῦται
τοῖς Δωριεῦσιν ὁ Ἰλισσός.
Ματαίως ἄπελπις ἐξογκοῦται
καταφερόμενος περισσός.
Τῇ ἀποφάσει της ἐπιμένει
ἀδυσωπήτως ἡ Εἱμαρμένη.
Λοιπὸν μὲ βίαν αὐτοὶ μεγάλην
τὴν μίαν ὄχθην του παραιτοῦν
καί, διαβάντες ἐπὶ τὴν ἄλλην,
τὸ προστυγχάνον λεηλατοῦν.

Εἰς δὲ τὴν πόλιν οἱ Ἀθηναῖοι,
ἐν τῇ πλατεῖᾳ τῆς ἀγορᾶς,
ὅπως περίφοβοι, ὅταν πνέῃ
τοξεύων χάλαζαν ὁ βορρᾶς,
εἰς τοὺς σηκούς των οἱ ἄρνες τρέχουν,
τῷ Μελανθίδῃ τὸν νοῦν προσέχουν.
Ἐκεῖνος, σκῆπτρον κρατῶν εἰς χεῖρας,
θνητὸς πλὴν ὅμοιος μὲ Θεόν,
ἐκ τῶν ὀμμάτων βάλλων σπινθῆρας,
τοιαῦτα λέγει πρὸς τὸν λαόν.

«Ὄχι. Δὲν ἔχει ὀρθῶς τὸ ρῆμα,
εἰς ὃ πιστεύουσιν οἱ θνητοί,
ὅτι τοῦ βίου τυφλὴ τὸ νῆμα
τῆς Εἱμαρμένης ἡ χεὶρ κρατεῖ.
Σπουδαία γνώμη φαίνετ᾿ ἐκείνη.
Σὺν Ἀθηναίῃ καὶ χεῖρα κίνει.
Ἐὰν τὸν Ξάνθον δὲν ἀπησχόλει
τοῦ Κόδρου ἔνοπλος ὁ πατὴρ
θὰ τὸν ἐφόνευε; Καὶ τῇ πόλει
θ᾿ ἀπεκαλεῖτο ἄναξ σωτήρ;

»Δυὸ τὰ πάντα διέπουν τύχαι,
διπλοῦς τοῦ βίου μας βασιλεύς,
διπλὴν τὴν μοῖραν, λέγουσιν, εἶχε
καὶ ὁ τῆς Θέτιδος Ἀχιλλεύς.
Δὲν ἔχουν ταῦτα μικρὰν ἀξίαν;
Λοιπὸν ἀκούσατε τὸν Λοξίαν.
Ἢ σεῖς, δεσπόται τῶν Ἀθηναίων,
προβαλλομένων κάραν δειλήν,
ἢ κεῖνοι τρόμος τῶν Δωριέων,
ἀποκοπέντες τὴν κεφαλήν.

»Αὐτὰ ἐτραύλισεν ἡ Πυθία
πρὸς τοὺς ἀγνώμονας Δωριεῖς,
ὅταν ἠρώτων, ἡ ἀδικία
ἐὰν ἀρέσκῃ καὶ τοῖς θεοῖς.
Αὐτὰ αἱ πτέρυγες τῆς φιλίας
κατ᾿ ἐπινεύσεις φέρουσι θείας·
καὶ ὁστισδήποτε τὰ μανθάνῃ
τοιουτοτρόπως τὰ ἐξηγεῖ.
Ἢ τὴν ζωήν του ὁ Κόδρος χάνει
ἢ ταῖς Ἀθήναις ὑποταγή».

Ὅπως ὁ ἄνεμος εἰς τὰ δάση,
ὀξὺν ἀθρόον ἐπιρρυεῖς,
τὴν ἡσυχίαν διαταράσσει,
σείων τοὺς κλάδους μετὰ βοῆς,
οὕτω ταράσσει τοὺς Ἀθηναίους
μὲ δυὸ λόγους, τοὺς τελευταίους.
Ὡς ὀγκουμένη τοῦ πόντου πλάτη,
ἀνακινεῖται ἡ ἀγορά,
βοὴ δ᾿ ἐγείρεται αὐτομάτη,
συγκεχυμένη καὶ θλιβερά.

Ἀλλὰ τὴν χεῖρα γλυκὺς ἀπλώσας
ὁ Μελανθίδης πρὸς τὸν λαόν,
σιγὴν ἐπέβαλεν εἰς τὰς γλώσσας,
ἐγείρων μέτωπον ἀγλαόν.
Μὲ νεῦμα μόνον καὶ λέξιν μίαν
παντοῦ ἐπέχυσεν ἠρεμίαν.
Οὕτως ἡ Νύμφη Κυματολήγη
χύνει μειδίαμα ἐλαφρὸν
καί, ὑπακούσας ὁ πόντος, λήγει
καὶ τῶν κυμάτων καὶ τῶν ἀφρῶν.

Ἐξηκολούθησ᾿ ὁ Μελανθίδης,
πατὴρ πρὸς τέκνα δημηγορῶν.
«Τοιαῦτα εἶπεν ὁ Λητοΐδης,
περὶ δικαίων ὀλιγωρῶν·
πλὴν ὑπὸ ταῦτα τὰ θεῖα ἔπη
τὴν ἄλλην ἔννοιαν τὶς δὲν βλέπει;
Ἢ ζῇς ἀδόξως, ὦ Κόδρε, λέγει,
ἤ, ἀποθνῄσκεις μετὰ τιμῆς.
Δυὸ μοιραίας ὁδοὺς προλέγει
ἵνα τραπῶμεν μίαν ἡμεῖς.

»Ἐγὼ δ᾿ ἐνδόξων ἡρώων γόνος
ἐκείνους ἔχων ὑπογραμμόν,
δὲν ὑπεραίρομαι, ὡσεὶ μόνος
τὴν εὐδοξίαν ὑπερτιμῶν.
Τὸ φῶς ὁ ἥλιος τῇ σελήνῃ·
τὰς ἀρετάς των ἡμῖν ἐκεῖνοι·
ἐγὼ δέ, πᾶσι μεταβιβάζων
φιλοπατρίας μαρμαρυγήν,
ποθῶ τὴν δύσιν, ἀστὴρ αὐγάζων
ἐπ᾿ ἐλευθέραν εἰσέτι γῆν.

»Ὑπὲρ γονέων, παίδων, πατρίδος,
εἶναι ὁ θάνατος ἑορτή·
ἐπ᾿ ἐλευθέρας πίπτουσ᾿ ἀσπίδος,
δὲν ἀποθνῄσκει ἡ ἀρετή.
Εἶναι τῶν δούλων πικρὸς ὁ βίος·
πλὴν ζῇ ὁ Ἥρως ἢ πίπτει θεῖος.
Καὶ ἂν κατεῖχον ψυχὰς μυρίας,
παρὰ τὴν φύσιν τῶν γηγενῶν,
ὑπὲρ τῆς φίλης ἐλευθερίας
θὰ τὰς ἐκίρνων τῶν Ἀθηνῶν».

Δὲν εἶχε παύσει, καὶ ἐπ᾿ ἀσπίδος
ὁ ἥρως Μέδων ἀνορθωθείς,
ὅπως ἐγείρετ᾿ ἐκ τῆς παγίδος
ὀρνέων ἄναξ ἀπολυθείς,
εἶπεν. «Ὁ γέρων, δὲν εἶν᾿ αἰσχύνη,
ἀντὶ τῶν νέων αἷμα νὰ χύνῃ;
Ὁποία δόξα θὰ περιβάλῃ,
τὶς ὑπολήπτεται τὸν υἱόν,
ὃς ἀντὶ ξίφους δειλός, προβάλλει
στῆθος γεννήτορος πολιόν;

»Ζητοῦν Σωτῆρα των αἱ Ἀθήναι
τὴν ἐστεμμένην των κεφαλήν·
ὁ Μέδων σπλάγχνον σου μὴ δὲν εἶναι;
Ψυχὴν ὁ Μέδων ἔχει δειλήν;
Αὐτὸν ἡ χείρ σου πρὶν ἢ νυκτώσῃ
διάδοχόν σου ἂς ὑψώσῃ.
Ἐγὼ δέ, πίπτων πρὸ τοῦ πατρός μου,
νόμιμος ἄναξ τῶν Ἀθηνῶν,
διὰ τοῦ ρέοντος αἵματός μου
ἐξιλεώνω τὸν οὐρανόν».

Ὡς εὐφημίαν ἄκων ἐκβάλλει
ἀπὸ τὸ στόμα πᾶς θεατῆς,
ὅταν ἀντίπαλον καταβάλλῃ
ἐν τοῖς ἀγῶσιν ὁ παλαιστής,
οὕτω τὸν Μέδοντα εὐφημοῦσι.
Θέλουν ὁ γέρων νὰ ὑπακούσῃ.
Ἀλλ᾿ ἀναβλέψας φαιδρὸς ἐκεῖνος
πρὸς τὸν δακρύσαντ᾿ αὐτοῦ υἱόν,
«Μάθε, τῷ εἶπε, πῶς ἀκινδύνως
δὲν θ᾿ ἀπατήσῃ τις τὸν Θεόν.

»Θέλει τὸ θεῖον τὰς ἐντολάς του
νὰ ἐκτελῶμεν μετὰ χαρᾶς,
καὶ τὰς καρδίας εἰς τὰς βουλάς του
θέλει νὰ κλίνωμεν καθαράς.
Τὴν ἀρετήν σου ἀναγνωρίζω·
τὰς εὐλογίας μου σοὶ χαρίζω·
πλὴν περισσότερος δὲν μᾶς μένει
πρὸς κατανάλωσιν ὁ καιρός.
Πᾶς Ἀθηναῖος ἂς ἀναμένῃ
τὴν σωτηρίαν του σταθερός».

Τοῦ Φοίβου δύοντος ἀπεχώρει·
κι ἰδοὺ μετέωρον φωτεινόν,
διολισθαῖνον ἀνὰ τὰ ὄρη,
ἐγκαταλείπει τὸν οὐρανόν.
Τὸν ἠκολούθησεν ὁ υἱός του,
τὸν ἠκολούθησεν ὁ λαός του,
ὅπως τὰ πρόβατα τὸν ποιμένα
μὲ κεκλιμένας τὰς κεφαλάς,
ἐνῷ τὴν Φοίβην ἡ νὺξ ἐγέννα
πρὸς ὠχριώσας ἀνατολάς…»

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr