Ο «άγραφος πίνακας»
[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Άρης μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. Το μόνο πράγμα που γνωρίζει για τον εαυτό του είναι το όνομά του. Τις σκέψεις του προτιμά να τις γράφει σε σελίδες παρά να τις μοιράζεται. Μόλις κλείνει τα 18 του χρόνια έρχεται η στιγμή να δοκιμαστεί στην αληθινή ζωή, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς πρέπει να κάνει. Η μόνη του έγνοια είναι ότι αφήνει πίσω του τον παιδικό του φίλο, το μόνο άνθρωπο που ένιωσε ποτέ ως οικογένεια. Τη μέρα, όμως, που επιστρέφει για να τον επισκεφτεί, εκείνος δε βρίσκεται πλέον εκεί. Ο διευθυντής του ορφανοτροφείου τον ενημερώνει πως τον έστειλαν σε σχολείο στην πρωτεύουσα. Ο Άρης δεν πείθεται. Με λίγα κέρματα να κουδουνίζουν στην τσέπη του και έναν σάκο ρούχα, αποφασίζει να τον αναζητήσει.
Με κάμερες χειρός να τρέμουν, οι γρήγοροι ρυθμοί της Αθήνας παρουσιάζονται με πρόσωπο αφιλόξενο. Οι δρόμοι άγνωστοι. Εκείνος μόνος του, και το μυαλό του βυθισμένο σε αμέτρητα ερωτηματικά, πάσης φύσεως. Δεν ξέρει τι υπάρχει πίσω του, δε γνωρίζει τι θα βρει μπροστά του. Σύντομα, πληροφορείται πως ο φίλος του δεν πήγε ποτέ στο σχολείο που του είπαν. Οι πιθανότητες να τον βρει στο χάος της μεγαλούπολης είναι ελάχιστες, αλλά ο ίδιος αδυνατεί να το κατανοήσει. Χωρίς χρήματα, χωρίς σπίτι, κάνει τα πάντα για να επιβιώσει και να εκπληρώσει το μοναδικό του στόχο. Να βρει το μικρό του φίλο και να βεβαιωθεί πως είναι καλά.
[dropcap size=big]Η[/dropcap] ταινία εξελίσσεται παραδοσιακά, με πλάνα που θέλουν τον Άρη να δυσκολεύεται και να χάνει τον εαυτό του όλο και περισσότερο. Το δυνατό soundtrack (Γκέλη Σταματοπούλου) και οι κοντινές λήψεις αποτυπώνουν με ακρίβεια την πλήρη άγνοια του νεαρού για όσα πρόκειται να συναντήσει. Στην αναζήτησή του, οι φιγούρες που θα βρεθούν στο δρόμο του είναι σκοτεινές, ανειλικρινείς και προδίδουν μία Αθήνα που ο κίνδυνος περιμένει πάντα στη γωνία. Μια Αθήνα όπλων, ναρκωτικών και διαφθοράς που δεν τη χωράει ένα παιδικό μυαλό. Πόσο μάλλον ένα μυαλό, που κανείς δε φρόντισε να το προετοιμάσει για τη ζωή έξω από τα δωμάτια του ορφανοτροφείου.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ, παρά τις συνθήκες στις οποίες βρίσκεται, ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή παραμένει ακέραιος. Λιγομίλητος, αθώος, σε βαθμό εκνευριστικό, βλέπει μόνο όσα μπορεί να διακρίνει ένα παιδί. Έχει τυφλή εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, κάτι που τον φέρνει πάντα λίγο πιο κοντά στα προβλήματα. Τον φοβίζει το άγνωστο, αλλά δεν τρομάζει να ρωτήσει για να μάθει. Οι αμέτρητες απορίες του για τα πάντα φέρνουν σε αμηχανία αλλά και εξαγριώνουν τους συμπρωταγωνιστές. Δεν το αντιλαμβάνεται, όμως. Γιατί έτσι έχει μεγαλώσει. Γιατί οι ερωτήσεις του είναι ο μόνος του τρόπος να γνωρίσει και να κατανοήσει τον πραγματικό κόσμο.
[dropcap size=big]Η[/dropcap] ταινία των Ηρώ Δοντά και Ναταλίας Στράτου, από το δεύτερο μισό της αρχίζει να πατάει πιο σταθερά στα πόδια της. Το σενάριο δένει μέσα από το προβλήματα και τις ιστορίες των ανθρώπων. Μια σειρά ακραίων συμπτώσεων θα φέρει τον Άρη κοντά σε αλήθειες που, ίσως, θα ήταν καλύτερο να μη γνωρίζει. Το ταξίδι του, που ξεκίνησε με αφορμή την αναζήτηση του παιδικού του φίλου, έχει τελικό προορισμό τον ίδιο και τις απαντήσεις που πάντα ζητούσε. Πρόκειται, όμως, για απαντήσεις αναπάντεχες. Που πονάνε. Που πιέζουν το δάχτυλο στη σκανδάλη.
Η επιλογή του υπερβολικά καλόκαρδου και αγαθού πρωταγωνιστή, φυσικά, δεν είναι τυχαία. Μόλις συνδεθεί και το τελευταίο κομμάτι του παζλ, ο νεαρός Άρης, φέρνει στο φως την -καλά κρυμμένη- αλήθεια για τους πραγματικούς του γονείς. Η ταινία σφραγίζεται με ένα απροσδόκητο τέλος, στο οποίο παρουσιάζεται μία άλλη εκδοχή του ήρωα, μεγαλωμένου κοντά στην οικογένειά του αυτή τη φορά. Πώς θα ήταν η πραγματικότητα, αν είχε αναλάβει την ανατροφή του ο αληθινός του πατέρας. Ποιος θα ήταν ο Άρης αν δεν ήταν αυτή η μεγάλη ψυχή που πλάστηκε ολομόναχη, μέσα στο γκρι του ορφανοτροφείου. Οι δύο εκδοχές που παρατάσσονται δίπλα-δίπλα, με τις αντιθέσεις να υπογραμμίζονται με έντονο μελάνι, αποτελούν και τη «μεγάλη στιγμή» της ταινίας.
Κείμενο: Πέππυ Λουπεϊδου (Lavart)