Ο Άνθρωπος του Θεού είναι μια κινηματογραφική παραγωγή του 2021 σε σκηνοθεσία της νεοεμφανισθείσας στα ελληνικά δρώμενα Γελένα Πόποβιτς, η οποία παραδόξως και πέρα από κάθε πρόβλεψη «έσπασε τα ταμεία». Η πλοκή της βασίζεται στη ζωή του αγιοποιημένου Επισκόπου Πενταπόλεως Νεκταρίου.
Το ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι ότι, πέρα των άλλων γνωστών Eλλήνων και Ξένων ηθοποιών, πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο Άρης Σερβετάλης, ως Επίσκοπος Νεκτάριος. Ο ηθοποιός που είχαμε απολαύσει, λοιπόν, ως τον μποέμ Λάζαρο στη σειρά του MEGA Είσαι το Ταίρι μου, «παίρνει» για τις ανάγκες της παραγωγής το χρίσμα του…ιερωμένου!
Βέβαια, πέρα από το παράδοξο αυτό γεγονός για πολλούς θεατές, η πολυδιαφημιζόμενη αυτή ταινία είχε πολλά ενδιαφέροντα σημεία και στιγμές που πρέπει να αναλυθούν, αφού πραγματοποιηθεί μια σύντομη αναφορά στη βασική ιστορία.
Μέσα από τον κινηματογραφικό φακό, λοιπόν, η σκηνοθέτης μάς γυρνάει πίσω στα πρώτα χρόνια ζωής του Νεκτάριου στην Αίγυπτο, όταν ήταν ακόμη Επίσκοπος της Πεντάπολης.
Εκεί ενώ είναι αγαπητός στα πιο λαϊκά στρώματα, προσφέροντας αφιλοκερδώς όχι μόνο ηθική αλλά και υλική βοήθεια, συκοφαντείται από τους επίσημους εκκλησιαστικούς κύκλους, οι οποίοι βλέπουν στο πρόσωπό του έναν ζηλωτή και ταυτόχρονα διεκδικητή της εξουσίας τους, και εν τέλει εκδιώκεται, καταφεύγοντας πάλι στην κυρίως Ελλάδα.
Μέσα σε ένα κλίμα αποκλεισμού και πολέμου (και) από τους ελλαδίτικους φορείς της Εκκλησίας, τελικά καταφέρνει μετά από μεγάλο διάστημα ανεργίας να επιλεχθεί ως ιεροκήρυκας στην Εύβοια, σε πολύ δυσμενείς συνθήκες για τον ίδιο, μέχρι που, μετά από πιέσεις πλούσιων θαυμαστών του, διορίζεται ως δάσκαλος στη Ριζάρειο Σχολή.
Παρά τις παρουσιαζόμενες διαφορές του με το εκπαιδευτικό κλίμα της Σχολής, η οποία ρέπει περισσότερο προς μια εκκοσμικευμένη διδασκαλία δυτικού τύπου, καταφέρνει με τον προσωπικό ασκητισμό του να καλλιεργήσει τον σεβασμό των μαθητών και των άλλων δασκάλων προς το πρόσωπό του.
Σε αυτό το υποστηρικτικό γι’ αυτόν περιβάλλον και με τη βοήθεια του βοηθού του Κώστα εκδίδει τα κείμενα του και αρχίζει πάλι το έργο που είχε αφήσει στη μέση στην Αίγυπτο, δηλαδή το θρησκευτικό κήρυγμα και την προσφορά βοήθειας σε όσους είχαν ανάγκη.
Όμως, παρόλο που απέκτησε μεγάλη δημοφιλία, τόσο η αποτυχία του να γίνει Πατριάρχης Αλεξάνδρειας όσο και μια εσώτερη κλίση του προς την απομόνωση τον οδηγούν, εν τέλει, στο να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να καταφύγει στην Αίγινα.
Εκεί βοηθώντας κάποιες μοναχές που χειροτόνησε να ανοικοδομήσουν ένα πρώην εγκαταλελειμμένο Μοναστήρι, τελικά επιλέγει και ο ίδιος τη μοναστική ζωή.
Η πορεία του, όμως, αυτή δεν θα ήταν εύκολη, καθώς η «άναρχη» φύση του που μας θυμίζει περισσότερο πρωτοχριστιανό και όχι τόσο έναν ιερωμένο που ανήκει στη θεσμοθετημένη μορφή οργάνωσης της πίστης, όπως την ορίζει η Εκκλησία, τον φέρνει για ακόμη μια φορά ενώπιον των εκκλησιαστικών φορέων καθώς και κάποιων μελών της τοπικής κοινωνίας.
Ζώντας μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον συνεχούς πολέμου στο πρόσωπό του, που φτάνει μέχρι και στην επέμβαση της αστυνομίας μετά από ψευδή καταγγελία για αποπλάνηση των μοναχών, και έχοντας αρρωστήσει βαριά, τελικά θα αφήσει την τελευταία πνοή του στο νοσοκομειακό κρεβάτι.
Βλέποντας τώρα την ταινία από απόσταση, αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι ότι δεν αποτελεί στόχο της να πείσει ή να προσηλυτίσει τον μη πιστό θεατή, καθώς δεν προβάλλονται ως δεδομένα ούτε η «αγιότητα» του Νεκταρίου αλλά ούτε επίσης η «υπερφυσική αλήθεια» της Ορθοδοξίας.
Εξάλλου, σκοπός της πλοκής είναι να επικεντρωθεί και να εξανθρωπίσει, αρκετά καλά μπορούμε να πούμε, έναν άνθρωπο που πόνεσε και ταλαιπωρήθηκε και ο οποίος τελικά και κατά παράδοξο τρόπο αγιοποιήθηκε από την επίσημη Εκκλησία, ενώ υπήρξε φορέας ενός μη θεσμικού και πιο προσωπικού-βιωματικού «αιρετικού» χριστιανισμού.
Λόγω αυτού η συγκεκριμένη παραγωγή δεν μπορεί να ανταποκριθεί τόσο στις απαιτήσεις θεατών που προσπαθούν να βρουν στοιχεία, ώστε να ταυτιστούν, μιας γνησίως πουριτανικής, αστικής και «μετρημένης» ζωής στον Νεκτάριο όσο και στις αντίστοιχες απαιτήσεις μίας άλλης κατηγορίας θεατών που επιδιώκουν να βρουν, μεροληπτώντας, αρνητικά στοιχεία στην ταινία, λόγω μιας εξ αρχής εχθρικής στάσης και κριτικής διάθεσής τους προς οτιδήποτε θυμίζει ή φέρνει στον νου την επικρατούσα θρησκεία.
Κλείνοντας, η ταινία, παρόλα τα εμφανή σκηνοθετικά λάθη και τις παραλήψεις της, έμμεσα διδάσκει ακόμη και σε όσους από εμάς δεν έχουμε κάποια ακλόνητη πίστη σε συγκεκριμένα δόγματα, ότι εν τέλει αυτό που απομένει στον άνθρωπο δεν είναι τόσο οι επιβεβλημένες από έξωθεν «παραδεδομένες αλήθειες», αλλά η αναβαπτιζόμενη μέσα στην άβυσσο της ύπαρξης, ατομική πρόσληψή του περί του κόσμου – «υπερφυσικού» ή μη.
Διαβάστε επίσης:
«Ο Άνθρωπος του Θεού» έρχεται το καλοκαίρι στους κινηματογράφους
Κείμενο: Γιώργος Δρίτσας (Lavart)