Η Ιστορία της Ελληνίδας Ηθοποιού τον Τελευταίο Αιώνα
Με το τέλος του Σεπτεμβρίου ξαναμπαίνουμε στο πρόγραμμα της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς, κατά κόσμον σεζόν. Ο μήνας που έρχεται, λοιπόν, φέρνει εκατοντάδες νέους και νέες στο κατώφλι δημόσιων και ιδιωτικών δραματικών σχολών για να διεκδικήσουν μία από τις ολιγάριθμες θέσεις που θα τους φέρουν ένα βήμα πιο κοντά στην επαγγελματική σκηνή και τον κινηματογραφικό φακό. Αν κάποιος ισχυριζόταν ότι δεν είναι καταφανής η πλειονότητα των κοριτσιών έναντι των αγοριών που περιμένουν ν’ ακούσουν το όνομά τους για να εκπλήξουν τους επερχόμενους καθηγητές τους με μονολόγους και λοιπά ξεδιπλώματα ατόφιου ταλέντου, θα έλεγε ένα σαφώς ατυχές ψέμα. Εν τέλει φυσικά οι απόφοιτες δεν υπερτερούν των αποφοίτων αριθμητικά. Έτσι απλώς μιλάμε για μια γερή δόση ανταγωνισμού μεταξύ γυναικών.
Φυσικά η επαγγελματική αποκατάσταση και η οικονομική σταθερότητα δεν μπορεί για κανένα λόγο να αποτελέσει κίνητρο για να γίνει μια γυναίκα ηθοποιός στην Ελλάδα του 2020.
Ίσχυε το ίδιο όμως στην Ελλάδα του 1920;
Το κύρος της γυναίκας που ενσαρκώνει ρόλους επί σκηνής παλινδρομεί διαρκώς κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα. Υπήρξε, και υπάρχει ακόμα εν μέρει, μια σαφής διαφοροποίηση της κοινής γνώμης ανάμεσα στις ηθοποιούς του κλασικού ρεπερτορίου και εκείνες που κινούνται σε πιο «εμπορικές» ερμηνείες.
Τα ήθος της γυναίκας που εξέθετε τον εαυτό της επί σκηνής ήταν σαφώς αμφισβητούμενο για αιώνες. Έπρεπε να μεσολαβήσουν πόλεμοι, πολιτικοί αναβρασμοί, αγώνες φεμινιστριών, και τεχνολογική έκρηξη για να αλλάξει η ταύτιση της γυναίκας που πληρώνεται για να βγαίνει στη σκηνή και την οθόνη και της γυναίκας που πληρώνεται για να… εκδίδεται.
Φυσικά, πολύ πριν ακόμα τις αρχές του 20ου αιώνα, οι γυναίκες που υπηρετούσαν το αρχαίο δράμα και γενικά το κλασικό ευρωπαϊκό και αμερικανικό ρεπερτόριο, απολάμβαναν μιας πολύ καλύτερης αντιμετώπισης. Ήταν γυναίκες-καλλιτέχνιδες στα μάτια των ανθρώπων των γραμμάτων, καλλιτέχνιδες και όχι αρτίστες. Οι θεατρίνες, από την άλλη, που δεν ανήκαν στις ποιοτικές σκηνές σαν αυτή του εθνικού θεάτρου, απολάμβαναν άλλου είδους αποθέωση. Αληθινά ανεξάρτητες γυναίκες όργωναν την Ελλάδα και τις περιοχές του μικρασιατικού Ελληνισμού με τα λεγόμενα «μπουλούκια» ανεβάζοντας από Σεξπιρικά αριστουργήματα μέχρι ιστορικές επιθεωρησιακές παρλάτες. Το χειροκρότημα που ακολουθούσε την έξοδό τους από τη σκηνή δεν ζήλευε ούτε στο ελάχιστο τον ήχο από το χειροκρότημα που ακολουθούσε τους τραγικούς μονολόγους της Κασσάνδρας στο εθνικό θέατρο.
Οι Γυναίκες που Άφησαν Ιστορία στη Σκηνή τον 20ο αιώνα
Άσχετα πάντως από τα όσα λέγονταν, τόσο σε σαλόνια όσο και σε καφενέδες για την αξιοπρέπεια των ηθοποιών στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα υπήρξε κάποια που δεν σχολιάστηκε ποτέ κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η μεγάλη κυρία του θεάτρου, η Κυβέλη, ευτυχώς για την τέχνη της, έζησε πολλές δεκαετίες επί σκηνής. Λέγεται πως οι γυναίκες που γράφουν ιστορία μένουν στη μνήμη με το μικρό τους όνομα. Έτσι και η Κυβέλη Αδριανού έμεινε στη μνήμη και στις σελίδες της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου ως μια μορφή μοναδική. Ήταν εντυπωσιακή από την αρχαία τραγωδία μέχρι το κωμειδύλλιο και ακόμα πιο εντυπωσιακή εκτός σκηνής αφού υπήρξε μοναδικά όμορφη και μοναδικά πνευματώδης. Επιτέλους μια γυναίκα του πνεύματος με πολιτική δράση στην πολιτιστικά αναπτυσσόμενη Ελλάδα.
Ισάξια στο ταλέντο αδιαμφισβήτητα η Μαρίκα Κοτοπούλη, αφού το βραβείο που φέρει το όνομά της απονέμεται ακόμα σε ετήσια βάση στις καλλιτεχνικές απογόνους της. Διέφερε όμως σε πολλά από την προαναφερθείσα. Παρά το θεατρικό της άστρο δεν υπήρξε ποτέ όμορφη κατά γενική ομολογία. Υπήρξε όμως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα σε ότι αφορούσε το ήθος της, αφού απασχόλησε εφημερίδες και κουτσομπολίστικα πηγαδάκια σε κάθε γειτονιά με τα ερωτικά της σκάνδαλα. Όλα αυτά σε μια εποχή που το να είσαι γυναίκα και σπουδαία παράλληλα ήταν ήδη αρκετό για να αμφισβητηθεί η «ηθική» σου.
Οι σταρ στη Μεγάλη Οθόνη
Με το πέρασμα των χρόνων, και πιο πολύ με το πέρασμα του δευτέρου παγκοσμίου, ήρθε η ανάδειξη του ομιλούντος κινηματογράφου να δώσει μια νέα ορμή στη γυναίκα ηθοποιό. Ενώ από τη μία μεριά η Συνοδινού μάζευε υπέροχες κριτικές για τις απίστευτες ερμηνείες της σε ιστορικούς ρόλους αρχαίου και κλασικού δράματος, η Κατίνα Παξινού από την άλλη κατάφερνε να ξεφύγει από τα εθνικά πλαίσια και να θριαμβεύσει από τα ευρωπαϊκά θέατρα μέχρι το Χόλιγουντ.
Άρχισε πια η μεγάλη οθόνη να δημιουργεί είδωλα. Πρώτα καλλιτεχνικά και μετά λαϊκά. Το σινεμά τότε δεν ήταν η εφηβική έξοδος του Σαββάτου, ήταν ένα μέρος που έπρεπε να προσέξεις την τελευταία λεπτομέρεια στην εμφάνιση σου για να μην σχολιαστείς, κάτι σαν ένα πιο λαϊκό φουαγιέ σε όπερα της Σμύρνης. Η λιγότερο ποιοτικά αμφιλεγόμενη σταρ που ανέδειξε ο κινηματογράφος ήταν η Μελίνα Μερκούρη. Μπορεί τα μάρμαρα να μην επέστρεψαν στον Παρθενώνα πριν τον θάνατό της όπως ονειρευόταν, όμως τη μέρα της κηδείας της την τίμησαν μέχρι και στο Broadway αφού τα θέατρα έμειναν κλειστά και σε συσκότιση. Η Μελίνα κατάφερε να αποτελέσει το πιο φωτεινό παράδειγμα σύνδεσης πολιτικής και πολιτισμού που έχει να επιδείξει η σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία.
Λιγότερο μπλεγμένη στα κοινά αλλά, εξίσου λαμπερή στην όψη και στο ταλέντο η Τζένη Καρέζη. Μπορεί να τη θυμόμαστε να σώζει ερμηνευτικά τα Κόκκινα Φανάρια σ’ έναν ρόλο όχι τόσο αριστουργηματικό, όμως το ταλέντο της δεν αμφισβητήθηκε στιγμή, ούτε από τους αυστηρούς λάτρεις του κλασικού θεάτρου ούτε από το λαϊκό κοινό που αποτελούσε τον μέσο θαυμαστή.
Μιλώντας όμως για σταρ, όσο κι αν υπάρχουν διαφωνίες ως προς την ποιότητα της ερμηνευτικής της πορείας, δεν μπορεί να μην πάει το μυαλό μας στην κλασική «εθνική σταρ». Η Αλίκη Βουγιουκλάκη αποθεώθηκε από το κοινό, απασχόλησε τον τύπο, ακριβοπληρώθηκε για τους ρόλους της, αμφισβητήθηκε για το ταλέντο και την ηθική της αλλά, έμεινε στη μνήμη μας σαν μορφή όσο καμία άλλη. Δεν θα επιχειρήσω να κρίνω την καριέρα της ως καλλιτέχνιδα. Θα επιβεβαιώσω απλώς πως αποτέλεσε την μεγαλύτερη «influencer» celebrity του περασμένου αιώνα. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η αναγνώριση από την ίδια της επιρροής της στο κοινό. Όταν ο Μινωτής, ο δάσκαλός της στο εθνικό, ήταν στο κοινό έπαιζε σαν θεατρίνα και όχι σαν σταρ. Ήταν συνειδητά σταρ και το ομολόγησε με τσαχπινιά και θάρρος στη Μαλβίνα Κάραλη.
Τα επόμενα χρόνια σημάδεψαν πολλές ακόμα γυναίκες, κάθε μια με τον τρόπο και το στίγμα της. Με άλλα χρώματα έβαψε τη σκηνή και την οθόνη η Βλαχοπούλου, με τελείως διαφορετικά η Γεωργία Βασιλειάδου και τελείως αλλιώς η Σπεράντζα Βρανά και η Ζωζώ Σαπουντζάκη.
Αν μη τι άλλο πάντως, στο πρόσωπο μιας σταρ άρχισαν επιτέλους να συνδέονται το, άλλοτε «φθηνό και δεύτερο» εμπορικό θέατρο και σινεμά, με το λόγιο και ποιοτικό δράμα.
Η Είσοδος της γυναίκας σταρ στα σαλόνια κάθε σπιτιού
Τα τελευταία όμως πενήντα χρόνια ήρθε ένα άλλο μέσον να καθορίσει το ελληνικό star system. Η μικρή οθόνη. Βιώνοντας πια την παρακμή της τηλεόρασης μπορούμε να την εντάξουμε στην πολιτιστική ιστορία της χώρας. Από τη δεκαετία του 90’ η τηλεόραση άρχισε να δημιουργεί μέσα από τις σειρές που για είκοσι χρόνια αποτελούσαν κύρια ψυχαγωγική μέθοδο, καθότι δωρεάν, τα νέα ονόματα που μεσουρανούσαν και μεσουρανούν στον πολιτισμό.
Η δημόσια και αργότερα η ιδιωτική τηλεόραση ήρθε να αναδείξει γυναίκες όπως η Νένα Μεντή, η Μίνα Αδαμάκη και η Άννα Παναγιωτοπούλου. Φυσικά μετά τις τρεις χάριτες ήρθαν πιο σύγχρονες μορφές να γεμίσουν σελίδες περιοδικών και ύστερα ηλεκτρονικές σελίδες. Η Ελένη Ράντου παίζει ακόμα κάθε μεσημέρι σε επανάληψη και έχουμε εντυπώσει όλοι το πρόσωπο και τη φωνή της στις καρδιές μας. Η Κατερίνα Λέχου, η Σμαράγδα Καρύδη, η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, και η Μαρία Λεκάκη μπορούμε να πούμε χωρίς υπερβολή ότι υπήρξαν και ίσως είναι ακόμα… σταρ.
Εκκολάπτονται νέες σταρ;
Επανερχόμενη όμως στον, παρά τον covid-19, συνωστισμό έξω από τις δραματικές σχολές οφείλω να ομολογήσω ότι οι απόφοιτες θα βρεθούν στη δύσκολη θέση να αποτελέσουν τα πρόσωπα της μετάβασης. Δεν θα είναι ούτε αρτίστες του μπουλουκιού, ούτε σταρ της μικρής ή της μεγάλης οθόνης. Θα είναι άνθρωποι της τέχνης που πρέπει να δημιουργήσουν έναν καινούργιο κόσμο μέσα από το επάγγελμα με τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας. Ίσως χρειαστεί να το κάνουν μ’ ένα δίσκο γεμάτο ποτήρια στο χέρι. Αξίζει όμως την ορθοστασία και τα ανύπαρκτα τιπς.
Στη νέα εποχή, για την οποία μίλησε πρώτος ο Orwell και τώρα ποια αναμασούν τη φράση αυτή σε όλα τα «καθώς πρέπει» πρωινάδικα υπάρχει στον κόσμο του θεάματος μια νέα παλινδρόμηση. Η επιλογή του επαγγέλματος της ηθοποιού ως επιλογή ζωής μέσα στην τέχνη κι όχι ζωής μέσα στη δόξα. Η αναγνωσιμότητα είναι πια εύκολη, και ακόμα πιο εύκολη είναι η κατάργησή της αν υπάρξει έστω και μια μικρή περίοδος «βαρετή» για το «κοινό». Σε γρήγορες λοιπόν ταχύτητες, όπως κάθε επάγγελμα, η θεατρική ερμηνεία ψάχνει νέα πατήματα και ξαναγυρνά στην τέχνη αυτή καθ’ αυτή.
Σε κάθε περίπτωση και εποχή, όσο κι αν παχαίνει η σκηνή κι ο φακός, οι γυναίκες πάνω στο σανίδι και μπροστά στις οθόνες μας θα φαίνονται πάντα πιο εντυπωσιακές, όχι οπτικά.
Το κείμενο γράφτηκε από την Άρτεμις Στυλιανού (Lavart)