8 ποιήματα για την αλήθεια του πολέμου
Από την εποχή του Ομήρου μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει τίποτα που να μην το έχουν γράψει η ποιητές. Για τον πόλεμο, τη βαναυσότητα του, την ασχήμια του έχουν μιλήσει ξανά και ξανά. Και όμως τελικά αυτός πάντα επιστρέφει.
Ειρήνη (Γιάννης Ρίτσος)
Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη.
Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη.
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα,
είναι η ειρήνη.
Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
κ’ οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που ‘σκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρα
και στις καρδιές που ‘καψε η πυρκαϊά δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κ’ οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
…
Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα κ’ ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει.
Τότε που τα στάχυα γέρνουν τόνα στ’ άλλο λέγοντας: το φως το φως, το φως,
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως
είναι η ειρήνη.
…
Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφέ μου — όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε
είναι η ειρήνη.
…
Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας.
Μονάχα αυτό.
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθειές αυλακιές σ’ όλη τη γης
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη. Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη.
Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο (Nικηφόρος Βρεττάκος)
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο
να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατηφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντηλιού: ένας κόσμος χαμένος.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ’ τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ’ τ’ αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ’ το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.
μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ’ ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας
το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,
το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας,
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα,
που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ’ το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ’ το θάνατο.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα ‘ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Οφειλή (Τίτος Πατρίκιος)
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ’ έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.
Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου (Μπέρτολτ Μπρεχτ)
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ
Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει
Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να’χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής
Πώς ν’αναρωτηθούν πού’θε έρχονται
Και πού πηγαίνουν
Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τά’χουν ακόμα δει
Όταν σημαίνει η ώρα τους
Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι’αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δεν θα υψωθούν
Το ημερολόγιο
Δεν δείχνει ακόμα την ημέρα
Όλοι οι μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι ανοιχτές
Κάποια απ’ αυτές θα σφραγιστεί
Μ’ έναν σταυρό
Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι’αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται
Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα’ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λες πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Πόλεμος και ειρήνη
Είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
Μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα
Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από την μάνα
έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά
ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Μιλάνε για ειρήνη
Ο απλός λαός ξέρει
Πως έρχεται ο πόλεμος
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Καταριούνται τον πόλεμο
Διαταγές για επιστράτευση
Έχουν υπογραφεί
Στον τοίχο με κιμωλία γραμμένο
Θέλουνε πόλεμο
Αυτός που το΄χε γράψει
Έπεσε κι όλας
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Να ο δρόμος για τη δόξα
Αυτοί που είναι χαμηλά λένε
Να ο δρόμος για το μνήμα
Τούτος ο πόλεμος που έρχεται
Δεν είναι ο πρώτος
Πριν απ’ αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμοι
Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος
Υπήρχαν νικητές και νικημένοι
Στους νικημένους ο φτωχός λαός
Πέθαινε απ’ την πείνα
Στους νικητές ο φτωχός λαός
Πέθαινε το ίδιο
Σαν θα’ρθει η ώρα της πορείας
Πολλοί δεν ξέρουν
Πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
Είναι του εχθρού τους η φωνή
Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
Είναι ο ίδιος τους ο εχθρός
Νύχτα
Τ’ανδρόγυνα ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους
Οι νέες γυναίκες θα γεννήσουν ορφανά
Στρατηγέ το τανκς σου
Είναι δυνατό μηχάνημα
Θερίζει δάση ολόκληρα
Κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται οδηγό
Στρατηγέ το βομβαρδιστικό
Είναι πολυδύναμο
Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο
Κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει βάρος πιο πολύ
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται πιλότο
Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ
Ξέρει να πετάει
Ξέρει και να σκοτώνει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-ξέρει να σκέφτεται
Απόσπασμα από τον Επαναστάτη (Bidrohi)
Εξαντλημένος από τις μάχες, εγώ, ο μεγάλος επαναστάτης
Θα αναπαυθώ εν ειρήνη μόνο όταν βρω
Τον ουρανό και τους αιθέρες ελεύθερους από τα λυπηρά βογγυτά των καταπιεσμένων.
Μόνο όταν τα πεδία των μαχών θα είναι καθαρά από τον θόρυβο των αιμοσταγών σπαθιών,
Εξαντλημένος από τις μάχες, θα αναπαυθώ εν ειρήνη
Εγώ, ο μεγάλος επαναστάτης.
Απόσπασμα από τη Ρωμιοσύνη (Γιάννης Ρίτσος)
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ’ οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ’ την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ’ έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γένειά τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.
Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ’ η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.
Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.
Να με προσμένεις (Κονσταντίν Σιμόνοφ)
Να με προσμένεις, θα ‘ρθω ξανά!
Με ό,τι έχεις μέσα σου, να περιμένεις,
στη θλιβερή κίτρινη βροχή, να με προσμένεις
όταν οι άλλοι λένε, μην προσμένεις πια!
Όταν το χιόνι πέφτει γοργά,
τα καλοκαίρια γίνονται καυτά,
όταν το χθες είναι πλέον παρελθόν
όταν η λήθη έλθει τ’ αλλονών·
να περιμένεις, όταν απ’ το μέρος το μακρινό
γράμμα δεν θα φτάσει,
και όταν όλοι αυτοί που μαζί σου καρτερούν
δε μ’ έχουν ζωντανό.
Να με προσμένεις, θα ‘ρθω ξανά!
Με υπομονή, να καρτεράς,
όταν οι άλλοι λεν ‘ συνειδητά
ν’ αρχίσεις να ξεχνάς!…
Και όταν οι αγαπημένοι μου σου πουν
πως έχω πια χαθεί
και οι φίλοι μου ακόμη αποκαρτερούν
κάτσε ν’ αναλογιστείς…
ένα πικρόπιοτο κρασί σου πουν να πιεις
– για τον νεκρό μας φίλο!
Καρτέρα! Τούτο το ποτήρι μην το πιεις
περίμενε με ζήλο!
Να με προσμένεις, θα ‘ρθω ξανά!
Κάθε μοίρας, γλιστρώντας
«τι τυχερός αυτός!» θα πουν
εκείνοι που δεν περίμεναν, ξεχνώντας.
Πως μες στης μάχης την κλαγγή,
αγαπημένη, περιμένοντάς με ‘συ!
έσωσες τη ζωή μου.
Θα το ξέρουμε μόνο εγώ και εσύ
πως πέρασα απ’ όλ’ αυτά
απλά έχοντας τη προσμονή εσύ,
και άλλος κανείς….
Απόσπασμα από τη Μάχη στην Άκρη της Νύχτας (Τάσος Λειβαδίτης)
[…]
Πέντε δίκοχα γύρω
ο λοχαγός δίχως όνομα
ένα παιδί γυμνό
κρεμασμένο απ’ τα χέρια
αυλακωμένο το σώμα του
κουρελιασμένο aπ’ τις βουρδουλιές
μόλις πατάν τα νύχια του στο πάτωμα
όπως σηκώνεται κανείς να δει
ένα κορίτσι πού γελάει πισ’ απ’ το φράχτη.
Ο λοχαγός τον ρωτάει.
Ο βούρδουλας καίει το πετσί
ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα
ο πόνος γίνεται ο ίδιος σώμα
ύστερα θυμάται
ένα μισοχτισμένο σπίτι στη γωνιά
το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες
μα γιατί ένα τόσο μικρό παιδί
για τόσο μεγάλες πέτρες
τα ποδαράκια του λυγίσαν ξαφνικά
δεν πρόφτασε να πιαστεί
το παιδικό κρανίο κάτω στις πλάκες
άνοιξε
μια γυναίκα αλαλίασμένη
φώναζε μονάχα: μη…
Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει να θυμάται
και να ζήσει.
Θέλει να ζήσει
όπως θέλετε κι εσείς.
Στο τραπέζι χαρτιά
ένα μονόφθαλμο πηλήκιο
το αίμα του κάτου στο πάτωμα
ζωγράφιζε σχέδια φανταστικά.
Ο βούρδουλας κάνει έν’ αυλάκι
ένα χέρι στο σκοτάδι
το ταβάνι στάζει νερά
η αδερφή του
δίπλα στο σβηστό μαγκάλι
δε μιλάει
κοιτάζει μακριά.
Κείνο το βράδυ ήταν παράξενη
μιλούσε ώρες
θυμάται μοναχά μια λέξη
ακατανόητη λέξη
— χαρά.
Το ίδιο βράδυ χάθηκε με κάποιον.
Πέθανε στη γέννα μάθαμε.
Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει να ονειρεύεται
και να ζήσει.
Η μέρα είναι ακόμα μακριά
και φοβάται μη γονατίσει
όπως φοβόσαστε κι εσείς.
Ένα τετράγωνο νύχτας
στ’ ανοιχτό παράθυρο
το πρόσωπο του ματωμένο
σαν τις αποκριάτικες μάσκες
που μας τρομάζανε παιδιά.
Ο λοχαγός ανάβει τσιγάρο.
Το φυτίλι πήρε φωτιά
τα χέρια του συντρόφου του είναι γρήγορα
όπου να ‘ναι θα φτάσει στο δυναμίτη
όπου να ‘ναι έρχεται η άνοιξη.
Σωπαίνανε στο γυρισμό
κάθε τόσο τα χέρια τους άγγιζαν
ο σύντροφός του μίλαγε ψευδά
ντρεπόταν και μιλούσε λίγο.
Ο λοχαγός τον ρωτάει
ξαναρωτάει
η γυναίκα αλαλιασμένη
όλο φωνάζει: μη…
Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει ν’ αγαπάει
και να ζήσει.
Ο λοχαγός λέει: μίλησε
ο βούρδουλας λέει: μίλησε
η νύχτα του λέει: μίλησε
μα η νύχτα είναι λίγη
οι σύντροφοι πολλοί
κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα
όπως θα κάνατε κι εσείς.
[…]
Σταμάτησαν δυο φορτηγά
τα φανάρια τους πάνω μας.
Εμείς
όλο περιμένουμε.
Ένα κομμάτι ασβέστη
στα μάτια μας το φως
σαν ένα σακί με κόκκαλα
στην πλάτη μας η νύχτα.
Ένας κοντόχοντρος λοχαγός
ξεκόλλησε απ’ το σκοτάδι
το πηλήκιο στραβά
έν’ αποτσίγαρο στα δόντια
οι σκοποί
χαμηλώνουν τα κράνη τους
ακροβολίζονται.
Μα γιατί τα χαμηλώνουν.
Τότε ένα σφύριγμα
και ξαφνικά
ακούστηκαν τα πολυβόλα
τα-τα-τα
μια κραυγή
ένα ουρλιαχτό
τα πολυβόλα δεν ακούνε
τα-τα-τα
τα-τα
τρέχουμε στο σκοτάδι
που πάμε
σε κάθε ύψωμα μας περιμένουν
τα-τα-τα.
Οι σφαίρες σφυρίζουν μια στιγμή
ένα σκισμένο πρόσωπο
οι σφαίρες καρφώνουν το σκοτάδι
κάποιος σηκώνει το σακάκι του
μήπως κρυφτεί
κανείς δε θέλει να πεθάνει
ο άλλος κουλουριάζεται
γίνεται ένα μικρό κουβάρι
να σωθεί.
Ένα κομμάτι μολύβι
ξέρετε τι θα πει
όταν κρυώνει κανείς.
Όταν δε θέλεις να πεθάνεις
ξέρετε τι θα πει
ζωή.
Κάποιος κολλάει στο χώμα
Θα ‘θελε να ‘ναι
ένα με το χώμα.
Τα πολυβόλα
δεν ξέρουν πως έχουμε μητέρα
τα-τα-τα
τα-τα.
Ένας κάνει να τρέξει
ο άλλος κρεμιέται πάνω του
δεν τον αφήνει
ένας ουρλιάζει
όλο το πρόσωπο ένα στόμα
τα-τα-τα.
Οι σφαίρες δαγκώνουν μια στιγμή
ύστερα τίποτα
οι σφαίρες δε βλέπουν στο σκοτάδι
ξέρετε τι θα πει ζωή
τα-τα-τα
τα-τα
[…]