Εξερευνώντας τη Θεσσαλονίκη – Οι ήχοι της Ερνέστ Εμπράρ – Ανακαλύπτοντας την Θεσσαλονίκη στα Άνω Λαδάδικα
Η κάθε πόλη έχει το δικό της χαρακτηριστικό ήχο. Συχνά μιλάμε για τη βοή του δρόμου, για τον όχλο του αστικού περιβάλλοντος και την ηχορύπανση που κατακλύζει τις γειτονιές, μεταφράζοντας τον «ήχο» σε μία ανάμνηση που σύντομα γίνεται όμοια με παρελθοντικές στιγμές μας, κάποτε σε κάποια πόλη από τις πολλές. Όμως η κάθε μία έχει τη δική της προσωπική παρτιτούρα, γραμμένη στην άσφαλτο και στα τσιμέντα ειδικά στις σύγχρονες πόλεις (συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών πόλεων) όπου η πολυκατοικία είναι το βασικό συστατικό του αστικού ιστού. Πολυκατοικία σημαίνει ζωή, σημαίνει κατοίκηση και γεγονότα, σημαίνει απλωμένα ρούχα και ξεθωριασμένες τέντες που αλλάζουν χρώμα με τις εποχές. Υπάρχουν μερικές πολυκατοικίες που δεν κατοικούνται με την παραδοσιακή έννοια του όρου, κτίρια που ζούνε χωρίς ανθρώπους, που στέκουν μέσα στην πόλη σαν φύλακες του δρόμου και μας παρατηρούν. Έτσι αισθάνθηκα όταν πρωτοπερπάτησα στην οδό Ερνέστου Εμπράρ, στα Άνω Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης. Το τέταρτο έτος των σπουδών μου στην αρχιτεκτονική μ’ έφερε σε αυτή την περιοχή την οποία μέχρι τότε αποκαλούσα «Βαλαωρίτου», μη γνωρίζοντας ότι συνδέεται ιστορικά, κοινωνικά και αρχιτεκτονικά με τα γνωστά σε όλους μας Λαδάδικα. Οι πρώτοι δρόμοι που περπάτησα ήταν η Βίκτωρος Ουγκώ, ύστερα η Βεροίας και η Εδέσσης μέχρι που με τράβηξε η περίεργη έλλειψη χρώματος στο στενό, κάθετο δρόμο που πήρε το όνομά του από τον αρχιτέκτονα Έρνεστ Εμπράρ, ο οποίος σχεδίασε ολόκληρη την Θεσσαλονίκη μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917.
Τα βήματά μου ακούγονταν δυνατά καθώς διέσχιζα τον ασφαλτοστρωμένο αλλά άδειο από αμάξια δρόμο. Στις δύο άκρες του υπήρχαν κίτρινοι πάσσαλοι που εμπόδιζαν τα οχήματα να εισέλθουν. Το μάτι μου έπεσε πάνω σε μία μπλε μεταλλική πόρτα κι αμέσως έσπευσα να δω αν είναι ξεκλείδωτη. Για καλή μου τύχη, ήταν, καθώς αποτελούσε την είσοδο στο ένα από τα δύο όμοια κτίρια του δρόμου τα οποία καταλάμβαναν ένα οικοδομικό τετράγωνο το καθένα. Πίσω από την πόρτα κρύβονταν μια στενή σκάλα γεμάτη αντικείμενα, δομικά υλικά και πεσμένους σοβάδες ενώ οι τοίχοι ήταν γεμάτοι έγχρωμα έργα τέχνης και λέξεις που φώναζαν.
Ένας ρυθμός εμφανίστηκε σταδιακά καθώς ανέβαινα τους ορόφους τον οποίο αναγνώρισα γρήγορα -ήταν ήχος από ντραμς. Ανακάλυψα ότι το κτίριο τελικά μόνο άδειο δεν ήταν. Αντιθέτως κάθε όροφος γέμιζε με ερασιτεχνικά στούντιο μουσικής, «προβάδικα» και χώρους τέχνης. Επίσης το απέναντι όμοιο κτίριο φιλοξενούσε το αρχιτεκτονικό γραφείο 157+173 designers, ένα καλλιτεχνικό ατελιέ, παλιές βιοτεχνίες ρούχων από την δεκαετία του ’60 και γραφεία. Το καλλιτεχνικό δίκτυο που υπάρχει στην περιοχή, κυρίως βασισμένο στη μουσική σκηνή της πόλης, είναι αξιοθαύμαστο κυρίως για το πόσο «κρυφό» είναι. Αν περπατήσεις νύχτα στους δρόμους κάτω από την Βαλαωρίτου θα αντιληφθείς την έντονη νυχτερινή ζωή μέσα από τα γεμάτα κόσμο μαγαζιά. Αν όμως βρεθείς εκεί μια καθημερινή απόγευμα καθώς πέφτει ο ήλιος, είναι πιθανό μέσα στην απουσία των ανθρώπων και στο βουητό των γύρω δρόμων να πάρει το αυτί σου κάποια μουσική, κάποιον ρυθμό που ποτέ δεν ξέρεις ακριβώς από πού προέρχεται.
Η εμπειρία μου στην Εμπράρ συνεχίστηκε μερικά βράδια μετά όπου βρισκόμουν στην περιοχή για ένα πάρτι και αποφάσισα να εξερευνήσω ξανά τον δρόμο, έξω από τα πλαίσια της σχολής. Κατεβαίνοντας λοιπόν με την ίδια φορά το στενό είδα μέσα στο σκοτάδι ένα κίτρινο φως να βγαίνει από μία σηκωμένη γκαραζόπορτα. Κατέληξα να βρίσκομαι σε ένα υπέροχο λάιβ στο σύλλογο ροκ μουσικής της πόλης, Sharp 9, που δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει. Χόρεψα, γνώρισα ανθρώπους αυτού του δρόμου και υπήρξα για λίγο σε ένα περίεργο, μυστικό πάρτι που το πρωί έσβησε πίσω από την καθημερινότητα, ανάμεσα στις πρωινές δουλειές και τους εργαζόμενους των δύο κτιρίων. Έμαθα τότε πώς η Εμπράρ είναι ένας δρόμος ιδιωτικός, ίσως ο μόνος της πόλης. Ανήκει στους πολλούς ιδιοκτήτες των δύο γιγαντιαίων κτιρίων ή μάλλον θα μπορούσα καλύτερα να πω ότι ανήκει στα ίδια τα κτίρια. Οι ατελείωτοι τοίχοι δεξιά και αριστερά του στενού δίνουν ένα περιορισμένο frame ουρανού, σκιάζουν τις επί μέρους δραστηριότητες του δρόμου, κατασκευάζουν ηχώ, χτίζουν με τα παράθυρά τους θεάσεις στο παρελθόν της πόλης.
Ο ήχος της Θεσσαλονίκης για ‘μένα έχει πολύ συγκεκριμένη χροιά, δεν συγχέεται με κανέναν. Ακούγεται χαμηλόφωνα, από κάποιο ψηλό παράθυρο σε γειτονιές σαν τα Άνω Λαδάδικα και άμα δώσεις προσοχή ίσως ανακαλύψεις την πηγή του, ίσως βρεθείς σε κάποιο φανερά κρυφό πάρτι, ίσως ανέβεις μέχρι την ταράτσα ενός παλιού κτιρίου που έχουν αφήσει την πόρτα ξεκλείδωτη για να δεις αλλιώτικα το μέρος που εμπεριέχει τη ζωή σου.
Πηγές Φωτογραφιών: Αφροδίτη Αυγέρου
Κείμενο: Αφροδίτη Αυγέρου (Lavart)