Όλοι είναι ικανοί να φτιάξουν ένα μουσείο με όμορφα πράγματα, το πιο δύσκολο είναι να δημιουργήσουν ένα όμορφο μουσείο με ταπεινά πράγματα, σαν τα δικά μου
-Ettore Guatelli
Όταν σκεφτόμαστε μουσεία, οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας πολύ συγκεκριμένες εικόνες. Καθαρές γραμμές, minimal αισθητική, έργα τέχνης αραιά τοποθετημένα μεταξύ τους. Γενικότερα, μια αίσθηση πολυτέλειας, που δε γίνεται κραυγαλέα (συνήθως) μέσα στην απλότητά της. Μπορούμε τώρα να σκεφτούμε αντίστροφα; Ενδεχομένως ένα μουσείο που, αντί για ανυπολόγιστης αξίας αριστουργήματα, εκθέτει καθημερινά, ευτελή αντικείμενα, που όμως έχουν πολλά περισσότερα να εκφράσουν;
Είναι σίγουρα δύσκολο να εντυπωσιαστούμε από κάτι τέτοιο. Από ένα μουσείο σχεδόν ασφυκτικά γεμάτο, που δε θυμίζει σε τίποτα την προαναφερθείσα περιγραφή. Ο ίδιος ο δημιουργός του το αποκαλούσε «μουσείο του προφανούς» ή «του καθημερινού», «μουσείο του χρόνου». Το όραμα του Ettore Guatelli ήταν να διαφυλάξει και να διατηρήσει ζωντανά στη μνήμη τις γνώσεις και τον τρόπο ζωής ενός παρελθόντος, η επιβίωση του οποίου βασιζόταν μέχρι πρότινος αποκλειστικά στην προφορική παράδοση. Και κατάφερε να το υλοποιήσει με τη δημιουργία του Μουσείου του.
Το Μουσείο Ettore Guatelli στεγάζεται στη φάρμα Bellafoglia, στο Collecchio, κοντά στην πόλη της Parma. «Γεννιέται» αρχικά στη σιταποθήκη της φάρμας και σταδιακά καταλαμβάνει όλους τους χώρους του σπιτιού της οικογένειας Guatelli, οι οποίοι καταλήγουν να αποτελέσουν ένα τέλειο κράμα ιδιωτικού χώρου και μουσειακής αίθουσας. Ο Ettore ξεκινά να επισκέπτεται, στη δεκαετία του ’50, παλαιοπωλεία και μαγαζιά συλλεκτών στην περιοχή των Αππεννίνων, αρχικά από καθαρή περιέργεια, έπειτα για να τα εμπορεύεται και, τελικά, για να διασώζει από τη φθορά αντικείμενα που προέρχονταν από αγροικίες και εργαστήρια τεχνιτών, που είχαν περάσει στη φάση της εκβιομηχάνισης και του εκμοντερνισμού.
Έτσι, το Μουσείο έχει φτάσει να φιλοξενεί σήμερα περίπου 60.000 αντικείμενα. Με μια πρώτη ματιά, ενδεχομένως κάνουν το χώρο να μοιάζει εξαντλητικά γεμάτος, χωρίς κάποια συνοχή ή θεματική. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για ένα τεράστιο εθνογραφικό και λαογραφικό αρχείο, που φιλοξενεί αντικείμενα, όχι άψυχα και κατεστραμμένα, αλλά γεμάτα ζωή και εμπειρίες.
Παρόλο που όλα τα εκθέματα είναι απλά, καθημερινά σκεύη, εργαλεία και έπιπλα που θα μπορούσαν να βρίσκονται σε κάθε σπίτι, αγροικία ή εργαστήριο, στόχος του μουσείου δεν είναι η ανακατασκευή ενός νοικοκυριού της εποχής, ούτε κάποια προσπάθεια ρεαλιστικής αναπαράστασης αγροτικών εργασιών. Η διάρθρωσή του βασίζεται στον τρόπο έκθεσης των αντικειμένων και στην οπτική και εικαστική πρόταση που δημιουργούν μέσω της σκηνογραφικής τοποθέτησής τους στους τοίχους. Τα σφυριά, οι λαβίδες, τα ψαλίδια και τα φτυάρια είναι τοποθετημένα με τέτοια συμμετρία, ώστε αντικρίζοντας κανείς τα γεωμετρικά μοτίβα που δημιουργούν, εύκολα μπορεί να τα μπερδέψει με τοιχογραφίες ή ταπετσαρίες.
Ωστόσο, πέραν του οπτικού αποτελέσματος, η αισθητική δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά χρησιμοποιείται κυρίως για να τραβήξει την προσοχή του επισκέπτη. Μέσα από τις συνθέσεις του, ο Guatelli έχει καταφέρει να συνάψει ένα είδος συμφωνίας με τον παρατηρητή, μιας συμφωνίας χωρίς μεσάζοντες, που, θέτοντας τα αντικείμενα σε πρώτο πλάνο, τον καλεί να ξεπεράσει την υλική τους υπόσταση, ανοίγοντάς του έναν ορίζοντα γεμάτο ιστορίες και ζωές.
Εξάλλου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μία από τις πολλές ιδιότητες του Guatelli ήταν ακριβώς αυτή: η σύνδεση των αντικειμένων με τις αφηγήσεις των προκατόχων τους, γεγονός που αποτελεί κεντρικό άξονα και βασικό κριτήριο της συλλογής, κατηγοριοποίησης και έκθεσής τους. Μέσα από τις φθορές, τις επισκευές και τα σημάδια διαγράφεται εναργέστερα η όποια καθημερινή, επαναλαμβανόμενη κίνηση του χεριού και κατ’ επέκταση η ιστορική πραγματικότητα, που είναι και το ζητούμενο.
Αυτό που σίγουρα συναρπάζει και ταυτόχρονα αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του μουσείου είναι ο τρόπος με τον οποίο έχουν αξιοποιηθεί στο έπακρον όλοι οι χώροι της αγροικίας, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, καθώς η σημειολογία του καθενός.
Περιήγηση στους χώρους του Μουσείου Ettore Guatelli
Στην είσοδο, τον επισκέπτη υποδέχονται τροχοί κάρων και γρανάζια, που δημιουργούν την εντύπωση ενός μεγάλου ρολογιού και υπαινίσσονται το «ταξίδι» που πρόκειται να κάνει. Η διαδρομή συνεχίζεται μέσω ενός διαδρόμου που οδηγεί σε μια αρκετά μεγάλη σκάλα. Εδώ τους τοίχους καταλαμβάνουν ράφια με ξύλινα δοχεία και πέταλα αλόγων, τα παράθυρα πλαισιώνονται από σέσουλες, ενώ από την οροφή κρέμονται καλάθια.
Επόμενη στάση είναι το δωμάτιο των παιχνιδιών, όπου ο Ettore συγκέντρωσε κυρίως παιχνίδια που είχαν κατασκευάσει μαθητές του (κατά την περίοδο 1968-1977 δίδασκε σε δημοτικά σχολεία της περιοχής), από ευτελή υλικά, όπως τενεκεδάκια ή τσόφλια από καρύδια και κάστανα. Αργότερα, δίπλα σε αυτά στήθηκαν και παιχνίδια που φτιάχτηκαν από ενήλικες ειδικά για το συγκεκριμένο δωμάτιο, σε μια προσπάθεια συνέχισης της παιδικής φαντασίας και δημιουργικότητας.
Ένα από τα πιο όμορφα και πολύχρωμα δωμάτια είναι η σοφίτα ή το Δωμάτιο με τις κονσέρβες. Σε αυτό το χώρο, όπου γεννήθηκαν ο Ettore και τα αδέλφια του, εκτίθενται μεταλλικά κουτιά και συσκευασίες από προϊόντα, πολλά από τα οποία δεν κυκλοφορούν πλέον στην αγορά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Guatelli δε συνέλεξε μόνο τα αντικείμενα αυτά καθαυτά, αλλά και τις αναμνήσεις της συνεχούς χρήσης και επανάχρησης που τα συνόδευαν.
Η τελευταία στάση είναι το Δωμάτιο με τα ρολόγια, το οποίο αρχικά αποτελούσε τον ξενώνα του σπιτιού. Τα σταματημένα ρολόγια, το καθένα στη δική του ώρα, υπενθυμίζουν στον επισκέπτη ότι ο χρόνος της επίσκεψης έχει τελειώσει. Ωστόσο, αυτό δεν τον εμποδίζει από το να περιπλανηθεί και στους εξωτερικούς χώρους του Μουσείου που χρησιμοποιούνται για περιοδικές εκθέσεις και δραστηριότητες, όπως ο στάβλος και ο αχυρώνας.
Είναι αυταπόδεικτο πως, μέσα από την τεράστια συλλογή και το έργο του, ο Ettore Guatelli άφησε μια πολύ σημαντική κληρονομιά που ενίσχυσε τόσο τις γνώσεις μας για τον τρόπο ζωής των περιοχών αυτών πριν την εκβιομηχάνιση, όσο και την επιστήμη της εθνογραφικής και ανθρωπολογικής μουσειογραφίας στην Ιταλία εν γένει. Ο οραματιστής μουσειογράφος, που συναναστρεφόταν παλαιοπώλες και ποιητές, γραφίστες και αγρότες, κατόρθωσε να ανάγει μια απλή διαδικασία εύρεσης και συλλογής αντικειμένων σε διάσωση και αποκατάσταση «άυλων αγαθών», ιδωμένων μέσω της αφήγησης και της ιστορίας των προκατόχων τους.
Εξάλλου, όπως είπε και ο ίδιος: «Θα ήθελα ένα μουσείο από το ακραίο χθες στο ακραίο αύριο».
Κείμενο: Μαρίλη Αγάθου (Lavart)