Η πράξη της δημιουργίας από τον Οδυσσέα Ελύτη είναι σαρωτική, τα ποιήματά του μας συνδέουν με τον κόσμο γύρω μας.
Τα ποιήματα του Ελύτη λαμβάνουν το πνεύμα, τη ψυχή και το πνεύμα της Ελλάδας. Οι στίχοι του παραπέμπουν σε ένα τοπίο όπου τα ελαιόδεντρα δεν είναι απλά δέντρα, αλλά σύμβολα της αντοχής- όπου η θάλασσα δεν είναι απλά νερό, αλλά μια δύναμη ατελείωτης ανανέωσης. Μιλάει στην καρδιά, υπενθυμίζοντάς μας την αγνότητα και τη χαρά που μπορεί να βρεθεί στη σύνδεσή μας με τον κόσμο γύρω μας και τη σημασία του να κρατάμε το εσωτερικό μας φως, ακόμη και μπροστά στο σκοτάδι.
Οδυσσέας Ελύτης: «Σα να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ μες στη ζωή πορεύτηκα…»
Μαρία Νεφέλη (απόσπασμα)
Η ΝΕΦΕΛΗ
Μέρα τη μέρα ζω – που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το ‘να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ’ άλλο μου τα ισιώνει
Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να ‘μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».
Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης
Δεν πα’ να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους
Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο
και μόνο εγώ που σ’ αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.
Έτσι που αν στ’ αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός
διαιρέτης»
εγώ θα πρέπει να ‘μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ
ο Νεφεληγερέτης.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι
σβήσου με γενναιοδωρία.
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (απόσπασμα)
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά
Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά
Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους
Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί
Να λείψουν απ’ τη μέση τους δοξολογεί.
Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωση μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
Το Μονόγραμμα (απόσπασμα)
Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.
Έτσι μιλώ για ‘σένα και για ‘μένα..
Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για ‘σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ’ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πώς φιλάς, πώς λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
Η Τοιχογραφία
Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μέσ’ στη
θάλασσα έμαθα γραφή και ανάγνωση
Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις
γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τε-
λειώσει το άλλο
Nα κοιτάζω Kαι μπροστά πάλι το ίδιο :
Tο βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο
Eλένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη
Nα γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα
της φευγάτο κιόλας στην Aσία την αντικρυνή
Kαι το κέντημα όλο μετατοπισμένο μέσ’ στον ου-
ρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και
τους ήλιους.
Οδυσσέας Ελύτης: «Όταν ακούς «τάξη», ανθρωπινό κρέας μυρίζει»