Τί είναι ο έρωτας; Πόσο φως και σκοτάδι κρύβει ταυτόχρονα στις κορυφές του; Οι Έλληνες ποιητές τιθάσευσαν τον λόγο τους για να του αποδώσουν μια υψηλότερη έννοια μέσα από τα ποιήματα τους.
Τα ερωτικά ποιήματα είναι μια μελαγχολική μπαλάντα που ηχεί αιώνια μέσα από το φθαρμένο μελάνι που απομένει σε παλιωμένες σελίδες χαρτιού. Μας κρατούν συντροφιά και κοινωνούν τον ερωτικό πόνο ή την ερωτική έκσταση των ποιητών. Στην παρακάτω λίστα επιλέξαμε τα ποιήματα που έχουν ένα εξαιρετικό χάρισμα, κάθε φορά που τα διαβάζουμε νιώθουμε ένα «τσίμπημα» στη ψυχή μας και σκόρπιες αναμνήσεις ξεπηδούν από το μυαλό μας.
Όταν η Πολυδούρη έγραψε 5 ποιήματα για τη φυγή του Καρυωτάκη, του μεγάλου έρωτά της
6 κορυφαία ποιήματα για τον έρωτα
Κώστας Καρυωτάκης
Αντίθεσις
Όταν το θείο γέλιο σου στα χείλη σου ανθίζει
κι αστράφτει μες στα μάτια σου η κάθε ηδονή,
όταν την ώρια σου μορφή τρελή χαρά στολίζει
και ξεφωνίζεις εύθυμα, γλυκιά μου καστανή,
τότε εγώ ο δύστυχος, του έρωτος ρημάδι,
σε δάκρυα τον πόνο μου αφήνω να ξεσπά·
το κάθε τι μου φαίνεται μαύρο σαν το σκοτάδι
και λέω με παράπονο: «Άλλονε αγαπά».
Νίκος Γκάτσος
Αμοργός
Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα ξέρω
Εγώ που κάποτε σ ‘άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ ‘αγκάλιασα
και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί
βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μιάν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ ‘άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ ‘αγκάλιασα
Και χορέψαμε μες στους καλοκαιρινούς κάμπους .
Μενέλαος Λουντέμης
Ερωτικό Κάλεσμα
Έλα κοντά μου. Δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι η φωτιά.
Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε ο άνεμος.
Τους ανέμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι ο άνεμος.
Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε ο ωκεανός.
Τους ωκεανούς τους δαμάζουν οι Τρίτωνες.
Τους ημερεύουν οι ζέφυροι.
Τους μαγεύουν οι σειρήνες. Όχι.
Δεν ειμ’ ωκεανός.
Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε λιμάνι.
Δε σου τάζω την απανεμιά.
Ούτε τις γλυκές ισημερίες,
και τις αλκυονίδες ζεστασιές.
Δεν είμαι λιμάνι.
Εγώ… Δεν είμαι…
Παρά ένας κουρασμένος στρατολάτης.
Ένας αποσταμένος περπατητής…
Που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
για ν΄ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Και αν θέλεις…
Έλα να τ’ ακούσουμε μαζί.
Γιάννης Ρίτσος
Ωδή στον έρωτα
Και εσύ έρωτα
εκατόφυλλο πορφυρό μου ρόδο
που γεννήθηκες μέσα από τις φλόγες ,
σαν έκαιγαν οι άπιστοι
μια νύχτα δίχως σελήνη
την Άγια Τράπεζα
όπου φύλαγαν οι θνητοί
τα μυστικά της καρδιάς τους ,
γίνε το κάλεσμα της μούσας
και η ηχώ που ταξιδεύει
στα άηχα μονοπάτια της σιωπής μου ,
όταν ο σκοτεινός καβαλάρης
θα καλπάζει στην πολιτεία των άστρων
και το αίμα πέταλα φωτιάς θα σκορπά
στις φλέβες του φεγγαριού
την άγια εκείνη στιγμή
που η μια ψυχή ψάχνει την άλλη
την ώρα που ρέει ο πόθος
σαν κρασί σε χρυσοκέντητο βενετσιάνικο ποτήρι
Τάσος Λειβαδίτης
Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας
Ναι, αγαπημένη μου.
Πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό,εκείνη η απλή κάμαρα
της ευτυχίας,
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό,
αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω
πόσο σου πήγαιναν.
Α, θάθελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου,
της μητέρας σου τα γόνατα που σε γέννησαν για μένα
να φιλήσω όλες τις καρέκλες
που ακούμπησες περνώντας με το φόρεμά σου,
να κρύψω σαν φυλακτό στον κόρφο μου
ένα μικρό κομμάτι απ’ το σεντόνι που κοιμήθηκες.
Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω
στον άντρα που σ’ έχει δει γυμνή
πριν από μένα,
να του χαμογελάσω,
που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία.
Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ’ τον έρωτα,
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα,
τα δάκρυα και πάλι την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Οδυσσέας Ελύτης
Μονόγραμμα
Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα..
Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ’ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
Επειδή σ’ αγαπάω και σ’ αγαπάω.
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο.
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή που πια
δεν έχω τίποτε άλλο μες στους τέσσερις τοίχους,
το ταβάνι, το πάτωμα να φωνάζω από σένα
και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι.
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς;
Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς;
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς; Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;
Πού μ’ αφήνεις, που πας, μ’ ακούς;
Θα ’ρθει μέρα, μ’ ακούς; για μας, μ’ ακούς;
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς;
το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς;
Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε
και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς;
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε,
ο ίδιος, μ’ ακούς;
και κανείς δεν κατάφερε από τόσον χειμώνα
κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς;
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς;
Μες στη μέση της θάλασσας
από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ ’ακούς.
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς.
Άκου, ποιος μιλάει στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;
Είμαι εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω, μ’ ακούς;
Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να ’ρθω.
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον αέρα που αναπνέεις
και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει.
Μόνη να περιμένω που θα πρωτοφανείς
σαν από μια εικόνα καταστραμμένη.
Που κανείς να μην έχει δει για σένα για σένα μόνο εγώ,
μπορεί, και η μουσική που διώχνω μέσα μου
αλλά αυτή γυρίζει δυνατότερη για σένα,
όλα για σένα, για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή.
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί.
Να’ χει ο χρόνος όλος αθωωθεί μες σε αυτά που το πέρασμα σου αφήνει.
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί πριν από εσένα και μαζί σου.
Πήγαινε, και ας έχω εγώ χαθεί ένα κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μέσα μια φωνή κι έναν καθρέφτη να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ.
Να σε βλέπω μισό να περνάς από μπροστά μου
και μισή να κλαίω για αυτό που χάνω, σ’ αγαπάω… Μ’ ακούς;
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
10 αποφθέγματα απο Έλληνες λογοτέχνες – ποιητές που λατρέψαμε