Το πείραμα Bobo doll αποτελεί μία αξιοσημείωτη μελέτη πάνω στην επιθετικότητα και διεξήχθη από τον ψυχολόγο Albert Bandura. Το πείραμα έδειξε πως τα παιδιά είναι ικανά να μάθουν μέσω της παρατήρησης της συμπεριφοράς των ενηλίκων.
Όσον αφορά την διαδικασία, στο πείραμα Bobo doll μία ομάδα ερευνητών κακοποιούσε σωματικά και λεκτικά μία φουσκωτή κούκλα μπροστά στα μάτια μικρών παιδιών. Αυτό οδήγησε αργότερα τα παιδιά στο να μιμηθούν αυτή τη συμπεριφορά και να πράξουν με τον ίδιο τρόπο επιτιθέμενα στην κούκλα.
Η έρευνα του Bandura πάνω στην επιθετικότητα, το πείραμα Bobo doll για το οποίο είναι πιο γνωστός, διεξήχθη το 1961 στο Πανεπιστήμιο του Stanford, όπου δίδασκε ο ίδιος. Για το πείραμα χρησιμοποίησε πλαστικά παιχνίδια που ονομάζονταν “Bobo dolls”, είχαν μήκος 1-1,5 μέτρο, ήταν βαμμένα σαν κλόουν και είχαν συγκεντρωμένο το βάρος τους στο κάτω μέρος, έτσι ώστε να επιστρέφουν σε μία όρθια στάση όταν έπεφταν από τα χτυπήματα. Τα υποκείμενα της μελέτης ήταν νήπια στο νηπιαγωγείο του Stanford και χωρίστηκαν σε 3 γκρουπ: το ένα γκρουπ παρατηρούσε επιθετική ενήλικη συμπεριφορά, το δεύτερο γκρουπ παρατηρούσε μη-επιθετική συμπεριφορά και το τρίτο γκρουπ δεν εκτέθηκε σε καμία συμπεριφορά.
Στο πρώτο στάδιο του πειράματος Bobo doll, κάθισαν τα παιδιά σε ένα τραπέζι και τους παρουσίασαν δραστηριότητες που συνήθως ενδιαφέρουν πολύ τα παιδιά, όπως αυτοκόλλητα, εικόνες κ.λπ. με σκοπό να ενεργοποιήσουν την παρατηρητικότητά τους. Έπειτα, πέρασαν σε πιο ενεργητικές δραστηριότητες που περιλάμβαναν παιχνίδια, συμπεριλαμβανομένης της κούκλας Bobo. Στο γκρουπ επιθετικής συμπεριφοράς, η κούκλα κακοποιήθηκε φυσικά (κλοτσιές, πέταμα αντικειμένων, γροθιές κ.λπ.) και λεκτικά (επιθετικές εκφράσεις ή υποτιμητικές εκφράσεις). Στο μη-επιθετικό γκρουπ, η κούκλα αγνοήθηκε σε σχέση με τα υπόλοιπα παιχνίδια. Μετά από 10 λεπτά, οι ενήλικοι πειραματιστές/πρότυπα έφυγαν από το δωμάτιο.
Δεύτερη φάση
Στη δεύτερη φάση στο πείραμα Bobo doll, τα παιδιά οδηγήθηκαν ατομικά σε ένα διαφορετικό πειραματικό δωμάτιο, όπου τους παρουσιάστηκαν νέα παιχνίδια (τρενάκια, αυτοκινητάκια, καρότσι για μωρό κ.λπ.). Για να επιβεβαιωθεί η υπόθεση ότι η παρατήρηση της επιθετικής συμπεριφοράς θα αυξήσει την πιθανότητα για επιθετική συμπεριφορά του παρατηρητή, τα παιδιά εκτέθηκαν σε μία κατάσταση που προκαλεί εκνευρισμό, αφού μετά από δύο λεπτά τους είπαν ότι δεν μπορούν να παίξουν άλλο με τα παιχνίδια. Έπειτα, τους είπαν ότι μπορούν να παίξουν, αλλά σε ένα άλλο δωμάτιο, όπου τους παρουσιάστηκαν παιχνίδια που θεωρούνται επιθετικά (η Bobo κούκλα και όπλα) και μη-επιθετικά (μαρκαδόροι, ζωάκια, μπάλες κ.λπ.).
Στο τελευταίο στάδιο του πειράματος, παρατηρήθηκε η συμπεριφορά των παιδιών για 20 λεπτά και αξιολογήθηκε σύμφωνα με το βαθμό σωματικής ή λεκτικής επιθετικής συμπεριφοράς που τους παρουσιάστηκε. Τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντικά πιο επιθετική συμπεριφορά στο γκρουπ των παιδιών που εκτέθηκαν σε αυτό το μοντέλο, σε σχέση με τα άλλα δύο γκρουπ. Πειράματα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν αυτή την τάση και κατέληξαν σε ποσοστό μίμησης της επιθετικής συμπεριφοράς 90%.
Συμπεράσματα
Το πείραμα Bobo doll έδειξε πως τα παιδιά είναι ικανά να μάθουν μέσω της μίμησης προτύπου και μάλιστα αρνητικές, επιθετικές συμπεριφορές. Τα ευρήματα του πειράματος υποστηρίζουν τη Θεωρία Κοινωνικής Μάθησης του Bandura (βλ. παρακάτω). Επομένως, είναι κρίσιμο να αναλογιστούμε τις επιπτώσεις των πράξεών μας και της βίας που προβάλλεται στα μέσα. Τα παιδιά δεν μαθαίνουν μόνο με τα λόγια, αλλά κυρίως με παραδείγματα.
*Σημείωση: Το πείραμα του Bandura σίγουρα έχει κάποιους περιορισμούς και οι γενικεύσεις χρειάζονται προσοχή. Επιπρόσθετα, πρέπει να κριθεί από ηθικής πλευράς, αφού είναι πιθανό τα παιδιά να υπέστησαν μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Κοινωνική μάθηση
Ο ορισμός της κοινωνικής μάθησης ως ψυχολογικής θεωρίας παρουσιάζει την μαθησιακή συμπεριφορά, η οποία ρυθμίζεται, επηρεάζεται και ελέγχεται από περιβαλλοντικούς παράγοντες κι όχι από έμφυτες ή εσωτερικές δυνάμεις. Ο Αμερικανός ψυχολόγος Άλμπερτ Μπαντούρα (Albert Bandura) είναι ένας από τους πρωτοπόρους που ερμήνευσαν την έννοια της κοινωνικής μάθησης. Κάνοντας πολλές μελέτες και πειράματα υποστήριξε ότι ο ρόλος της μάθησης στην ανάπτυξη των παιδιών κατέχει σημαντική θέση και διαδραματίζει καίριο ρόλο. Τα παιδιά παρατηρούν τους γύρω τους, μιμούμενα τις κινήσεις ή τις συμπεριφορές που βλέπουν και έτσι μαθαίνουν. Μαθαίνουν τη συμμετοχή, τη συνεργασία με τους άλλους, την επίθεση και την κοινωνική αλληλεπίδραση.
Στο κλασσικό έργο του Μπαντούρα για το ρόλο της μίμησης στη μάθηση, σε πειράματα που έκανε, τα παιδιά που είδαν κάποιον να τιμωρείται για επιθετική συμπεριφορά τείνουν να εκδηλώσουν λιγότερες επιθετικές αντιδράσεις συγκριτικά με τα παιδιά εκείνα που είδαν άλλον να αμείβεται για μια τέτοια συμπεριφορά ή με εκείνα που δεν είδαν ούτε τη μία περίπτωση ούτε την άλλη. Παρ’ όλα αυτά ο Μπαντούρα υποστήριζε ότι τα παιδιά σε όλες τις ομάδες μαθαίνουν την συμπεριφορά που μπορεί να βλέπουν ακόμη κι αν δεν εκδηλώνουν άμεση αντίδραση σε αυτή και δεν την μιμούνται. Αυτό συμβαίνει υπό διαφορετικές περιστάσεις.
Συμπερασματικά, η θεωρία της κοινωνικής μάθησης, που προέρχεται από την εργασία του Άλμπερτ Μπαντούρα, και την οποία επέκτειναν πολλοί ψυχολόγοι, προτείνει ότι η κοινωνική μάθηση που βασίζεται στην παρατήρηση είναι μια σύνθετη διαδικασία που περιλαμβάνει τρία στάδια:
• έκθεση στις αντιδράσεις των άλλων
• μίμηση και πρόσκτηση των συμπεριφορών που βλέπει το άτομο
• μεταγενέστερη αποδοχή των πρότυπων πράξεων ως οδηγητικών στοιχείων της συμπεριφοράς του υποκειμένου
H έρευνα του Μπαντούρα οδήγησε πολλούς ψυχολόγους στην αμφισβήτηση της εν δυνάμει “μαθησιακής πείρας” που προσφέρεται στα παιδιά μέσω κάποιων λαϊκών τηλεοπτικών εκπομπών, ηλεκτρονικών παιχνιδιών και κινηματογραφικών ταινιών, ειδικά εκείνων στις οποίες εμφανίζεται αντικοινωνική ή βίαιη συμπεριφορά. Οι μεταγενέστερες έρευνες πάνω στα αποτελέσματα της βίας στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο ήταν αμφιλεγόμενες. Έχουν προκύψει δύο αντίθετες θεωρίες. Η μία υποστηρίζει ότι η εξήγηση της βίας θα εξευγενίσει τέτοιου είδους δραστηριότητες (η εμπειρία είναι έμμεση, πράγμα που ελαττώνει τη δραστηριότητα), ενώ η άλλη υποστηρίζει ότι αυτή η θεώρηση αυξάνει τη δραστηριότητα. Τα αποδεικτικά στοιχεία ευνοούν την τελευταία θεωρία (Wikipedia).
Δείτε ακόμη:
Κείμενο: Εύη Καλαϊτζή (Lavart)
Πηγές πληροφοριών: britannica.com, simplypsychology.org