Το ζήτημα της συναίνεσης στα σεξουαλικά εγκλήματα δεν μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους
Συζητιέται πολύ το θέμα του βιασμού και των σεξουαλικών παρενοχλήσεων τις τελευταίες μέρες στη χώρα μας. Ο βιασμός και γενικότερα η σεξουαλική παρενόχληση είναι γεγονότα που συμβαίνουν και που έως τώρα η «κοινωνία», σαν μια αόρατη μα και τόσο ορατή οντότητα, προτιμούσε να τα κρύβει κάτω από το χαλί. Κανείς, βέβαια, δε μας διαβεβαιώνει πως δε θα συνεχίσει να πράττει το ίδιο. Εξάλλου, οι θύτες στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων δεν αποτελούν τον «τυχαίο» βιαστή που βρήκε λιπόθυμη από το ποτό τη Βίρνα Δράκου κάτω από μία γέφυρα και εκμεταλλεύτηκε την κατάστασή της, μα ανθρώπους που τα θύματα γνωρίζουν πολύ καλά. Ο πατριός ή η μητριά, ο εργοδότης, ο «φίλος», ο συγγενής, ο μανάβης της γειτονιάς, που κανείς δεν τον θεωρούσε ικανό να διαπράξει έγκλημα.
Έπρεπε τελικά να φτάσουμε στο σήμερα, για να συζητηθούν τόσο έντονα η σεξουαλική παρενόχληση και ο βιασμός; Και τι μπορεί να μας προσφέρει πραγματικά η συζήτηση που γίνεται τώρα; Κατ’ αρχάς, ευνοείται η δημιουργία ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος και κλίματος προς τα θύματα που ίσως θα διστάζουν λιγότερο πια να μιλήσουν (αυτό θέλω τουλάχιστον να ελπίζω πως θα συμβεί). Επιπλέον, η συζήτηση που πραγματοποιείται συνεισφέρει στο να έρθουν στην επιφάνεια και άλλα ζητήματα, άμεσα συνυφασμένα με τον βιασμό και τη σεξουαλική παρενόχληση και το σημαντικότερο αυτών είναι η συναίνεση.
Πριν από ενάμιση χρόνο περίπου, αναδύθηκε στον δημόσιο διάλογο το θέμα της συναίνεσης, με αφορμή την τροποποίηση του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα για τον βιασμό και τώρα ήρθε η ώρα να το ξαναθυμηθούμε και να δούμε, τι νόημα αποκτά πραγματικά στην περίπτωση των σεξουαλικών εγκλημάτων. Ας δούμε όμως και τι προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας για τον βιασμό:
1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις.
3. Αν η πράξη της παραγράφου 1 έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού ή είχε ως συνέπεια τον θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών.
4. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1, επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη.
Πριν από τον νόμο 4619/2019, με τον οποίο ψηφίστηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, η περίπτωση της απουσίας συναίνεσης στη γενετήσια – όπως ονομάζεται νομικά – πράξη δεν υπήρχε πουθενά και στην Ελλάδα «σφυρίζαμε αδιάφορα» σαν να μην υφίσταται καν το θέμα αυτό. Με την προσθήκη αυτή στον νόμο απαντήθηκαν αυτομάτως και δήθεν υπερασπιστικοί ισχυρισμοί, που εδώ και χρόνια προέβαλλαν βιαστές, κάθε λογής διαπράττοντες παρενόχληση, καθώς και αυτόκλητοι υπερασπιστές τους (κυρίως εμφανιζόμενοι στα social media). Η απουσία του «όχι» αλλά και η μη ξεκάθαρη δήλωση του «ναι», τη στιγμή που ο επίδοξος βιαστής βρίσκεται σε κατάφωρα ισχυρότερη θέση σε σχέση με το θύμα, αλλά και η έλλειψη αντίστασης του θύματος, που πράγματι πολλές φορές συμβαίνει, αποτελούσαν τα χαρτιά υπεράσπισης των θυτών. «Δεν μου αντιστάθηκε άρα ήθελε» ή ακόμα και «Μου έλεγε όχι, για να με ανάψει» έχουν ακουστεί, όχι και λίγες φορές.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι έχει γίνει σε κάποιο βαθμό κατανοητό πως, ακόμη κι αν δεν διαπράττεται βία από τον επίδοξο βιαστή και το θύμα δεν αντιστέκεται αλλά αφήνεται στην τέλεση της συνουσίας, ο βιασμός είναι γεγονός. Κι αυτό γιατί, πολλές φορές, τα θύματα αιφνιδιάζονται σε τέτοιο βαθμό που, πριν καν ασκηθεί οποιαδήποτε βίαιη πράξη, για παράδειγμα ξυλοδαρμός, με μόνη την υποψία τέλεσης βιασμού, παγώνουν, βιώνοντας την λεγόμενη τονική ακινησία. Αυτό σημαίνει πως το πρόσωπο που βιάζεται, σοκάρεται σε τέτοιο βαθμό, που το σώμα του αρνείται να συνεργαστεί και να απωθήσει τον θύτη, ξέροντας πως καμία δυνατότητα διαφυγής δεν υπάρχει τη στιγμή εκείνη. Το σύνδρομο της τονικής ακινησίας αναγνωρίζεται, ευτυχώς, και από τα ελληνικά δικαστήρια πλέον και αυτή η αναγνώριση αποτελεί μεγάλη πρόοδο σε ό,τι αφορά την εκδίκαση των εγκλημάτων σεξουαλικής φύσης, αλλά και την καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης των θυμάτων προς τη δικαιοσύνη.
Εξάλλου, πρέπει να έχουμε κατά νου πως η συναίνεση πρέπει να είναι ελεύθερη, το οποίο σημαίνει πως, όταν το Χ πρόσωπο αποφασίσει να προχωρήσει σε σεξουαλικές πράξεις με κάποιο άλλο πρόσωπο, θα πρέπει η βούλησή του να έχει διαμορφωθεί ελεύθερα, ώστε να μπορέσει πράγματι να συναινέσει σε κάτι, το οποίο επιθυμεί να πράξει. Ας δούμε ένα ακόμη παράδειγμα από τον Ποινικό Κώδικα, αυτή τη φορά στο άρθρο 337, όπου τυποποιείται η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας
5. Όποιος τελεί την πράξη της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού (σ.σ δηλαδή ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις οι οποίες προσβάλλουν βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του), εκμεταλλευόμενος την εργασιακή θέση του παθόντος ή τη θέση προσώπου που έχει ενταχθεί σε διαδικασία αναζήτησης θέσης εργασίας διώκεται κατ’ έγκληση και τιμωρείται με φυλάκιση από έξι (6) μήνες μέχρι τρία (3) έτη και με χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων (1.000) ευρώ.
Ο ίδιος ο νόμος αναγνωρίζει την ύπαρξη σχέσεων εξουσίας, όπως είναι η εργασιακή σχέση. Το πρόσωπο που εργάζεται και υφίσταται παρενόχληση ή και σεξουαλική βία πολλές φορές ζει με τον φόβο της ανεργίας, της έλλειψης έστω και του βασικού εισοδήματος για την επιβίωσή του και της δυσμένειας του εργοδότη στον εργασιακό χώρο. Τα στοιχεία για σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας, ήδη από το 2010, σε έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη είναι αποκαλυπτικά. Και φυσικά, επιχειρήματα που τείνουν προς τον υποβιβασμό των ίδιων των θυμάτων και που συμπυκνώνονται συχνά στην φράση: «Αν είχε λίγη αξιοπρέπεια θα έφευγε, καθόταν άρα φταίει που τα πάθαινε» στην πραγματικότητα στερούνται και της ελάχιστης ενσυναίσθησης, αγνοώντας πως δεν έχουμε όλοι την ίδια ψυχική δύναμη, το ίδιο υποστηρικτικό περιβάλλον, τα ίδια βιώματα, την ίδια οικονομική κατάσταση. Το θύμα σίγουρα δεν είναι αυτό που φταίει.
Στον αντίλογο για το θέμα της συναίνεσης πολύ συχνά υποστηρίζεται πως δεν είναι εύκολα διαγνώσιμη η έλλειψή της, ενώ πολλοί προσπαθούν να επιχειρηματολογήσουν, υπερβάλλοντας και υποστηρίζοντας πως με την υπάρχουσα κατάσταση, σε λίγο καιρό οι σεξουαλικοί σύντροφοι θα «υπογράφουν συμβόλαιο» και πως «θα μας απαγορευτεί και το φλερτ». Φυσικά, τίποτα από τα δύο δεν συμβαίνει και δεν πρόκειται να συμβεί και σκοπός δεν είναι να ακυρωθεί η ανθρώπινη ερωτική επικοινωνία. Ένας άνθρωπος με βασική ευφυΐα, ενσυναίσθηση και κοινωνική παιδεία γνωρίζει πως το να μου πιάσει απροειδοποίητα ο Χ τυχαίος συνεπιβάτης στο λεωφορείο τα οπίσθια, ή το να μου ζητήσει ο εργοδότης να προβώ σε σεξουαλικές πράξεις μαζί του, για να μην χάσω την εργασία μου, σίγουρα δεν λέγεται φλερτ. Το φλερτ φυσικά και αποτελεί έναν υγιή και καθ’ όλα αποδεκτό τρόπο ερωτικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και, όπως συμβαίνει σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, έχει όρια και πρέπει πάνω απ’ όλα, για να είναι όμορφο, να βασίζεται στην αμοιβαιότητα. Όπως στην αμοιβαιότητα, την κοινή επιθυμία και τη συναίνεση πρέπει να βασίζονται και οι σεξουαλικές πράξεις ανάμεσα σε δύο ή και παραπάνω συντρόφους. Αυτό, επιπλέον, σημαίνει πως ακόμη κι αν ξεκινήσει μια σεξουαλική πράξη και, στη συνέχεια, κάποιος από τους παρτενέρ ανακαλέσει, ή δεν είναι σε θέση να δώσει τη συναίνεσή του για τη συνέχεια, τότε αυτό πρέπει να γίνεται σεβαστό και να γίνει σαφές ότι, οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη συμβεί από εκείνο το χρονικό σημείο και έπειτα, είναι παράνομη. Ένα πολύ ενδιαφέρον βίντεο, ακριβώς για τη λειτουργία της συναίνεσης, κυκλοφόρησε το 2015 από τις βρετανικές διωκτικές υπηρεσίες και, αν και κάπως απλουστευτικό, εξηγεί με κατανοητό τρόπο ορισμένα ζητήματα που δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρα.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Η συναίνεση, λοιπόν, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους στα σεξουαλικής φύσης εγκλήματα. Άργησε να εισαχθεί στον ελληνικό ποινικό κώδικα και πιθανόν να μην είναι ακόμη αφομοιωμένη από πολύ κόσμο που αντιμετωπίζει τις σεξουαλικές και ερωτικές του σχέσεις χωρίς σεβασμό προς τον/την υποψήφιο/α σύντροφο. Εντύπωση προκαλεί, όχι απαραίτητα αρνητική, το ότι μεγάλη μερίδα του κόσμου ενδιαφέρεται έντονα για τη συναίνεση που τους ζητείται, όταν για παράδειγμα δίνουν τα προσωπικά τους δεδομένα. Γιατί, φυσικά, και στη συλλογή των προσωπικών δεδομένων απαιτείται ορισμένες φορές η λήψη της συγκατάθεσης, η οποία πρέπει «να δίδεται ελεύθερα, γεγονός που προϋποθέτει ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει αληθινή και ελεύθερη επιλογή ενώ είναι σε θέση να αρνηθεί ή να αποσύρει τη συγκατάθεσή του χωρίς να ζημιωθεί», όπως προβλέπεται και από τη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Βλέπουμε πως, τελικά, δεν υπάρχει και μεγάλη διαφορά. Μα το ενδιαφέρον για τη συναίνεση στα σεξουαλικά εγκλήματα σίγουρα δεν είναι το ίδιο. Ελπίζω βαθιά πως, με τον καιρό, αυτό θα αλλάξει και θα γίνει κατανοητό πως το «Το όχι σημαίνει όχι».
Ορισμένα στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας για τον βιασμό:
- Η πλειοψηφία των βιασμών προέρχεται από άτομα γνωστά προς το θύμα.
- Συχνά τα θύματα του βιασμού δεν αντιστέκονται σωματικά.
- Τα ρούχα του θύματος δεν μπορούν να αποτελέσουν μορφή συναίνεσης για την σεξουαλική πράξη.
- Το αλκοόλ και τα ναρκωτικά δεν μπορούν να αποτελέσουν ποτέ δικαιολογία για τον βιασμό.
Κείμενο: Ανθή Γιάγκα (Lavart)