Η ανθρώπινη συμπεριφορά ήταν πάντα για τους ερευνητές ένα αίνιγμα, ένας γρίφος στον οποίο προσπαθούσαν να δώσουν απαντήσεις και πιθανές εξηγήσεις
Τα ψυχολογικά πειράματα -κυρίως τα κοινωνικά- αποτέλεσαν ιδιαίτερα δημοφιλή πρακτική κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ερευνητές και επιστήμονες στον κλάδο της ψυχολογίας σχεδίασαν και πραγματοποίησαν μερικά από τα μεγαλύτερα πειράματα, με σκοπό να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά υπό ορισμένες συνθήκες. Ψυχολογικές παρεμβάσεις και δοκιμές, όπως το «πείραμα του Milgram» που σχεδιάστηκε για να αξιολογήσει μέχρι πού θα έφταναν οι άνθρωποι υπακούοντας τυφλά σε κάποια εξουσία, «το πείραμα των κρατούμενων» του Philip Zimbardo που είχε ως στόχο να εξετάσει τη συμπεριφορά μιας ομάδας και τη σημασία των ρόλων, ή το «πείραμα του περαστικού θεατή» που διατύπωσε ότι η παρουσία άλλων αποθαρρύνει ένα άτομο από το να παρέμβει σε ένα κρίσιμο περιστατικό ή σε μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης, είναι παγκοσμίως γνωστά αν και, σε πολλές περιπτώσεις, σχολιάστηκαν και κατακρίθηκαν για τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησαν. Το κείμενο αυτό έχει ως σκοπό να κάνει μία σύντομη αναφορά σε ίσως λιγότερο γνωστά κοινωνικά πειράματα που επηρέασαν την οπτική μας για τον κόσμο ή συνέβαλαν σε μια βαθύτερη κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
1. Το πείραμα των στρατιωτών
Η νευροβιολογική και ιατροδικαστική έρευνα του Charles Morgan τον καθιέρωσε ως διεθνή εμπειρογνώμονα στη διαταραχή μετατραυματικού στρες και στην ανθρώπινη απόδοση υπό συνθήκες υψηλού στρες. Το 2006, δημοσίευσε τα αποτελέσματά του από ένα πείραμα που πραγματοποίησε σε 184 εκπαιδευόμενους των Ειδικών Δυνάμεων.
Σε συνεργασία με το πρόγραμμα SERE, δημιουργήθηκε μια ρεαλιστική προσομοίωση της περίπτωσης που οι στρατιώτες συλλαμβάνονταν και ανακρίνονταν από κάποιον εχθρό. Οι ανακρίσεις δεν ήταν πραγματικές. Η διαδικασία διαρκούσε μισή ώρα κατά την οποία οι Πράσινοι Μπερέδες των Ειδικών Δυνάμεων αντιδρούσαν σα να βρίσκονταν σε πραγματικό πόλεμο. Στο πρώτο στάδιο, ο Morgan έδειχνε στους συμμετέχοντες για λίγα λεπτά το περίπλοκο σχέδιο Rey-Osterrieth και, αφού το απομάκρυνε, τους ζητούσε να το ζωγραφίσουν από μνήμης. Η απόδοση των εκπαιδευόμενων ήταν εξαιρετική. Άλλωστε, εκπαιδεύονταν στην απομνημόνευση και αναπαραγωγή σύνθετων εικόνων. Δείτε όμως το αποτέλεσμα 15 λεπτά μετά την ανάκριση.
Η έκθεση σε συνθήκες στρες εξασθένησε τις οπτικές και χωρικές ικανότητες, τη μνήμη εργασίας και τις γνωστικές ικανότητες των πολύ καλά εκπαιδευμένων στρατιωτών. Το 80% των συμμετεχόντων σχεδίασε το σχήμα αποσπασματικά, όπως ένα παιδί προεφηβικής ηλικίας, γεγονός που δείχνει ότι ο προμετωπιαίος φλοιός ήταν προσωρινά σε καταστολή. Ο Morgan παρατήρησε ότι οι ενήλικες μετατρέπονταν σε παιδιά σε συνθήκες έντονου στρες. Το εύρημα αυτό προκάλεσε ανησυχία στην επιστημονική κοινότητα, αφού υπό κανονικές συνθήκες, η έκθεση σε υψηλά επίπεδα στρες θα μπορούσε να επηρεάσει τη μνήμη και τις γνωστικές λειτουργίες των στρατιωτών.
2. Το πείραμα της έκπληξης
Δύο Γερμανοί ψυχολόγοι, οι Achim Schützwohl και Rainer Reisenzeinb, δημιούργησαν ένα σενάριο για να διερευνήσουν την αποτύπωση της έκπληξης στο πρόσωπο των ανθρώπων.
Αρχικά, ζήτησαν από 60 φοιτητές να διασχίσουν έναν στενόμακρο διάδρομο και να μπουν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Εκεί τους έβαλαν να ακούσουν ένα ηχογραφημένο διήγημα του Franz Kafka και, αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία, ακολούθησε ένα τεστ μνήμης σχετικά με τα όσα άκουσαν. Όση ώρα οι φοιτητές συμμετείχαν στο υποτιθέμενο πείραμα, μία άλλη ομάδα ανθρώπων εργαζόταν για το πραγματικό πείραμα. Ο αρχικός διάδρομος αποτελούταν στην ουσία από προσωρινά χωρίσματα, τα οποία μετακινήθηκαν σχηματίζοντας έναν ανοιχτό χώρο με πράσινους τοίχους και μια κόκκινη καρέκλα στο κέντρο. Επιπλέον, για να διερευνήσουν τον ρόλο του κοινωνικού πλαισίου στην έκφραση της έκπληξης, σε δύο από τις τρεις πειραματικές συνθήκες, ένας άγνωστος ή ένας φίλος των συμμετεχόντων καθόταν στην καρέκλα στη μέση του δωματίου. Οι συμμετέχοντες έβγαιναν από το δωμάτιο νομίζοντας ότι θα βρεθούν στον ίδιο διάδρομο, αλλά…Έκπληξη!
Τα αποτελέσματα του πειράματος δεν επιβεβαίωσαν τη θεωρία του Δαρβίνου σχετικά με την αποτύπωση της έκπληξης στις εκφράσεις του προσώπου. Στην πραγματικότητα, οι πλήρεις εκφράσεις έκπληξης (π.χ., ορθάνοιχτα μάτια, ανασηκωμένα φρύδια, ανοιχτό στόμα) παρατηρήθηκαν μόνο στο 5% των συμμετεχόντων. Στο 17% των περιπτώσεων εντόπισαν μόνο δύο από αυτές τις εκφράσεις, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις εντόπισαν έναν συνδυασμό από καμία έκφραση ή άλλες εκφράσεις προσώπου (π.χ., σμίξιμο των φρυδιών) που δεν συνδέονται απαραίτητα με την έκπληξη.
Όπως ανέφερε ο Schützwohl, ένας εκ των δύο ψυχολόγων που οργάνωσαν το πείραμα, «οι συμμετέχοντες υπερεκτίμησαν σε μεγάλο βαθμό την έκφραση της έκπληξής τους. Έβγαλαν συμπεράσματα για τις πιθανές εκφράσεις του προσώπου τους, ως αντίδραση στο γεγονός που τους προκάλεσε έκπληξη, από πεποιθήσεις της λαϊκής ψυχολογίας σχετικά με τα συναισθήματα που συνδέονται με συγκεκριμένες εκφράσεις του προσώπου».
3. Το πείραμα της ψευδούς συναίνεσης
Το 1977, ο καθηγητής κοινωνικής ψυχολογίας Lee Ross στο Πανεπιστήμιο του Stanford πραγματοποίησε ένα πείραμα, το οποίο είχε ως στόχο να διερευνήσει το πώς οι άνθρωποι μπορούν εσφαλμένα να συμπεράνουν ότι οι άλλοι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο με τους ίδιους ή να σχηματίσουν μια «ψευδή συναίνεση» για τις πεποιθήσεις και τις προτιμήσεις των άλλων.
Στο πρώτο μέρος της μελέτης, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να διαβάσουν μια περίπτωση διαπληκτισμού μεταξύ δύο ατόμων και, στη συνέχεια, τους ενημέρωσαν για δύο εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης/επίλυσης της κατάστασης. Έπειτα, τους ζητήθηκε να απαντήσουν σε τρία ερωτήματα:
- Ποιον εκ των δύο τρόπων αντιμετώπισης πιστεύετε ότι θα επέλεγαν οι άλλοι άνθρωποι;
- Ποιον τρόπο αντιμετώπισης θα επιλέγατε εσείς;
- Περιγράψτε τα χαρακτηριστικά των ατόμων που θα επέλεγαν κάθε τρόπο αντιμετώπισης.
Αυτό που έδειξε η μελέτη ήταν ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες, ανεξάρτητα από το ποια από τις δύο απαντήσεις επέλεξαν, πίστευαν ότι οι άλλοι άνθρωποι θα αντιδρούσαν με τον ίδιο τρόπο με αυτούς. Αυτό το φαινόμενο αναφέρεται ως «ψευδής συναίνεση» και περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο πιστεύει ότι οι άλλοι άνθρωποι σκέφτονται με όμοιο τρόπο με εκείνο. Η δεύτερη παρατήρηση που προέκυψε από αυτήν τη μελέτη ήταν ότι, όταν οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να περιγράψουν τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που πιθανότατα θα επέλεγαν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης της σύγκρουσης από τον δικό τους, έκαναν τολμηρές και μερικές φορές αρνητικές προβλέψεις για τις προσωπικότητες εκείνων που δεν συμμερίζονταν τη δική τους επιλογή.
4. Το πείραμα των Schachter και Singer για τα συναισθήματα
Το 1962, οι Schachter και Singer από το Πανεπιστήμιο Columbia πραγματοποίησαν ένα πρωτοποριακό πείραμα για να αποδείξουν τη θεωρία τους περί συναισθημάτων.
Σε μία ομάδα 184 ανδρών χορηγήθηκε μία ένεση επινεφρίνης, μια ορμόνη που προκαλεί διέγερση, αυξημένους καρδιακούς παλμούς, ταχύπνοια και, κατά περιπτώσεις, αίσθημα φόβου. Έπειτα, χώρισαν τους συμμετέχοντες, στους οποίους είχαν χορηγήσει την ορμόνη, σε τρεις ομάδες. Η πρώτη ομάδα συμμετεχόντων ενημερώθηκε για την διεγερτική δράση του φαρμάκου, στη δεύτερη δεν δόθηκε καμία εξήγηση, και στην τρίτη ομάδα τους είπαν ψευδώς ότι ίσως νιώσουν πονοκέφαλο και ζαλάδα. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες οδηγήθηκαν σε δύο δωμάτια για να συμπληρώσουν κάποια χαρτιά. Ένας συνεργάτης των ερευνητών, που νόμιζαν ότι ήταν κάποιος άλλος συμμετέχων του πειράματος, συμπεριφερόταν στα άτομα του ενός δωματίου με ευφορία και στα άτομα του δεύτερου δωματίου με θυμό.
Σύμφωνα με τη θεωρία Schachter-Singer, τα συναισθήματα είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων: των φυσικών διεργασιών του σώματος και της γνωστικής διαδικασίας, κατά την οποία οι άνθρωποι προσπαθούν να ερμηνεύσουν αυτήν τη φυσιολογική απόκριση παρατηρώντας το περιβάλλον τους. Αυτό που οι Schachter και Singer προσπάθησαν να κατανοήσουν ήταν οι τρόποι με τους οποίους η γνώση ή οι σκέψεις επηρεάζουν το ανθρώπινο συναίσθημα. Πίστευαν ότι οι συμμετέχοντες που είχαν παραπληροφορηθεί για το φάρμακο θα απέδιδαν την απροσδόκητη διέγερσή τους στα γεγονότα του άμεσου περιβάλλοντος, δηλαδή η συμπεριφορά του πειραματικού συνεργάτη θα λειτουργούσε ως ερέθισμα για να αισθανθούν είτε ευφορία, είτε θυμό. Αντίθετα, οι φοιτητές που γνώριζαν τη διεγερτική δράση του φαρμάκου και η ομάδα ελέγχου, δεν θα επηρεάζονταν από τη συμπεριφορά του πειραματικού συνεργάτη. Πράγματι, η ομάδα ελέγχου δεν ένιωσε κάποια συναισθηματική διέγερση, οι σωστά ενημερωμένοι φοιτητές απέδωσαν την διέγερσή τους στο φάρμακο, ενώ η ομάδα που δεν της δόθηκε κάποια εξήγηση αισθάνθηκε το μεγαλύτερο θυμό. Η μελέτη τους αναδεικνύει τη σημασία του πώς οι άνθρωποι ερμηνεύουν τις φυσικές διεργασίες στο σώμα τους, οι οποίες αποτελούν σημαντικό συστατικό των συναισθημάτων.
5. Το φαινόμενο του φωτοστέφανου
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε το 1977 στο Πανεπιστήμιο του Michigan από τους Richard E. Nisbett και Timothy DeCamp Wilson.
Στο πείραμα συμμετείχαν φοιτητές που τους ζητήθηκε να αξιολογήσουν έναν εκπαιδευτή ψυχολογίας, καθώς τον παρατηρούσαν σε μια βιντεοσκοπημένη συνέντευξη. Οι μαθητές τοποθετήθηκαν τυχαία σε μία από τις δύο ομάδες, και σε κάθε ομάδα παρουσιάστηκε μία από τις δύο διαφορετικές εκδοχές της συνέντευξης με τον ίδιο εκπαιδευτή, έναν γαλλόφωνο Βέλγο που μιλούσε αγγλικά με αρκετά αισθητή προφορά. Στο πρώτο βίντεο, ο εκπαιδευτής παρουσίαζε τον εαυτό του ως ευχάριστο, σεβόμενο την νοημοσύνη και τα κίνητρα των μαθητών του, ευέλικτο στην προσέγγισή του στη διδασκαλία και ενθουσιώδη για το ερευνητικό του αντικείμενο. Στη δεύτερη συνέντευξη, ο ίδιος εκπαιδευτής παρουσίαζε τον εαυτό του λιγότερο συμπαθή. Φαινόταν «κρύος» και απόμακρος και ήταν αρκετά απόλυτος σε ό,τι αφορούσε τις μεθόδους διδασκαλίας του.
Αφού παρακολούθησαν τα βίντεο, ζητήθηκε από τους φοιτητές να βαθμολογήσουν τον καθηγητή ως προς την εξωτερική του εμφάνιση, τους τρόπους και την προφορά του (παρόλο που η προφορά του διατηρήθηκε η ίδια και στις δύο εκδοχές των βίντεο). Οι ερευνητές εξήγησαν στους φοιτητές ότι θα τους ενδιέφερε να μάθουν τον βαθμό στον οποίο η συμπάθειά τους προς τον καθηγητή επηρέασε την βαθμολογία τους. Αφού απάντησαν στο ερωτηματολόγιο, οι συμμετέχοντες εξέφρασαν τον προβληματισμό τους αναφορικά με τις απαντήσεις που έδωσαν. Ακόμα και όταν οι ερευνητές τους το επισήμαναν, οι περισσότεροι φοιτητές ανέφεραν ότι η κρίση τους για την εξωτερική εμφάνιση του καθηγητή, τον τρόπο που συμπεριφερόταν και την προφορά του, δεν επηρεάστηκε από το πόσο συμπαθής τους ήταν.
Το πείραμα αποδεικνύει ότι η γενική άποψη που έχουμε για έναν άνθρωπο, καθορίζει και τη γνώμη που σχηματίζουμε για τον χαρακτήρα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Το ενδιαφέρον σε αυτήν τη μελέτη έγκειται στο ότι οι άνθρωποι μπορούν να κατανοήσουν το φαινόμενο, αλλά δεν γνωρίζουν πότε συμβαίνει. Χωρίς να το συνειδητοποιήσουν, διαμορφώνουν κρίσεις και συχνά παρατηρείται ότι ελκύονται κατά κύριο λόγο από ανθρώπους που τους είναι αρεστοί, χωρίς να έχουν επίγνωση της φύσης και της επιρροής του φαινομένου του φωτοστέφανου.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Η διεξαγωγή ενός πειράματος απαιτεί πλέον την τήρηση διάφορων κανόνων δεοντολογίας και πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις του Κώδικα Δεοντολογίας της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρίας (ΑΡΑ). Πολλά από τα πειράματα που πραγματοποιήθηκαν στο παρελθόν δεν θα διεξάγονταν σήμερα, καθώς η μεθοδολογία και οι πρακτικές που χρησιμοποίησαν ήταν σε μεγάλο βαθμό αμφιλεγόμενες. Για παράδειγμα, ο Ολλανδός ιστορικός Rutger Bregman στο βιβλίο του «Ανθρωπότητα: μια απροσδόκητα αισιόδοξη ιστορία» ισχυρίζεται ότι το «πείραμα του Milgram», αν το προσεγγίσει κανείς με τις σημερινές γνώσεις ψυχολογίας, δεν βγάζει αυτά τα συμπεράσματα, ενώ το «πείραμα των φυλακισμένων» του Stanford ήταν μια απάτη! Βέβαια, τα πειράματα ψυχολογίας, όταν τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας, μπορούν να προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για να κατανοήσουμε καλύτερα την ανθρώπινη συμπεριφορά, τις ψυχικές ασθένειες και τη σχέση μεταξύ του μυαλού και του σώματος.
Πιθανόν η κατάσταση που βιώνουμε τώρα να αποτελεί το μεγαλύτερο και σημαντικότερο ψυχολογικό πείραμα που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ. Ο αντίκτυπος της πανδημίας στη σωματική και ψυχική υγεία των πολιτών ανά τον κόσμο είναι τόσο μεγάλος, που έχουν δημοσιευτεί ήδη περισσότερα από 3 εκατομμύρια άρθρα και κρίσεις για τις επιπτώσεις της. Σε ένα χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, επιβλήθηκε περίπου στο ένα τρίτο του πληθυσμού του πλανήτη ο περιορισμός της υποχρεωτικής παραμονής στο σπίτι. Αυτό σημαίνει ότι 2,6 δισεκατομμύρια άτομα – περισσότερα από όσα ζούσαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – βίωσαν τις συναισθηματικές, σωματικές και οικονομικές επιπτώσεις του νέου ιού. Ίσως, λοιπόν, να είναι το μεγαλύτερο ακούσιο ψυχολογικό πείραμα που πραγματοποιήθηκε ποτέ, τα αποτελέσματα του οποίου μόλις άρχισαν να δημοσιεύονται!
Βλέπε επίσης:
Κείμενο: Αθηνά Δανιηλίδου (Lavart)
Πηγές: 1, 2, 3. 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10
Malcom Gladwell (2020). Μιλώντας σε αγνώστους. Εκδόσεις Κλειδάριθμος