Ο Λορέντζος Μαβίλης, γεννημένος στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 στην Ιθάκη βρήκε τραγικό θάνατο κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων στις 28 Νοεμβρίου 1912, ήταν ένας αξιόλογος Ελληνοϊσπανός ποιητής
Ο Λορέντζος Μαβίλης καταγόταν από την Ιθάκη, όπου ο πατέρας του, Παύλος Μαβίλης, Ισπανός στην καταγωγή, διετέλεσε δικαστικός λειτουργός. Η οικογένεια Μαβίλη είχε μακροχρόνια σχέση με την Κέρκυρα, όπου είχε εγκατασταθεί, και ο Λορέντζος πέρασε εκεί το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Η μητέρα του, Ιωάννα Σούφη, είχε ελληνικές ρίζες, καθώς ήταν ανιψιά του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.
Η πνευματική ανάπτυξη του Μαβίλη διαμορφώθηκε σημαντικά από τον Τζέιμς Πολυλά, στενό φίλο και μέντορα. Έλαβε την πρώιμη εκπαίδευσή του στο σχολείο “Καποδίστριας” στην Κέρκυρα και αργότερα φοίτησε στο Γυμνάσιο Κέρκυρας υπό την καθοδήγηση του Ιωάννη Ρωμανού. Μετά τα γυμνασιακά του χρόνια, ξεκίνησε ένα ταξίδι στην Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές, όπου διασταυρώθηκαν οι δρόμοι του με τον Χαρίλαο Τρικούπη.
«Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα είχα την μεγάλη τιμή να πεθάνω για την Ελλάδα»!
Κατά τη διάρκεια του έτους του (1877-1878) στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Μαβίλης ξεκίνησε τις ακαδημαϊκές του αναζητήσεις. Στη συνέχεια, συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, περνώντας δώδεκα χρόνια (1878-1890) μοιρασμένα μεταξύ των πανεπιστημίων του Μονάχου και του Φράιμπουργκ. Εκεί, εμβάθυνε στην κλασική λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και την αρχαιολογία, και επηρεάστηκε βαθιά από τις φιλοσοφία του Νίτσε,” του Καντ και τη του Σοπενχάουερ.
Το 1893, ο Μαβίλης επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της Κερκυραϊκής Σχολής και δημιούργησε στενή συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Η ζωή του πήρε πατριωτική τροπή όταν συμμετείχε στην Κρητική Επανάσταση το 1896 και στη συνέχεια εντάχθηκε στην Εθνική Εταιρεία. Το 1897, κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου, χρηματοδότησε προσωπικά και οδήγησε μια ομάδα εβδομήντα Κερκυραίων εθελοντών στην Ήπειρο, όπου τραυματίστηκε στη μάχη.
Ο Μαβίλης συνέχισε την πολιτική του ενασχόληση, έγινε ένθερμος υποστηρικτής της εξέγερσης του 1909 και αργότερα εξελέγη βουλευτής Κέρκυρας το 1910 με το Φιλελεύθερο Κόμμα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το 1911 υπερασπίστηκε σθεναρά τη δημοτική γλώσσα ως εκπρόσωπος και μέλος της Αναθεωρητικής Συνέλευσης της Κέρκυρας στο ελληνικό Κοινοβούλιο, υποστηρίζοντας με πάθος: “Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα. Υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουν πολλοί χυδαίοι άνθρωποι που μιλούν τη γλώσσα του πουριτανισμού”.
Με τραγικό τρόπο, στις 28 Νοεμβρίου 1912, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, ο Λορέντζος Μαβίλης ανέλαβε την ηγεσία των εθελοντών Γαριβάλδην. Την επόμενη ημέρα, 29 Νοεμβρίου 1912, βρήκε πρόωρο θάνατο στη μάχη του όρους Δρίσκος κοντά στα Ιωάννινα. Φημολογείται ότι είχε ερωτική σχέση με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα, γνωστή και ως Θεώνη Δρακοπούλου, η οποία αφιέρωσε στη μνήμη του το ποίημά της “Τι άλλο, αγαπητή μου” (1925).
10 ποήματα του Λορέντζο Μαβίλη
Ψυχοφίλημα
Χρυσάρμενα ὀνείρατ᾿ ἀργοπλένε
στὸ πέλαγο τοῦ πόθου οἱ φαντασίες
καὶ κατακεῖ ἀρμενίζουν ὅπου ἐπῆες,
ὅπου τὰ δύο σου μάτια γελοκλαῖνε,
ὅπου ἀπάρθενος φέγγεις, λατρεμένε
κρῖνε τῆς ὀμορφιᾶς, κ᾿ οἱ μελῳδίες
τῶν τραγουδιῶν σου σμίγουν τὲς μαγεῖες,
ποῦ μὲς τ᾿ ἁγνά σου χείλια σιγοπνένε.
Χάρου, καρδιά μου θλίβερη, κι ἀγάλλου!
Πέρασε ἡ μαύρη νύχτα κ᾿ ἡ ἄγρια μπόρα.
Ἄνθι καὶ σὺ μικρὸ μές του μεγάλο
Κόσμου τὸ περιβόλι ἄνοιξε τώρα.
Δὲν ἤξερε ἡ ψυχή μου νὰ φιλήσει·
τώρα ξέρει. Ὢ πανάχραντο μεθύσι.
Ἀργυροκοῦπα
Κρουσταλλένιο, διάφανο, γεμάτο
ἀπ᾿ ἄδολο κρασὶ ποὺ πορφυρίζει,
μὲ κούνημα θερμὸ μ᾿ αἴστημα ἀκρᾶτο
ἕνα φτωχὸ ποτῆρι σ᾿ ἀντικρύζει,
σὲ λαχταράει, σὲ γγίζει καὶ τἀφράτο
κρασὶ σὰν αἷμα χύνεται, σκορπίζει,
καὶ τὸ ποτῆρι μένει ἄδειο ὡς τὸν πάτο
γιατί τὸ γγίξιμό σου τὸ τσακίζει.
Μὰ σὺ στέκεις ἀτάραχτη καὶ κρύα
ἀργυροκοῦπα, πλούσια ἱστορισμένη,
μὲ τὴν περήφανή σου θεωρία.
Εἶσαι νὰ σ᾿ ἀγαποῦν συνηθισμένη·
στῆς ζωῆς τὴν πικρὴ χαροκοπία
δὲ δείχνεις μὲ τί σ᾿ ἔχουν γεμισμένη.
Ἄνθρωπος
Σαν ἡ ψυχὴ δόξας φορῇ στεφάνια
καὶ γιὰ πλοῦτο ἢ γιὰ δύναμη φουσκώνῃ,
ἐνάντιο λόγο ἢ νόημα δὲ σηκόνει·
Συχώριο δὲ γνωρίζει ἡ περηφάνεια.
Μὰ ἀπὸ ἀψύτερη καίεται κακοφάνεια –
καὶ ὑποψία προσβολῆς τὴ φαρμακώνει –
καρδιὰ ποὺ ἀδικοσέρνεται στὴ σκόνη
καὶ πικροπαραδέρνει στὴν ὀρφάνια.
Καὶ τούτη συμπαθάει· τί, ὅσο τὴ σφάζει
πλιὸ ἀλύπητα ὁ καημός, τόσο κάθ᾿ ἄλλη
ἔγνοια ἐγδικήτρα μέσα της λουφάζει
καὶ χωνεύει σὰ σπίθα στὴν ἀθάλη:
Μόνη ἡ Ἀγάπη, ἅγια λάμπα, ἀπὸ τὴ στάχτη
ξεσπᾷ ἀγνάντια στὴν ὄχτρητα καὶ στ᾿ ἄχτι.
Ὀμορφιά
Σὲ σταυροδρόμια ἀγέλαστα, ὅπου σκλάβοι
τῆς δουλειᾶς τυραγνιοῦνται στὸ λιοβόρι,
σὰν κολασμένοι, ἐμπόροι καὶ μαστόροι,
κι ὅλους, ἀπὸ τὸ χτίστη ὡς τὸ μανάβη,
Διάφορου δίψα μόνη τους ἀνάβει –
περνᾷς ἐσὺ τόμου σκολάσεις κόρη,
σὰν περιστέρι, καὶ τὸ ἁγνό σου θῶρι
τέλεια κάθε ἄλλη ἐπιθυμιά τους παύει.
Μακριὰ ἀπὸ τ᾿ ἀνθισμένα περιβόλια
καὶ ἀφώτιστοι ἀπ᾿ τῆς τέχνης τὴν ἀχτίδα,
ὅμως γιὰ σὲ ξεχνοῦν κάθ᾿ ἔγνοια δόλια
Καὶ εἰρηνεμένοι σὰν ἀπὸ ἅγια ἐλπίδα
σὲ καμαρώνουν μουρμουρίζοντάς σου·
«Ἡ Παναγία, πιτσοῦνι μου, κοντά σου!»
Φάληρο
Εἶχε ὅλα της τὰ μάγια ἡ νύχτα· μόνη
ἐσὺ ἔλειπες. Ἀργὰ κινάω νὰ φύγω,
μὰ ξάφνου στὴ μπασιὰ τοῦ μπὰρ ξανοίγω
αὐτοκίνητο νὰ γοργοζυγώνει.
Μ᾿ ἐλπίδα σταματάω. Νά το, πλακώνει·
παραμερίζουν οἱ ἄλλοι· ἄσειστος μπήγω
τὴ ματιά μου στὰ μάτια σου· ἄλλο λίγο
ἀκόμα, καὶ ὁ σοφέρ σου μὲ σκοτώνει.
Ἀρχοντοπούλα μ᾿ ἄφταστα πρωτάτα,
μὲ τῶν Ἑφτὰ νησιῶν τὲς χίλιες χάρες
τετράξανθη ὀμορφιὰ γαλανομάτα.
Τοῦ θανάτου δὲ μ᾿ ἔπιασαν τρομάρες –
γλυκύτατες μ᾿ ἐλυώσανε λαχτάρες
νὰ συντριφτῶ κάτω ἀπὸ Ἐσὲ στὴ στράτα.
Παλιοκαστρίτσα
Σὰν πεθάνω ἐδῶ θἄρθω μὲ τὰ μύρια
φαντάσματα ἄυπνα μέσα σὲ ἄυλα γνέφια,
ἢ σὲ ἀσημοβολὴς μαϊκὰ σεντέφια
τ᾿ ἅγια τῆς νύχτας νὰ χαρῶ μυστήρια·
νὰ ἰδῶ τῶν ξωτικῶν τὰ πανηγύρια,
τῶν τελωνιῶν τὰ θεότρελλα κέφια.
Τοῦ Νεραϊδοχοροῦ νὰ ἀκούσω ντέφια
καὶ Σέρηνων τραγούδια ἢ καὶ μαρτύρια.
Καὶ ἅμα στὰ ἀστέρινά τους χρυσαμάξια
οἱ ἀγγέλοι φύγουν καὶ ὁ Ἥλιος φέξει πίσω,
ὕμνο στὴν τετραγάλανη μονάξια
πουλὶ τ᾿ ἄγριου γιαλοῦ θὰ κελαηδήσω·
τεχνίτρα ἡ πικροθάλασσα παράξια
τῆς λαλησιᾶς μου θὰ βαστάει τὸ ἴσο.
Στὴ Δημοτική
Εἶσ᾿ ἔμορφη, σεμνὴ χωριατοπούλα
καὶ στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης λουλουδίζεις,
δροσερὴ καὶ γελούμενη ροδίζεις
ὅπως στὸν οὐρανὸ ροδίζ᾿ ἡ αὐγούλα.
Καθὼς μέσ᾿ στὸ τριαντάφυλλο ἡ δροσούλα
ὅμοια λάμπει τὸ δάκρυ σου ἂν δακρύζεις.
Σὰ νύφη στὸ χορὸ γλυκογυρίζεις,
καὶ καμαρώνεις σὰν βασιλοπούλα.
Ὅλοι ἀντάμ᾿ ἂς φιλοῦν οἱ ἄλλοι μία
γριὰ φτιασιδωμένη, ἄσχημη, κρύα,
ποὺ κλαίει τὰ μαραμένα τας τὰ νιάτα.
Ἐγὼ σέν᾿ ἀγαπῶ, σέν᾿ ἀγκαλιάζω.
Ἂν τὴ φωνή σου ἀκούσω ἀναγαλλιάζω,
λυόνομαι στὰ φιλιά σου τὰ δροσάτα.
Ἀνάξιο
Στὸ φῶς σου σταματώντας, μία γαλήνη
θὰ ξαναβροῦνε οἱ λογισμοί μου οἱ πλάνοι,
καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς τ᾿ ἄυπνο καπλάνι
γιὰ λίγο τ᾿ ἄγριο νύχι θ᾿ ἁπαλύνει.
Μὰ ὁ καημὸς τῆς πατρίδας δὲ μ᾿ ἀφήνει·
ἀλλοιῶς ἤθε σοῦ πλέξω ἕνα στεφάνι
ποὺ ἄλλο ὅμοιο σὰν κι αὐτὸ νὰ μὴν ἐφάνη·
τόσο ἤθελε ἡ θωριά σου τ᾿ ὀμορφήνει.
Τοῦ νησιοῦ μου τὲς μύριες ὀμορφάδες
σὰν κι ἐμένα κανένας δὲν ἐχάρη,
ποὺ ὅλο περνάω πλαγιές, γιαλούς, κορφάδες,
μὰ σ᾿ ἐσὲ σταματῶ· γιατὶ ἔχει χάρη
κάλλιο πὰρ᾿ ἄλλη γῆς ἡ Κέρκυρά μου,
μὰ μέσ᾿ στὴν Κέρκυρά μου ἐσύ, κυρά μου.
Ἀνάξιο Β΄
Πόσες φορὲς μὲ τὴν ψυχή μου σ᾿ εἶδα
ν᾿ ἀκουμπᾷς σὲ μία μαρμαροκολώνα
τοῦ ὑγροῦ ἀπὸ φεγγαρόφως Παρθενῶνα
σὰ σὲ κρίνο ἁπαλὸ μάγου ἄστρου ἀχτίδα.
Καὶ τώρα ἀπ᾿ τὴ μεγάλη Πυραμίδα
ἀνάερα πλὲς μὲ ἀθανασίας κορῶνα,
σὰ νὰ ἐζοῦσες ἰσόθεη στὸν αἰῶνα
τῶν ὡραίων καὶ ὑψηλῶν ἀντιφεγγίδα.
Σὰ θὰ ξανᾶμαι ἀγνάντια σου, καὶ ὀμπρός μου
θὰ λάμπουν τὰ δύο μάτια σου, θὰ λέω
πὼς βλέπω ὅλα τὰ θάματα τοῦ κόσμου,
πὼς ἀγκαλιάζω ὅ,τι ὑψηλὸ καὶ ὡραῖο,
καὶ ξεψυχώντας στὸ φῶς τῆς εἰδῆς σου
τὴ γλύκα θ᾿ ἀγρικῶ τοῦ παραδείσου.
Ἔρως καὶ θάνατος
Μὲ ἐκοίταξε ἕνα σούρουπο τὸ Μάη,
τὸ μοσκοβολισμένο Μάη τὸ μήνα,
καὶ ἡ ματιά της γιὰ πάντα μοῦ ἐπρομήνα
εὐτυχία, ποὺ τὸ οὐδὲν δὲν πεθυμάει.
Μὰ ὁ πόθος δὲ χορταίνει ὅσο κι ἂ φάει,
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου μπήγεται σὰ σφήνα·
σὰ διψασμένη λυώνεται ἀλαφίνα
ἡ ψυχὴ ὅση γλύκα κι ἂ ρουφάει.
Μάγο, ἀνέσπερο φέγγος τοῦ θανάτου,
ἐσύ, ναί, μὲ γλυκιὰ παρηγορία
πραΰνεις καθενὸς τὰ βάσανά του.
Μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀλαβάστρινην ὑδρία
ὅ,τι κι ἂν τάζῃς δίνεις κιόλας, ἀφανίζεις
τὴν πεθυμιά, τοὺς ὕπνους αἰωνίζεις.