Η βίαιη επιβολή καλλιτεχνικών κινημάτων αποτέλεσε μια πραγματικότητα χωρίς σύνορα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Θύμα του ιδεολογικού και πνευματικού περιορισμού έπεσε και η Ουκρανία, ως μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός αποτέλεσε το μοναδικό καλλιτεχνικό κίνημα που υπερίσχυσε στην τέχνη της ΕΣΣΔ από το 1930. Ο όρος σοσιαλιστικός ρεαλισμός και οι θεωρητικές του βάσεις υιοθετήθηκαν επίσημα από το Πρώτο Συνέδριο Συγγραφέων της ΕΣΣΔ τον Αύγουστο 1934, όταν ιδρύθηκε η Σοβιετική Ένωση Συγγραφέων. Όσοι δραστηριοποιούνταν σε άλλους τομείς, όπως θέατρο, ζωγραφική, γλυπτική, κινηματογράφος και μουσική, οργανώθηκαν επίσης σε ενιαία καλλιτεχνικά σωματεία και υιοθέτησαν τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ως βασική δημιουργική μέθοδο.
Σύμφωνα με το ψήφισμα του πρώτου συνεδρίου της Ένωσης Συγγραφέων: «ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός απαιτεί μια αληθινή, ιστορική και συγκεκριμένη απεικόνιση της πραγματικότητας στην επαναστατική του εξέλιξη. […] Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός εγγυάται στον καλλιτέχνη τον αποκλειστικό έλεγχο της δημιουργικής πρωτοβουλίας και την επιλογή της μορφής, του στυλ και του είδους.» Ωστόσο, η πραγματικότητα διέφερε σημαντικά από την αρχική ερμηνεία των λόγων. Η «απεικόνιση της πραγματικότητας στην επαναστατική του εξέλιξη» σήμαινε ότι η λογοτεχνία και η τέχνη επρόκειτο να χρησιμεύσουν ως εξυμνητικά εικονογραφήματα των πολιτικών του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η ουσία ενός έργου βρισκόταν στην απόδοση αυτού που είναι, υπό το πρίσμα όμως αυτού που θα γίνει. Όπως αναφέρει και ο Τρότσκι, ο κοινωνικός ρεαλισμός απείχε αρκετά από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Η πραγματικότητα παρουσιαζόταν διαστρεβλωμένη και ιδανική, σύμφωνα με τις φιλοδοξίες της Κυβέρνησης.
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, στην προσπάθεια να αποκρύψει την ανεπάρκεια του περιεχομένου και της μορφής του, καθόρισε από νωρίς ορισμένα από τα αμετροεπή χαρακτηριστικά του. Στη λογοτεχνία ήταν υπεύθυνος για την παρουσία άχρηστων πληροφοριών και στατιστικών δεδομένων και την κατάχρηση τεχνητών λεκτικών διακοσμήσεων, επιθέτων και παρομοιώσεων. Από την τάση δεν ξέφυγαν ανώτεροι συγγραφείς της ουκρανικής λογοτεχνίας όπως ο Oles Honchar και Pavlo Zahrebelny. Προκλήθηκε ακόμη μια παρακμή του λεξιλογίου, μια τάση προς το τεχνητό πάθος και τον υπερβολικό συναισθηματισμό, όπως στα μυθιστορήματα του Mykhailo Stelmakh, και μια αίσθηση ηθικού ψευδοδιδακτισμού. Στη ζωγραφική οδήγησε σε υπερβολικό πάθος, ωραιοποίηση και φωτογραφική απόδοση των «παγωμένων μορφών».
Η εξέλιξη του κινήματος ακολούθησε παράλληλη πορεία με τις συνθήκες του καθεστώτος. Κατά την πρώτη του περίοδο (1934–41) οι θεματικές επιλογές περιοριζόταν σε απεικονίσεις εκβιομηχάνισης και κολεκτιβοποίησης. Στη ζωγραφική η εστίαση ήταν κυρίως σε πορτρέτα και μνημεία του Ιωσήφ Στάλιν. Η ποίηση περιορίστηκε σε στιλβωμένες ωδές για το ΚΚΣΕ με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα ουκρανικά έργα «Το κόμμα οδηγεί τον δρόμο» του Pavlo Tychyna και το «Τραγούδι για τον Στάλιν»του Maksym Rylsky. Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η τέχνη επικεντρώθηκε στην πατριωτική αφίσα και τη σατυρική καρικατούρα, ενώ η λογοτεχνία κυριαρχούνταν από πατριωτικά θέματα.
Σταδιακά το θέμα της δοξολογίας του Ρώσου «μεγάλου αδερφού» εισχώρησε και εντάθηκε μετά τον πόλεμο, φτάνοντας στο αποκορύφωμά του κατά τους «εορτασμούς της ενοποίησης» του 1954. Αντικατοπτρίστηκε σε διάφορα είδη και μέσα: στην πεζογραφία, σε έργα όπως το “Pereiaslavs’ka rada” του Natan Rybak, στη ζωγραφική στο “Council Pereiaslav” του Mykhailo Derehus και στο “Forever with Moscow, Forever with the Russian People” του M. Khmelko. Το θέμα παρέμεινε σταθερό στην ουκρανική σοσιαλιστική-ρεαλιστική λογοτεχνία και τέχνη. Στο τελευταίο του στάδιο ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός εγκωμιάστηκε για τον κομματικό προσανατολισμό και λαϊκισμό του (“narodnism” από τη ρώσικη λεξη narod που σημαίνει «λαός, κόσμος»).
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός επιβλήθηκε σε σημαντικό βαθμό μέσω των βίαιων καταστολών. Όσοι καλλιτέχνες αρνήθηκαν να ακολουθήσουν την πεπατημένη χαρακτηρίστηκαν ως «αφαιρετικοί» και «μοντερνιστές». Στη δεκαετία του 1930, περισσότεροι από 300 συγγραφείς εκτελέστηκαν ή αντιμετώπισαν σκληρό µποϊκοτάζ . Μερικοί ζωγράφοι, όπως ο Anatoli Petritsky, επέζησαν αλλά τα έργα τους καταστράφηκαν. Πολλοί καλλιτέχνες, συμπεριλαμβανομένων των Mykhailo Boichuk, Sofiia Nalepinska, Vasyl Sedliar και Ivan Padalka, πυροβολήθηκαν. Στο όνομα της νέας μορφής αποδεκατίστηκε και το θέατρο. Το θέατρο Berezil εκκαθαρίστηκε, ο ιδρυτής και σκηνοθέτης του, Les Kurbas, και ο κύριος θεατρικός συγγραφέας του, Mykola Kulish, πέθαναν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Περίφημοι ηθοποιοί, όπως ο Yosyp Hirniak, φυλακίστηκαν.
Οι θεωρητικοί του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στήριξαν τα γραπτά τους στα έργα του Καρλ Μαρξ, του Φρίντριχ Ένγκελς και του Βλαντιμίρ Λένιν, σε διάφορα ψηφίσματα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και στις ομιλίες διαφόρων ηγετών του Κόμματος. Ένας μεγάλος όγκος κειμένων που δημιουργήθηκαν σε αρκετές δεκαετίες μέχρι του 1990 αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από δογματικές δηλώσεις και τετριμμένες ερμηνείες τεχνητά επιλεγμένων αποσπασμάτων από επίσημα αποδεκτά έργα. Μετά την ανακοίνωση της Περεστρόικα το 1985, οι δογματικοί περιορισμοί οπισθοχώρησαν. Η αναφορά στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό έχει σε μεγάλο βαθμό αποφευχθεί, ειδικά μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Τελικά, η χρήση του όρου εξαφανίστηκε ουσιαστικά από τη σύγχρονη τέχνη και λογοτεχνία της ανεξάρτητης Ουκρανίας.
Κείμενο: Μαίρη Ουρουμίδου (Lavart)
Πηγές φωτογραφιών: Εξώφυλλο, 1, 2
Βιβλιογραφία: Χαραλαμπίδης, Α. 2018. Η τέχνη του εικοστού αιώνα2. Θεσσαλονίκη: 25, 301-322.