“A witch never gets caught. Don’t forget that she has magic in her fingers and devilry dancing in her blood.”
― Roald Dahl, The Witches
Περίμενα με ανυπομονησία την ταινία και προσπάθησα να τη δω με τα μάτια του πιο αποστασιοποιημένου -από την αγαπημένη πρώτη ταινία– ανθρώπου στη γη. Με εμφανείς διαφοροποιήσεις από το ομότιτλο βιβλίο του Roal Dahl μα πιστό στο τέλος του, ο Robert Zemeckis (The Polar Express, Who Framed Roger Rabbit, A Christmas Carol, Forest Gump κ.τ.λ.) παρουσίασε τη δική του εκδοχή ενός κόσμου που ανθρωπόμορφοι δαίμονες, οι επονομαζόμενες μάγισσες, εξαφανίζουν παιδιά με μυριάδες τρόπους. Το βιβλίο αποτελεί και σήμερα ένα από τα σκοτεινότερα βιβλία της παιδικής λογοτεχνίας, όπου το «είναι» και το «φαίνεσθαι» μπαίνουν σε τροχιά ταχέων αποκαλύψεων τόσο για τους μικρούς αναγνώστες όσο και τους μεγάλους. Νομίζω πως κανένας από εμάς, που διάβασε κάποτε το βιβλίο, δεν αναρωτήθηκε έστω μια φορά αν η κυρία που κάθεται παραδίπλα και φοράει γάντια και καπέλο είναι μάγισσα.
Οι μάγισσες όπως τις ξέραμε
Ναι, οι διαφορές που παρουσιάζει η ταινία The Witches με το βιβλίο είναι πάρα πολλές και θα χρειαζόταν ένα ακόμη κείμενο για τη παρουσίασή τους. Παρόλα αυτά, η παρούσα εκδοχή, που γράφτηκε από τους Zemeckis, Kenya Barris και Guillermo del Toro, ξεδιπλώνει ένα φανταχτερό κόσμο ανθρώπων του μακρινού 1968 που όμως κρύβει μια απειλή για τα παιδιά του: τις φινετσάτες στρατολογημένες κυρίες που σκοπό έχουν να εξοντώσουν κάθε παιδί που αναπνέει στη γη· δαίμονες μεταμορφωμένους σε ultra fashionistas γυναίκες από όλο το κόσμο, που με το πρόσχημα των συμβουλίων για δράσεις υπέρ της κακοποίησης των παιδιών, πραγματοποιούν τις συνάξεις τους.
Έχοντας πάει να ζήσει με τη γιαγιά του, ο ήρωας μας έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά στη ζωή του με μάγισσα. Αμέσως το λέει στη γιαγιά του και εκείνη έντρομη για την ακεραιότητα του εγγονιού της, τον συμβουλεύει να μείνει μακριά τους. Η γιαγιά ξέρει πολλά για τις μάγισσες και κατά την περιγραφή της πραγματοποιεί ταυτόχρονα έναν πρόλογο για το τι είδους πλάσματα είναι οι μάγισσες πριν ακόμα την εμφάνισή τους στη ταινία. Οι δηλώσεις της είναι σιγανές και αργές -ενίοτε συνοδεύονται και από αστραπές- προκειμένου να τονιστεί η σημαντικότητα των όσων λέει· να καλλιεργηθεί ο τρόμος που χρειάζεται κάθε παιδί για να θυμάται πριν κοιμηθεί. Έτσι όταν αυτές εμφανίζονται, εμείς και το παιδί μέσα μας, περιμένουμε εναγωνίως να πέσουν οι μάσκες για να δούμε τα αηδιαστικά τέρατα που κρύβονται από πίσω.
Οι εφιάλτες έχουν χρώματα
Ομολογουμένως το κυρίαρχο θέμα στο σενάριο της ταινίας όπως και στο ίδιο το βιβλίο, είναι σκοτεινό. Μιλάμε για μάγισσες που θέλουν να μηδενίσουν τον αριθμό των παιδιών όλης της υφηλίου. Και το χειρότερο είναι πως δεν το κάνουν οι ίδιες. Πολλές φορές, μεταμορφώνουν τα παιδιά σε πλάσματα που οι ενήλικες -και ακόμη πιο ανατριχιαστικά, οι γονείς τους- θα σκότωναν. Ή θα έτρωγαν. Στη ταινία όλα αυτά πραγματοποιούνται μέσα στο μικρόκοσμο ενός υπερπολυτελούς ξενοδοχείου οπού δίνεται μια άνιση και ανελέητη, από τη μεριά των μαγισσών, μάχη μεταξύ αυτών και των λιγοστών παιδιών που τυχαίνει να βρίσκονται εκεί. Απέχθεια και πανουργία αποδίδονται με κομψότητα και χάρη, ενώ η εξυπνάδα και εφευρετικότητα με το μείζον του ανθρώπινου νου. Ένας εφιάλτης για κάθε παιδί, που εδώ μοιάζει με πολύχρωμο όνειρο.
Το μεγάλο σχέδιο
Ο πρόσφατα ορφανός πρωταγωνιστής μας (Jahzir Kadeen Bruno), πάει να μείνει με τη γιαγιά του στο ζεστό σπίτι της με τους καλυμμένους με πλαστικό καναπέδες και το πικάπ να παίζει το “I’ll Be There” των Four Tops και το “Dock of the Bay” του Otis Redding, θέτοντας έτσι και το χρονολογικό background του έργου. Το αγόρι είναι βυθισμένο στην κατάθλιψη μετά την απώλεια των γονιών του, κάτι που καταφέρνει να αλλάξει η γιαγιά του (Octavia Spencer) με την εύθυμη διάθεσή της και το δώρο που του κάνει: ένα ποντικάκι που ο μικρός ονομάζει Daisy.
Όπως προαναφέρθηκε, γιαγιά και εγγόνι καταφεύγουν σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο για να ξεφύγουν από τη μάγισσα που προσπάθησε να εξοντώσει τον μικρό και πέφτουν, δυστυχώς, στην ετήσια σύναξη των μαγισσών όλου του κόσμου -και της αδίστακτης Μεγάλης Αρχιμάγισσας (Anne Hathaway, η οποία χρησιμοποιεί μια αστεία και βαριά ευρωπαϊκή προφορά). Το παιδί πιάνεται από τις μάγισσες και μαζί με ένα ακόμη άτυχο αγόρι, τον Bruno, και μεταμορφώνονται σε ποντίκια. Έτσι, μαζί με την Daisy και τον Bruno βάζουν σκοπό να ανατρέψουν το σχέδιο των σατανικών μαγισσών που θέλει να μεταλλάξει κάθε παιδί του κόσμου, σε ποντίκι!
Συμπερασματικά, η ταινία που έχει ως target group τα παιδιά, είναι ένα κολλάζ πραγματικότητας και σουρρεαλισμού. Και λέω κολλάζ γιατί αυτό διαφαίνεται και στους χώρους και τα ενδύματα των ηθοποιών. O Zemeckis έχοντας δίπλα του όλο αυτό το επιτελείο, απέδωσε το σύμπαν του Dahl με τρόπους που σίγουρα θα τρομάξουν τα παιδιά και με λίγη πίστη παραπάνω ίσως και τους μεγάλους, χωρίς όμως να πετύχει τον κίνδυνο που αιωρούνταν στον αέρα των σελίδων του βιβλίου. Τα special effects θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί λιγότερο -ειδικά στη περίπτωση της ιπτάμενης Αρχιμάγισσας, ενώ η υποκριτική, αν και υπερβολική έμοιαζε τραγικά αστεία, κάτι που ταίριαζε με τις φανφάρες που χαρακτήριζαν το σύνολο της ταινίας. Τέλος, αν είναι ένα πράγμα που ξέρει να κάνει καλά ο Zemeckis μέσα από την ιδιόμορφη δουλειά του, είναι να εισχωρεί στα μικρά κεφαλάκια των παιδιών με τα πιο επιδέξια μέσα και στη συγκεκριμένη περίπτωση, παγιδεύοντας τη ταινία μεταξύ τρόμου και τσαπατσούλικου χιούμορ.
—Το cast συμπληρώνουν οι Stanley Tucci, Kristin Chenoweth και Chris Rock. Set Decoration: Raffaella Giovannetti. Costume Design: Joanna Johnston κ.τ.λ.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Κείμενο: Διμηνίδης Δανιήλ (Lavart)