Όταν τα ’20s-’40s παίζουν μουσική
Όσο και αν προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε το μουσικό παρελθόν αυτού του πλανήτη, σίγουρα ένα άρθρο δεν αρκεί για να το συμπυκνώσει. Μερικά όμως σημεία αυτής της ταραχώδους ιστορίας είναι άξια αναφοράς, όπως είναι η αμερικάνικη μουσική στα ’20s-’40s.
Έτσι, η δικιά μου εναρκτήρια γραμμή στον χώρο-χρόνο είναι η Αμερική της δεκαετίας του ’20 και συγκεκριμένα, τα λεγόμενα “roaring twenties”. Έτσι, σταδιακά από την δεκαετία του 1910 και έπειτα, αρχίζουν να αναδύονται στην Αμερική, τα -γνωστά πλέον- φαινόμενα της παγκοσμιοποίησης και της μαζικής κουλτούρας. Σε αυτό το έντονο ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο, ειδικά μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, εμφανίζεται η νέα γενιά, γεμάτη μουσικές σε jazz ηχοχρώματα. Πρωτοπόρος ήταν ο Louis Armostrong, ή αλλιώς Dippermouth ή Pops, όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί η Billie Holiday.
Μαζί με τον Armstrong, ήρθε και ο νόμος περί ποτοαπαγόρευσης, μία πολιτική αντίστασης στην υπερκατανάλωση του αλκοόλ. Όπως φάνηκε όμως στην συνέχεια, κανένας νόμος δεν στάθηκε αρκετός για να αναχαιτίσει συνήθειες όπως το αλκοόλ, σε συνδυασμό πάντα με την διασκέδαση. Η κουλτούρα λοιπόν του Speakeasy ήταν η απάντηση. Αλκοόλ σε κούπες του καφέ, πορτιέρηδες και συνθηματικά εισόδου στα υπόγεια κέντρα διασκέδασης ήταν η νέα μόδα. Το Club 21 και το Bath Club αποτελούν μόνο κάποια μικρά παραδείγματα του φαινομένου, το οποίο, όπως αποδείχτηκε, ήταν κομβικό στην μετέπειτα ιστορία της Αμερικάνικης μουσικής. Το ποτό φέρνει κέφι και το κέφι χορό. Η jazz και η swing, σαν σπίρτα, πυροδοτούσαν την ανάγκη των ανθρώπων για διασκέδαση, μετατρέποντας τις ένοχες απολαύσεις της περιόδου σε κάτι εξαιρετικά απολαυστικό. Η «αρχή εγένετο» λοιπόν και η ποτοαπαγόρευση χάθηκε στο άδυτο, αλλά -ευτυχώς- δεν πήρε μαζί της τις μελωδίες που ξεπρόβαλαν κατά την διάρκεια αυτής. Όπως λέει και ο λαός, ένα κακό έχει πάντοτε και ένα καλό. Έτσι, η jazz και η swing αποτέλεσαν τα σημεία κατατεθέν της αμερικάνικης μαζικής μουσικής κουλτούρας στην Αμερική των ’20s – 40’s.
Ο Armstrong, έχοντας διαμορφώσει το πεδίο για την έλευση της jazz, κατάφερε να δημιουργήσει κάτι σπουδαίο. Η jazz δεν ήταν πλέον τυχαίες νότες, με περίεργο ρυθμό, πολλές φορές ξένο στα ακούσματα του κοινού. Είχε μετατραπεί σε τέχνη και η σπουδαιότητα αυτής βρισκόταν στον αυτοσχεδιασμό. Από την άλλη η swing, ως συνέχεια της jazz, αποτέλεσε, ίσως, την πρώτη νεανική υποκουλτούρα για τα δεδομένα της εποχής. Θεωρούνταν μάλιστα ότι ήταν ένας από τους παράγοντες παρέκκλισης των νέων. Όσο περίεργο και αν μας φαίνεται αυτό σήμερα, οι εποχές ήταν άλλες τότε. Άλλωστε, στην εποχή του 1920, οι μαύροι ακόμα ακροβατούσαν μεταξύ ανθρώπινης και μη ανθρώπινης υπόστασης. Τα δικαιώματά τους ήταν λιγοστά έως ανύπαρκτα και αυτά, σε δεδομένες ταξικές και κοινωνικές συνθήκες. Η μουσική, όπως συμβαίνει συχνά, ήταν το μέσο έκφρασης και διάπλασης των συνειδήσεων, όπου στην προκειμένη περίπτωση οι συνειδήσεις μιλούσαν για φυλετικά προβλήματα. Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι πολλές φορές αυτή η εποχή περιγράφεται με τον όρο «Αναγέννηση του Χάρλεμ» . Πρωτοπόροι μουσικοί της περιόδου ήταν ο Fletxher Henderson, ο Benny Goodman, ο Goleman Hawkins, ο Glenn Miller και άλλοι.
Τα χρόνια περνάνε μουσικά και ευχάριστα -περίπου-, μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Ο πόλεμος αυτός, όπως και κάθε πόλεμος άλλωστε, άφησε τα ίχνη του παντού, προκαλώντας αναταράξεις στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο της κάθε κοινωνίας. Το τέλος του πολέμου οδήγησε και στο τέλος της swing για το αμερικάνικο κοινό. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται ακριβώς για το τέλος της, αλλά για μία παραλλαγή της. Το νέο μουσικό κύμα ακούει στο όνομα Bepop, με καπετάνιους νέους μουσικούς. Το όνομα δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Πρόκειται, μάλλον, για μία λύση ευκολίας, προκειμένου να (αυτο-)προσδιοριστεί με κάποιον τρόπο αυτό το… καινούργιο που ερχόταν. Ο Thelomious Monk, ο Howard, ο Roy Eldridge, ο Charlie Parker ήταν μόνο κάποιοι από τους πρωτοπόρους τους είδους. Αυτοί, διαμόρφωναν μικρές ορχήστρες και έπαιζαν σε πρωτόγνωρους, για την εποχή, ρυθμούς και ταχύτητες, βασιζόμενοι στις αυτοσχεδιαστικές τους ικανότητες. Μέσα από αυτό το είδος αναδύθηκε και ο σπουδαίος Miles Davis.
Το ένα φέρνει το άλλο και έτσι, η bepop έφερε την blues. Η blues είναι ο θεμελιώδης λίθος της pop και της rock n roll. Από ότι φαίνεται έχει πατρίδα της το Μισισιπή και, παρόλο που εκφραστές της είναι κυρίως μουσικοί αφρικάνικης καταγωγής, δεν αποτελεί τραγούδι διαμαρτυρίας. Η blues είναι η βάση σε μία πυραμίδα, μάλλον ανεξάντλητη, η οποία περιλαμβάνει τα crazy blues, την country blues, τα downhome blues και πολλές άλλες κατηγορίες. Μάλιστα, στην αμερικάνικη μουσική των ’20s-’40s με τα downhome blues άρχισε να καθιερώνεται ο ενισχυτής και το ρεύμα στην μουσική παραγωγή, κάτι που δεν ίσχυε στον ίδιο βαθμό μέχρι πρότινος. Η βασική όμως «καινοτομία» ήταν ότι μπήκαν και οι γυναίκες στην μουσική τροχιά. Γυναίκες που, σήμερα, μας προκαλούν δέος, όπως είναι η Ma Rainey, η Bessie Smith, η Memphis Minnie, η Ida Cox και φυσικά η Billie Holiday, η Ella Fitzerald και πολλές ακόμα στην συνέχεια.
Η country blues από την άλλη, χάραξε την δική της πορεία. Διαμόρφωσε νέους ήχους, ήχους της παρηγοριάς. Ήταν σαν μία καθησυχαστική μελωδία για τους μαύρους εργαζομένους στα βαμβάκια του Νότου. Το Hillibilly, αυτό το μελαγχολικό σφύριγμα των εργατών, μετατράπηκε σε ολόκληρο μουσικό ρεύμα. Σε αυτό βοήθησε αρκετά το ραδιόφωνο, όπου τότε έκανε το ντεμπούτο του. Ο Roy Rogers, o Gene Gurthie και φυσικά ο Bob Wills, ο οποίος καθιέρωσε την ευχαρίστηση του να συνδυάζεις κιθάρες και κρουστά, ήταν μόνο λίγοι από σπουδαίους της country. Σταδιακά, και μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, μετεξελίχθηκε εντάσσοντας την blues grass με τον Bill Monroe.
Φυσικά από τις δεκαετίες ’20s-’40s, δεν γίνεται να λείπουν τα τραγούδια διαμαρτυρίας. Την μετουσίωση της καταπίεσης σε μελωδίες και στίχους. Κοινωνικές και ταξικές διακρίσεις, προβληματισμοί, παρατηρήσεις και προτάσεις, ενσωματώνονταν σε τρίλεπτες και πεντάλεπτες μουσικές αναπαραστάσεις. Από τον Woodie Gurthie με το “This Land is your Land” μέχρι το “Wich Side are you on” με την Florence Reece, όταν οι ανθρακωρύχοι διεκδικούσαν καλύτερες συνθήκες εργασίας από τους εργοδότες τους.
Ίσως μπορεί να υποστηριχθεί ότι η μουσική από μόνη της είναι μία διαμαρτυρία. Ανεξάρτητα αν αναφέρεται σε κοινωνικά ζητήματα κάθε είδους, είναι διαμαρτυρία απέναντι στο παλιό και στην διεκδίκηση χώρου για το καινούργιο.
Κείμενο: Ταμβάκη Μαρία (Lavart)