Το Ρουα Ματ Του Γραμματικού
Η ταινία του Νίκου Γραμματικού αποτελεί μια κατάδειξη του ρατσισμού και της ξενοφοβίας που οδηγούν στην απομόνωση, την περιθωριοποίηση και εν τέλη στον εξοστρακισμό των ατόμων από την κοινωνία. Ένα δίωρο αριστούργημα που αφορά στοιχεία που -δυστυχώς- είναι γνώριμα ως σήμερα, με ηχηρά παραδείγματα. Ένα εξαιρετικό cast ηθοποιών που δίνει τον καλύτερό του εαυτό σε μια ελληνική παραγωγή του 2002, σε μια ταινία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα. Μουσική υπογραφή βάζει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου με το ομώνυμο τραγούδι Ο Βασιλιάς.
Ο Βασιλιάς (2002). Ο Βαγγέλης, είναι ένας 35χρονος πρώην ναρκομανής και ντίλερ. Μόλις αποφυλακίζεται αποφασίζει να φύγει από την Αθήνα και να ζήσει στο πατρικό του σ’ ένα χωριό της Αχαΐας, μακριά από τα ναρκωτικά και τον υπόκοσμο. Προσπαθεί να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή του, φτιάχνει από την αρχή το σπίτι και βρίσκει δουλειά για να ενσωματωθεί με τους υπόλοιπους. Οι χωριανοί δεν τον υποδέχονται φιλικά και τον θεωρούν παρείσακτο. Ενοχλούνται από την αντικοινωνικότητά του και δρουν ξενοφοβικά. Ο Βαγγέλης δεν γνωρίζει τους διαφορετικούς μηχανισμούς της επαρχίας, τους συντηρητισμούς, την καχυποψία και τις προκαταλήψεις των ανθρώπων εκεί κι έτσι όταν εκείνοι τον προκαλούν, δρα χωρίς να σκεφτεί και προκαλεί τον ξεσηκωμό εναντίον του. Ο μόνος που βοηθά τον Βαγγέλη στην προσπάθεια ένταξής του είναι ο αστυνομικός του χωριού. Παρά τη βοήθεια του αστυνομικού, ο Βαγγέλης θα εκδιωχθεί από τους συγχωριανούς του και θα τον οδηγήσουν με τη συμπεριφορά τους να καταφύγει στη βία. Μόλις μία γυναίκα από το χωριό αποφασίσει να αποστατήσει από την αδικία και να πει την αλήθεια, ο Βαγγέλης θα έχει πάρει την τελική και μη αναστρέψιμη απόφασή του.
Ένας τίτλος αντιθετικός, συμβολικός και διακειμενικός:
Καταλαβαίνουμε ότι η έννοια του τίτλου έχει μεταφορικό, ίσως αλληγορικό χαρακτήρα, αφού η ταινία δεν αφορά κάποιον βασιλιά, αλλά τον Βαγγέλη, έναν ατημέλητο, περιθωριοποιημένο άνδρα. Η πρώτη αναφορά στον τίτλο, γίνεται στα 12 πρώτα λεπτά της ταινίας, όταν ο Βαγγέλης βρίσκεται μέσα στο λεωφορείο για το νέο του ξεκίνημα και ένα παιδάκι διαβάζει ένα παραμύθι στα αγγλικά. Το παραμύθι των αδερφών Grimm, Έξι κύκνοι, ξεκινάει με τον βασιλιά που κυνηγούσε στο μεγάλο δάσος παθιασμένα και ανυπόμονα ολομόναχος και μάταια προσπαθούσε να βρει το δρόμο. Την στιγμή που ακούμε την αφήγηση, ο σκηνοθέτης επιλέγει να δείξει τον Βαγγέλη και έτσι γίνεται η ταύτιση του βασιλιά του παραμυθιού με τον Βαγγέλη, που μόνος του κυνηγάει το νέο ξεκίνημα μακριά από το άσχημο παρελθόν του, προϊκονομώντας μάλιστα και το μάταιο της προσπάθειας, αν αναλογιστούμε την έκβαση της ιστορίας.
Ίσως βέβαια ο τίτλος να αναφέρεται και σ’ ένα βαθύτερο νόημα. Αν κανείς προσέξει τη μορφή του Βαγγέλη Μουρίκη στην ταινία, παραπέμπει στον Ιησού από τη Ναζαρέτ του Φράνκο Τζεφιρέλι. Ο Ιησούς αποκαλούνταν περιπαιχτικά «βασιλιάς των Ιουδαίων» κι αν ταυτίσουμε τους συγχωριανούς του με τους Ιουδαίους λόγω της συμπεριφοράς τους προς τον Βαγγέλη, τότε θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε λογικό έναν τέτοιο διακειμενικό συνειρμό.
Ο τίτλος επίσης παραπέμπει και στο σκάκι που έπαιζε ο Βαγγέλης με τον Πέτρο. Ο δεύτερος, ήταν ο μόνος που υποστήριξε τον Βαγγέλη στο νέο του ξεκίνημα και περνούσαν ώρες μαζί παίζοντας σκάκι. Πολλές φορές ταύτιζαν καταστάσεις της ζωής με όρους από το παιχνίδι κι έτσι το σκάκι έπαιρνε άλλη σημασιολογική διάσταση. Το σημαντικότερο όμως σ’ αυτή την έννοια του τίτλου είναι πως ο Πέτρος είχε χάσει τον βασιλιά από τα πιόνια του. Έτσι ο Βαγγέλης, στο τέλος της ταινίας φτιάχνει μια ξύλινη φιγούρα βασιλιά για να αντικαταστήσει το χαμένο πιόνι και την αφήνει στο τραπέζι, λίγο πριν αυτοκτονήσει. Ίσως αυτός ο βασιλιάς να είναι το «ευχαριστώ» του Βαγγέλη προς την υποστήριξη του Πέτρου.
Σύντομη αναλυτική προσέγγιση της ταινίας:
Στο σημείωμά του ο σκηνοθέτης αναφέρει πως Ο Βασιλιάς είναι μια προσπάθεια ατόφιας και αληθινής παρουσίασης της Ελλάδας, μακριά από στερεότυπα και φολκλόρ αναπαραστάσεις. Προσπαθεί με πολύ εύστοχο τρόπο να δείξει πως η κοινωνία –και κυρίως η ελληνική επαρχεία– είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που ονομάζουμε «Παγκόσμιο Χωριό».
O Βαγγέλης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί να σταθεί όρθιος και ν’ αλλάξει τη ζωή του προς το καλύτερο, αλλά οι επαρχιώτες δεν σέβονται αυτή του την προσπάθεια και σαν άλλοι «θεοί», καθορίζουν τη ζωή του και τον προκαλούν να αποδείξει ότι είμαι «μίασμα» της κοινωνίας όπως εκείνοι πιστεύουν. Οι «επιφανείς του χωριού», που δεν είναι άλλο από αφιλόξενοι και κοντόφθαλμοι, είναι άνθρωποι που ο καθένας έχει συναντήσει στη ζωή του. Ο Βαγγέλης προσπαθεί να ενσωματωθεί με τον δικό του τρόπο και φαίνεται πως μερικοί καταφέρνουν να δουν το πραγματικό του πρόσωπο, που κάθε άλλο παρά εχθρικό και κακόβουλο είναι.
Ένας πρωταγωνιστής που δεν παραδίδει εύκολα τα όπλα. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να συμβάλλει στο Παραδείσι, είτε με την εργασία, είτε με την ευγένειά του. Αυτό που εξαγρίωσε τους επαρχιώτες και τους έκανε να στραφούν εναντίον του ήταν η άρνησή του να τους επιτρέψει να εισβάλλουν στην προσωπική του ζωή. Αυτό για μια κλειστή κοινωνία, όπως το Παραδείσι, δεν γίνεται κατανοητό. Έτσι εξηγείται και η συμπεριφορά του Βαγγέλη που προσπαθεί να διαφυλάξει την προσωπική του ζωή αλλά και την ήρεμη πορεία του στο νέο του ξεκίνημα. Οι συγχωριανοί του, ουσιαστικά, φοβούνται την αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης που ενδέχεται να προκύψει από την ασυμβάδιστη ζωή του Βαγγέλη, ο οποίος δεν γνωρίζει –επομένως δεν ακολουθεί– τους άγραφους κανόνες της μικρής και κλειστής κοινωνίας τους. Προς έκπληξή μας, μοναδικός του φίλος και υποστηρικτής είναι ο Πέτρος, ο αστυνομικός του χωριού. Ο Πέτρος αποτελεί το μεγαλύτερο σύμβολο εξουσίας από όλους τους συγχωριανούς, παρ’ όλα αυτά φαίνεται να είναι κι αυτός υποταγμένος στην εξουσία που ασκούν οι υπόλοιποι παράγοντες του τόπου.
Επιστρέφοντας στην διακειμενική αναφορά για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ του Φράνκο Τζεφιρέλι και τη συμπεριφορά των επαρχιωτών που θυμίζει τους Ιουδαίους, ο Γραμματικός φαίνεται να παρουσιάζει έναν σύγχρονο Χριστό, που υπέμεινε τα πάθη και τέλος θυσιάστηκε, όπως και ο Βαγγέλης υπομένει τις συμπεριφορές τους και στο τέλος θυσιάζεται–αυτοκτονεί. Και σαν μια άλλη μεταφορά, αυτή τη φορά της Ανάστασης, που ο Βαγγέλης, επιστρέφει στον τόπο του όπου και θάβεται, αφού οι συγχωριανοί του εμποδίζουν την ταφή του στο νεκροταφείο.
Τέλος, το φινάλε του έργου που πανηγυρίζουν για την σύλληψη του Βαγγέλη, έρχεται να ταυτιστεί με τη σκηνή στα 20 πρώτα λεπτά, που οι επαρχιώτες πανηγυρίζουν για το σκοτωμό του λύκου. Έτσι μπροστά μας παρουσιάζεται σαν ένας άλλος μοναχικός λύκος που θεωρούνταν απειλή και κατατροπώθηκε. Αντιμετωπίστηκε από την αρχή μέχρι το τέλος σαν αντικοινωνικό στοιχείο –κάτι που δεν ίσχυε– και όταν πλέον κάποιος αποφάσισε να σταματήσει αυτή την αισχρή αντιμετώπιση, ήταν πλέον πολύ αργά. Γιατί η κοινωνία είναι έτσι που δεν αφομοιώνει ανθρώπους σαν τον Βαγγέλη που ψάχνουν τρόπους διαφυγής από τα λάθη τους. Η κοινωνία δεν δίνει ευκαιρίες σε ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν μια νέα αρχή και τους οδηγεί στο περιθώριο και την αυτοκαταστροφή. Και ο Βαγγέλης ήταν ένα ακόμα θύμα αυτής της κοντόφθαλμης και υποκριτικής κοινωνίας που δεν ξέρει να ακούει, να δέχεται, να βοηθάει. Και αυτό είναι το πιο βαθύ και το πιο εμφανές ταυτόχρονα μήνυμα της ταινίας, που συνεχίζει να είναι διαχρονική ως και σήμερα.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Fun Facts:
- Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα που συνέβησαν στα Δουνέικα Αχαΐας, ενώ τα γυρίσματα έγιναν κοντά στην Ολυμπία.
- Αποκόμματα από ειδήσεις της πραγματικής ιστορίας είχαν κολλήσει στο παπούτσι του Νίκου Γραμματικού λόγω μιας τσίχλας. Έτσι προσπαθώντας να την ξεκολλήσει, διάβασε την είδηση και μετά από τρία χρόνια έρευνας και επικοινωνίας με τον δικηγόρο του πραγματικού Βαγγέλη.
- Η εικόνα του παππού του Βαγγέλη στην ταινία, είναι το εξώφυλλο του δίσκου του Θανάση Παπακωνσταντίνου, Βραχνός Προφήτης. Στην πραγματικότητα ήταν ο τελευταίος ντελάλης του Θεσσαλικού κάμπου.
- Πρόκειται για μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές παρουσίες της πρώτης δεκαετίας του 2000, που αναμφίβολα πρέπει κάποιος να δει αν θέλει να μυηθεί στον ελληνικό κινηματογράφο.
Κείμενο: Μελίνα Καριώρη (Lavart)