Search
Close this search box.
Search
Close this search box.
αποκηρυγμένα ποιήματα του Καβάφη

Τα 27 αποκηρυγμένα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη αποζητούν μια Ιθάκη

Μπορεί ένας ποιητής όπως ο Κωνσταντίνος Καβάφης να αποκηρύξει τα ποιήματά του; Φυσικά και ο ιεροφάντης της γλώσσας έχει την κρίση να το πράξει, παρά τη φύση της μεταβλητότητας της. 

Γιατί αποκήρυξε τα ποιήματά του ο Κωνσταντίνος Καβάφης; Τα πάντα αλλάζουν στη ζωή μας, διανθίζουμε την σκέψη μας, αλλάζουμε τον πυρήνα των ιδεών μας και φτάνουμε στο σημείο να θεωρήσουμε ως λάθος ένα μεγάλο μέρος του μωσαϊκού, που εμείς δημιουργήσαμε. Έτσι, η πένα του ποιητή δικαιούται να μεγαλουργήσει αλλά και να κρύψει αυτό που με τη δική του κρίση φαίνεται ελλιπές. Παρόλα αυτά εμείς ως αναγνώστες διαβάζουμε και εκτιμούμε την ομορφιά των αποκηρυγμένων ποιημάτων του Καβάφη και πιστεύουμε πως αξίζει να τα μελετήσετε κι εσείς.

Ο Καβάφης πιάνει στα δίχτυα της πένας του μια φευγαλέα ηχώ: «Αύγουστος ήταν; — η βραδιά…»

Η Αρχαία Τραγωδία
Η αρχαία τραγωδία, η αρχαία τραγωδία
είναι ιερά κ’ ευρεία ως του σύμπαντος καρδία.
Την εγέννησεν εις δήμος, μία πόλις Ελληνίς,
αλλ’ ευθύς εκείνη έπτη, κ’ έστησεν εν ουρανοίς
την σκηνήν

Εν θεάτρω Ολυμπίω, εν αξία των κονίστρα,
ο Ιππόλυτος, ο Αίας, Άλκηστις και Κλυταιμνήστρα,
την ζωήν μας διηγούνται την δεινήν και την κενήν
και ελέους θείου πίπτει εις την γην την αλγεινήν
η ρανίς.

Υπό την μικροτέραν την μορφήν την τραγωδίαν
έβλεπε και εθαύμαζε των Αθηνών ο δήμος.
Η τραγωδία ήκμαζεν εντός του σαπφειρίνου
θεάτρου τ’ ουρανού. Εκεί ακροατάς της είχε
τους αθανάτους. Κ’ οι θεοί, επί εδρών μεγάλων
εκ καθαρού αδάμαντος, ήκουον εν αφάτω
ευχαριστήσει τους καλούς του Σοφοκλέους στίχους,
του Ευριπίδου τους παλμούς, το ύψος του Αισχύλου,
και του λεπτού Αγάθωνος Ατθίδας φαντασίας.
Αντάξιοι υποκριταί των υψηλών δραμάτων
ήσαν αι Μούσαι, ο Ερμής και ο σοφός Απόλλων,
ο προσφιλής Διόνυσος, η Αθηνά κ’ η Ήβη.
Και επληρούντο τ’ ουρανού με ποίησιν οι θόλοι·
αντήχουν οι μονόλογοι, εύγλωττοι και πενθούντες·
και οι χοροί, ακένωτοι πηγαί της αρμονίας·
κ’ οι ευφυείς διάλογοι με τας βραχείας φράσεις.
Η φύσις όλη ευλαβής εσίγα, μη ταράξη
την θεσπεσίαν εορτήν θόρυβος τρικυμίας.
Ακίνητοι και ευλαβείς, αήρ, και γη, και πόντος
εφρούρουν των μεγάλων των θεών την ηρεμίαν.
Και κάποτε τοις ήρχετο ηχώ από τα άνω,
ολίγων στίχων έπνεεν άυλος ανθοδέσμη,
με «Εύγε, εύγε» των θεών, τρίμετροι μεμιγμένοι.
Κ’ έλεγεν ο αήρ τη γη, κ’ η γραία γη τω πόντω·
«Σιγή, σιγή· ακούσωμεν. Εντός του ουρανίου
θεάτρου, την παράστασιν τελούν της Αντιγόνης.»

Η αρχαία τραγωδία, η αρχαία τραγωδία
είναι ιερά κ’ ευρεία ως του σύμπαντος καρδία.
Την εγέννησεν εις δήμος, μία πόλις Ελληνίς,
αλλ’ ευθύς εκείνη έπτη, κ’ έστησεν εν ουρανοίς,
την σκηνήν.

Εν θεάτρω Ολυμπίω, εν αξία των κονίστρα,
ο Ιππόλυτος, ο Αίας, Άλκηστις και Κλυταιμνήστρα,
διηγούνται την ζωήν μας την δεινήν και την κενήν
και ελέους θείου πίπτει εις την γην την αλγεινήν
η ρανίς.

Τα Βήματα των Ευμενίδων
Κοιμάτ’ ο Νέρων εν τω ανακτόρω του
ήσυχος, ασυνείδητος, και ευτυχής –
ακμαίος εν τη ευρωστία της σαρκός
κ’ εν τω ωραίω σφρίγει της νεότητος.

Αλλά οι Λάρητές του είν’ ανήσυχοι.
Τρέμουσι της εστίας οι μικροί θεοί,
και τα ασήμαντά των σώματα ζητούν
να κρύψουν, να μικρύνουν, ν’ αφανίσωσι.
Διότι ήκουσαν κρότον απαίσιον –
κρότον Ταρτάρειον, κρότον θανάσιμον –
ερχόμενον από την κλίμακα, και ευθύς
οι δείλαιοι Λάρητες, με λιπόθυμον
όλην την ασθενή αυτών θεότητα,
εμάντευσαν, ησθάνθησαν, εγνώρισαν
τα φοβερά των Ευμενίδων βήματα.

Οι Ταραντίνοι Διασκεδάζουν
Θέατρα πλήρη, πανταχόθεν μουσική·
εδώ κραιπάλη και ασέλγεια, κ’ εκεί
αθλητικοί αγώνες και σοφιστικοί.
Του Διονύσου τ’ άγαλμα κοσμεί αμάραντος
στέφανος. Μία κώχη γης δεν μένει άρραντος
σπονδών. Διασκεδάζουν οι αστοί του Τάραντος.

Αλλ’ απ’ αυτά απέρχοντ’ οι Συγκλητικοί
και σκυθρωποί πολλά οργίλα ομιλούν.
Κ’ εκάστη τόγα φεύγουσα βαρβαρική
φαίνεται νέφος καταιγίδα απειλούν.

Ο Οράτιος εν Αθήναις
Εις της εταίρας Λέας το δωμάτιον,
όπου κομψότης, πλούτος, κλίνη απαλή,
νέος, με ιάσμας εις τας χείρας, ομιλεί.
Κοσμούσι τους δακτύλους του λίθοι πολλοί,

κ’ εκ σηρικού λευκού φορεί ιμάτιον
με ανατολικά κεντήματ’ ερυθρά.
Η γλώσσα του είν’ Αττική και καθαρά,
αλλ’ ελαφρός τις τόνος εν τη προφορά

τον Τίβεριν προδίδει και το Λάτιον.
Ο νέος την αγάπην του ομολογεί,
κ’ η Αθηναία τον ακούει εν σιγή

τον εύγλωττόν της εραστήν Οράτιον·
κ’ έκθαμβος βλέπει νέους κόσμους του Καλού
εντός του πάθους του μεγάλου Ιταλού.

27 αποκηρυγμένα ποιήματα του Καβάφη

Φωνή απ’ την Θάλασσα
Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή –
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Το ψάλλει με την θεία της φωνή εκείνη,
όταν στους ώμους της απλώνει την γαλήνη
σαν φόρεμά της ο καιρός ο θερινός.

Φέρνει μηνύματα εις ταις ψυχαίς δροσάτα
η μελωδία της. Τα περασμένα νειάτα
θυμίζει χωρίς πίκρα και χωρίς καϋμό.
Οι περασμένοι έρωτες κρυφομιλούνε,
αισθήματα λησμονημένα ξαναζούνε
μες στων κυμάτων τον γλυκόν ανασασμό.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Και σαν κυττάζεις την υγρή της πεδιάδα,
σαν βλέπεις την απέραντή της πρασινάδα,
τον κάμπο της πούναι κοντά και τόσο μακρυνός,

γεμάτος με λουλούδια κίτρινα που σπέρνει
το φως σαν κηπουρός, χαρά σε παίρνει
και σε μεθά, και σε υψώνει την καρδιά.

Κι’ αν ήσαι νέος, μες σταις φλέβες σου θα τρέξη
της θάλασσας ο πόθος· θα σε ‘πη μια λέξι
το κύμα απ’ τον έρωτά του, και θα βρέξη
με μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά.

Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή –
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.

Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων;-
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων,
που σάβανό των έχουν τον ψυχρόν αφρό,
και κλαιν για ταις γυναίκας των, για τα παιδιά των,
και τους γονείς των, για την έρημη φωλιά των,
ενώ τους παραδέρνει πέλαγο πικρό,

σε βράχους και σε πέτραις κοφτεραίς τους σπρώχνει,
τους μπλέκει μες στα φύκια, τους τραβά, τους διώχνει,
κ’ εκείνοι τρέχουνε σαν νάσαν ζωντανοί
με ολάνοιχτα τα μάτια τρομαγμένα,
και με τα χέρια των άγρια, τεντωμένα,
από την αγωνία των την υστερνή.

Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων;-
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων
που κοιμητήριο ποθούν χριστιανικό.
Τάφο, που συγγενείς με δάκρυα ραντίζουν,
και με λουλούδια χέρια προσφιλή στολίζουν,
και που ο ήλιος χύνει φως ζεστό κ’ ευσπλαγχνικό.

Τάφο, που ο πανάχραντος Σταυρός φυλάει,
που κάποτε κανένας ιερεύς θα πάη,
θυμίαμα να κάψη και να ‘πη ευχή.
Χήρα τον φέρνει που τον άνδρα της θυμάται
ή υιός, ή κάποτε και φίλος που λυπάται.
Τον πεθαμένο μνημονεύουν· και κοιμάται
πιο ήσυχα, συγχωρεμένη η ψυχή.

Κωνσταντίνος Καβάφης: 8 ποιήματα ηδονής που δε θα ξεχάσουμε ποτέ!

Βακχικόν
Από του κόσμου κεκμηκώς την πλάνον αστασίαν,
εντός του ποτηρίου μου εύρον την ησυχίαν·
ζωήν κ’ ελπίδα εν αυτώ και πόθους εσωκλείω·
δότε να πίω.

Μακράν εδώ των συμφορών, των θυελλών του βίου,
αισθάνομ’ ως διασωθείς ναύτης εκ ναυαγίου
κ’ εν ασφαλεί ευρισκόμενος εντός λιμένος πλοίω.
Δος μοι να πίω.

Ω! υγιής του οίνου μου ζέσις, απομακρύνεις
πάσαν ψυχράν επιρροήν. Φθόνου ή καταισχύνης,
ή μίσους, ή διαβολών, δεν με εγγίζει κρύο·
δότε να πίω.

Την άχαριν αλήθειαν γυμνήν δεν βλέπω πλέον.
Άλλην απήλαυσα ζωήν, και κόσμον έχω νέον·
εν των ονείρων τω ευρεί ευρίσκομαι πεδίω –
δος, δος να πίω!

Και αν ήναι δηλητήριον, και αν εύρω την πικρίαν
της τελευτής εντός αυτού, εύρον πλην ευτυχίαν,
τέρψιν, χαράν, και έπαρσιν εν τω δηλητηρίω·
δότε να πίω!

Ο Ποιητής και η Μούσα
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Προς τι καλόν, τι όφελος ηθέλησεν η τύχη,
κ’ εν τη αδυναμία μου επλάσθην ποιητής;
Μάταιοι είν’ οι λόγοι μου· της λύρας μου οι ήχοι
αυτοί οι μουσικώτεροι δεν είναι αληθείς.

Εάν θελήσω ευγενές αίσθημα να υμνήσω,
όνειρα είν’, αισθάνομαι, η δόξα κ’ η αρετή.
Παντού απογοήτευσιν ευρίσκ’ όπου ατενίσω,
κ’ επί ακάνθων πανταχού ο πους μου ολισθεί.

Η γη ‘ναι σφαίρα σκοτεινή, ψυχρά τε και δολία.
Τα άσματά μου πλανερά του κόσμου είν’ εικών.
Έρωτα ψάλλω και χαράν. Αθλία παρωδία,
αθλία λύρα, έρμαιον παντοίων απατών!
Η ΜΟΥΣΑ
Δεν είσαι ψεύτης, ποιητά. Ο κόσμος τον οποίον
οράς εστίν ο αληθής. Της λύρας αι χορδαί
μόναι γνωρίζουν τ’ αληθές, και εις αυτόν τον βίον
οι ασφαλείς μας οδηγοί μόναι εισίν αυταί.

Του θείου είσαι λειτουργός. Σοι έδωκε τον κλήρον
του κάλλους και του έαρος. Μελίρρυτος αυδή
ρέει από τα χείλη σου, και θησαυρείον μύρων
είσαι – χρυσή υπόσχεσις και άνωθεν φωνή.

Εάν η γη καλύπτεται με σκότος, μη φοβείσαι.
Μη ό,τι είναι έρεβος νόμιζε διαρκές.
Φίλε, πλησίον ηδονών, ανθών, κοιλάδων είσαι·
θάρρει, και βάδισον εμπρός. Ιδού το λυκαυγές!

Ομίχλη μόνον ελαφρά το βλέμμα σου τρομάζει.
Υπό τον πέπλον ευμενής η φύσις διά σε
ρόδων, και ίων, κ’ ευγενών ναρκίσσων ετοιμάζει
στεφάνους, των ασμάτων σου ευώδεις αμοιβαί.

Κτίσται
Η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη – φέρει
καθείς τον λίθον του· ο εις λόγους, βουλάς, ο άλλος
πράξεις – και καθημερινώς την κεφαλήν της αίρει
υψηλοτέραν. Θύελλα, αφνίδιός τις σάλος

εάν επέλθη, σωρηδόν οι αγαθοί εργάται
ορμώσι και το φρούδον των υπερασπίζοντ’ έργον.
Φρούδον, διότι καθενός ο βίος δαπανάται
υπέρ μελλούσης γενεάς, κακώσεις, πόνους στέργων,

ίνα η γενεά αυτή γνωρίση ευτυχίαν
άδολον, και μακράν ζωήν, και πλούτον, και σοφίαν
χωρίς ιδρώτα ποταπόν, ή δούλην εργασίαν.

Αλλ’ η μυθώδης γενεά ουδέποτε θα ζήση·
η τελειότης του αυτή το έργον θα κρημνίση
κ’ εκ νέου πας ο μάταιος κόπος αυτών θ’ αρχίση.

Λόγος και Σιγή
Αζά καν ελκαλάμ μιν φάντα, ασσουκούτ μιν ζαχάμπ.
ΑΡΑΒΙΚΗ ΠΑΡΟΙΜΙΑ
«Είναι χρυσός η σιωπή και άργυρος ο λόγος.»

Τις βέβηλος προέφερε τοιαύτην βλασφημίαν;
τις χαυνωθείς Ασιανός παραιτηθείς εις μοίραν
τυφλήν, βωβήν, τυφλός, βωβός; Ποίος οικτρός παράφρων
ξένος τη ανθρωπότητι, την αρετήν υβρίζων,
χίμαιραν είπε την ψυχήν, και άργυρον τον λόγον;
Το μόνον μας θεοπρεπές δώρημα, περιέχον
τα πάντα – ενθουσιασμόν, λύπην, χαράν, αγάπην·
εν τη ζωώδει φύσει μας ανθρώπινον το μόνον!
Συ όστις τον αποκαλείς άργυρον, δεν πιστεύεις
το μέλλον, λύον την σιγήν, μυστηριώδες ρήμα.
Συ εν σοφία δεν τρυφείς, πρόοδος δεν σε θέλγει·
με την αμάθειαν – χρυσήν σιγήν – ευχαριστείσαι.
Νοσείς. Είν’ η αναίσθητος σιγή βαρεία νόσος,
ενώ ο Λόγος ο θερμός, ο συμπαθής, υγεία.
Σκιά και νυξ είν’ η Σιγή· ο Λόγος, η ημέρα.
Ο Λόγος είν’ αλήθεια, ζωή, αθανασία.
Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν – σιγή δεν μας αρμόζει
αφού εις το ομοίωμα επλάσθημεν του Λόγου.
Λαλήσωμεν λαλήσωμεν – αφού λαλεί εντός μας
η θεία σκέψις, της ψυχής άυλος ομιλία.

Σαμ ελ Νεσίμ
Το ωχρόν μας Μισίρι
με βέλη ο ήλιος πλήρη
πικρίας και πείσματος καίει και δέρει,
και με δίψαν και νόσον το καταπονεί.
Το γλυκύ μας Μισίρι
εν μια γελαστή πανηγύρει
μεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει,
και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί.

Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ την άνοιξιν αγγέλλει,
της εξοχής πανήγυρις αθώα.
Κενούτ’ η Αλεξάνδρεια, κ’ οι δρόμοι οι πυκνοί της.
Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ να εορτάση θέλει
ο αγαθός Αιγύπτιος και γίνεται σκηνίτης.
Από παντού εξέρχονται τ’ αθρόα

των φιλεόρτων τάγματα. Πληρούται το Γκαμπάρι
και η γλαυκή, ρεμβώδης Μαχμουδία.
Το Μεξ, το Μωχαρέμβεη, το Ράμλιον πληρούνται.
Και αμιλλώντ’ αι εξοχαί τα πλείστα τις θα πάρη
κάρρα, εφ’ ων πλήθη λαού ευδαίμον’ αφικνούνται
εν σοβαρά, ησύχω ευθυμία.

Διότι ο Αιγύπτιος και εις το πανηγύρι
διατηρεί την σοβαρότητά του.
Μ’ άνθη κοσμεί το φέσι του· αλλά το πρόσωπόν του
είν’ απλανές. Μονότονον ασμάτιον μορμύρει,
χαρούμενος. Κέφι πολύ έχ’ εις τον λογισμόν του,
ολίγιστον εις τα κινήματά του.

Δεν έχει το Μισίρι μας πλουσίαν πρασινάδα,
δεν έχει ρύακας τερπνούς ή βρύσεις,
δεν έχει όρη υψηλά και με σκιάν ευρείαν.
Αλλ’ έχει άνθη μαγικά, πύριν’ από την δάδα
του Φθα πεσόντα· πνέοντα άγνωστον ευωδίαν
μύρα, εν οις λιποθυμεί η φύσις.

Εν μέσω κύκλου θαυμαστών θερμώς επευφημείται
γλυκύς μογάννι φήμης ευρυτάτης.
Εν τη τρεμούση του φωνή ερωτικαί οδύναι
στενάζουσι· το άσμα του πικρά παραπονείται
κατά της ελαφράς Φατμά ή της σκληράς Εμίνε,
κατά της Ζέναπ της πονηροτάτης.

Με τας σκηνάς τας σκιεράς και το ψυχρόν σερμπέτι
διώκονται ο καύσων και η σκόνη.
Φεύγουν αι ώραι ως στιγμαί, ως ίπποι εσπευσμένοι
εν πεδιάδι ομαλή, και η λαμπρά των χαίτη
επί της πανηγύρεως φαιδρώς εξαπλωμένη
το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ χρυσώνει.

Το ωχρόν μας Μισίρι
με βέλη ο ήλιος πλήρη
πικρίας και πείσματος καίει και δέρει,
και με δίψαν και νόσον το καταπονεί.
Το γλυκύ μας Μισίρι
εν μια γελαστή πανηγύρει
μεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει,
και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί.

27 αποκηρυγμένα ποιήματα του Καβάφη

Αοιδός
Μακράν του κόσμου, τον μεθά ποιητική μαγεία·
ο κόσμος όλος δι’ αυτόν είν’ οι ωραίοι στίχοι.
Δια τον αοιδόν αυτής έκτισ’ η Φαντασία
άυλον οίκον στερεόν ον δεν κλονίζ’ η τύχη.

Θα είπετε· «Βίος ψυχρός και μάταιος. Μωρία
το να νομίζης η ζωή ότι αυλού είν’ ήχοι
τερπνοί, και ουδέν άλλο·» ή «Ξηρά αναισθησία
μαστίζει όντινα ποτέ πόνος δεν κατατρύχει

της πάλης της ζωής.» Αλλά πλάνη και αδικία
είναι η κρίσις σας. Αυτού η Φύσις είναι θεία.
Μη κρίνετ’ εν τη λογική, τυφλή σας ασθενεία.

Είν’ εκ σμαράγδου μαγικού του οίκου του οι τοίχοι –
και ψιθυρίζουν εν αυτοίς φωναί· «Φίλε, ησύχει·
σκέπτου και ψάλλε. Μυστικέ απόστολε, ευψύχει!»

Vulnerant Omnes, Ultima Necat
Της Βρούγκου η μητρόπολις, ην πάλαι είχε κτίσει
δουξ Φλαμανδός τις ισχυρός και αφειδώς προικίσει,
έχει εν ωρολόγιον με αργυρούς πυλώνας
όπερ δεικνύει τον καιρόν από πολλούς αιώνας.

Είπε το Ωρολόγιον· «Είν’ η ζωή μου κρύα
και άχρους, και σκληρά.
Είναι ομοία δι’ εμέ πάσα της γης ημέρα.
Παρασκευή και Σάββατον, Κυριακή, Δευτέρα,
δεν έχουσι διαφοράν. Ζω – χωρίς να ελπίζω.
Η μόνη διασκέδασις, η μόνη ποικιλία
είναι, εν τη μοιραία μου, πικρά μονοτονία,
του κόσμου η φθορά.
Ότε τους δείκτας μου νωθρώς, εν μαρασμώ γυρίζω
μοι φανερώνεται παντός γηίνου η απάτη.
Τέλος και πτώσις πανταχού. Ατρύτου πάλης κρότοι,
στόνοι βομβούσι πέριξ μου – και συμπεραίνω ότι
Πληγώνει πάσα ώρα μου· φονεύει η εσχάτη.»

Ήκουσεν ο Αρχιερεύς τον λόγον τον αυθάδη
και είπεν· «Ωρολόγιον, η γλώσσ’ αυτή απάδει
εις την εκκλησιαστικήν και υψηλήν σειράν σου.
Τοιαύτη σκέψις πονηρά εις την διάνοιάν σου
πόθεν εισήλθεν; ω μωρά, αιρετική ιδέα!
Το πνεύμα σου μ’ αχλύν
πυκνήν θα περιέβαλε πολύχρονος ανία.
Άλλην αποστολήν
εκ του Κυρίου, των ωρών έλαβεν η χορεία.
Εκάστη αναζωπυρεί· γεννά η τελευταία.»

Καλός και Κακός Καιρός
Δεν με πειράζει αν απλώνη
έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα.
Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή.
Το γέλοιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη,
σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι,
του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει.

Τι ωφελεί οπού φυτρώνει
λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!
Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.
Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει,
σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει,
πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι.

Τιμόλαος ο Συρακούσιος
Είν’ο Τιμόλαος ο πρώτος μουσικός
της πρώτης πόλεως της Σικελίας.
Οι Έλληνες της Δυτικής Ελλάδος μας,
εκ Νεαπόλεως, και Μασσαλίας,
εκ Τάραντος, Πανόρμου, και Ακράγαντος,
και εξ όσων άλλων πόλεων τας όχθας
της Εσπερίας στέφουσι μ’ ελληνισμόν,
σπεύδουν αθρόοι εις τας Συρακούσας,
ν’ ακροασθώσι του ενδόξου μουσικού.
Σοφώτατος εν λύρα και κιθάρει,
γνωρίζει έτι τον λεπτόν ημίοπον,
τον τρυφερόν εν τρυφεροίς αυλοίς. Εξάγει
από τον γίγγραν μελωδίαν κλαίουσαν.
Και ότε εν χερσί την μάγαδίν του
λαμβάνει, αι χορδαί αυτής την ποίησιν
εκπέμπουν της θερμής Ασίας – μύησιν
ηδυπάθειας και γλυκείας ρέμβης,
των Εκβατάνων και της Νίνου άρωμα.

Αλλά εν μέσω των επαίνων των πολλών,
εν μέσω των πολυταλάντων δώρων,
περίλυπος είν’ ο καλός Τιμόλαος.
Γενναίος Σάμιος δεν τον ευφραίνει,
και σιωπών προσβάλλει το συμπόσιον.
Αόριστός τις λύπη τον κατέχει,
η λύπη της πολλής αδυναμίας του.
Κενά αισθάνεται τα όργανά του,
ενώ πληρούται η ψυχή του μουσικής.
Τους μυστικούς του ήχους να εκχύση,
μάτην παλαίει μετά πόνου κ’ εμμονής·
αι τελειότεραί του αρμονίαι μένουν
βωβαί κ’ υπολανθάνουσαι εντός αυτού.
Το δε ενθουσιών πλήθος θαυμάζει
όσα εκείνος ψέγει και περιφρονεί.
Τον θορυβεί επαίνων βοερά φωνή,
κ’ εν μέσω των πολυταλάντων δώρων
αφηρημένος ίσταται ο μουσικός.

Τα Δάκρυα των Αδελφών του Φαέθοντος
Ως φως εν ύλη, ως διαφανής
χρυσός ο ήλεκτρος είναι ο τιμαλφής.-
Ότε απαίσιος δύναμις εμμανής,
φθονούσα τον Φαέθοντα, εκ κορυφής

τον κατεκρήμνισε των ουρανών,
αι αδελφαί του ήλθον μελανείμονες
εις το υγρόν του μνήμα, τον Ηριδανόν,
κ’ ημέραν, νύκτα έκλαιον αι τλήμονες.

Κ’ εθρήνουν μετ’ αυτών όλ’ οι θνητοί
την ματαιότητα ονείρων υψηλών.
Ω τύχη άσπλαγχνος, ω μοίρα μισητή,
έπεσεν ο Φαέθων εκ των νεφελών!

Εντός των ταπεινών μας εστιών
ας ζήσωμεν ολιγαρκείς και ποταποί·
εκβάλωμεν τους πόθους εκ των καρδιών.
ας παύση πάσα προς τον ουρανόν ροπή.

Έκλαιον πάντοτε αι δυστυχείς,
έκλαιον του Φαέθοντος αι αδελφαί,
κ’ επί εκάστης του Ηριδανού πτυχής
αντανεκλώντο αι ωχραί αυτών μορφαί.

Εν άκρα συγκινήσει τα σεπτά
δάκρυα των νυμφών εδέχετο η γη
και εθησαύριζεν. Ως δ’ έγιναν επτά
ημέραι, κ’ η ογδόη έλαμψεν αυγή,

εις αιωνίαν παρεδόθησαν
στιλπνότητα τα κλαύματά των τα πολλά
κ’ εις ήλεκτρον λαμπρόν μετεμορφώθησαν.
Ω λίθε εκλεκτέ! ω δάκρυα καλά!

Θρήνος γενναίος, θρήνος ζηλευτός,
μεστός αγάπης και μεστός μαρμαρυγής –
τίμιαι αδελφαί, με δάκρυα φωτός
εκλάψατε τον κάλλιστον νέον της γης.

27 αποκηρυγμένα ποιήματα του Καβάφη

Η Κηδεία του Σαρπηδόνος
Είν’ η καρδία του Διός πλήρης οδύνης.
Ο Πάτροκλος εφόνευσε τον Σαρπηδόνα.

Βουλήν της Μοίρας εσεβάσθη ο Θεός.
Αλλ’ ο πατήρ θρηνεί την δυστυχίαν του.

Του Μενοιτίου ο υιός ανίκητος,
οι Αχαιοί ως λέοντες βρυχώμενοι,
ζητούσι τον νεκρόν ν’ αρπάξουν, και βοράν
εις κόρακας κ’ εις κύνας να τον ρίψωσιν.

Αλλά ο Ζευς δεν στέργει την ταπείνωσιν.
Του προσφιλούς και τιμημένου του υιού
το σώμα δεν θ’ αφίση να υβρίσωσιν.

Ιδού από το άρμα του κατέρχεται
επί της γης ο Φοίβος, δία εντολή.
Του Σαρπηδόνος τον νεκρόν αι θεϊκαί
χείρες του σώζουσι, και εις τον ποταμόν
τον φέρουσι και ευλαβώς τον νίπτουσι.
Πλύνετ’ η κόνις και το αίμα το πηκτόν,
και του δικαίου και ανδρείου ήρωος
η φυσιογνωμία αναφαίνεται.
Της αμβροσίας χύνει τα αρώματα
επί του πτώματος ο Φοίβος δαψιλώς
και το περικαλύπτει με Ολύμπια,
αθάνατα φορέματα. Του στήθους του
κλείει την χαίνουσαν πληγήν. Σχηματισμόν
ήρεμον κ’ εύχαριν δίδ’ εις τα μέλη του.
Το δέρμα του λαμπρύνεται. Κτεις φωτερά
την κόμην του κτενίζει, κόμην άφθονον
και μέλαιναν, ην έτι δεν ητίμασε
λευκή τις θριξ.
Ως νέος φαίνετ’ αθλητής
αναπαυόμενος – ως νέος εραστής
ονειρευόμενος χαράν και έρωτας
με κυανά πτερά και με ουράνια
τόξα – ως νέος και ευδαίμων σύζυγος,
εν πάσι του τοις συνηλίκοις τυχηρός,
καλήν κερδίσας νύμφην και ανάεδνον.

Την εντολήν του περατώσας ο Θεός,
τον Ύπνον και τον Θάνατον, τους αδελφούς,
καλεί, και διατάττει εις την εκτενή
Λυκίαν να μεταφερθή ο Σαρπηδών.

Ως εν αγκάλαις πατρικαίς και τρυφεραίς
τον έλαβον ο Ύπνος και ο Θάνατος
με λύπην και αγάπην και με προσοχήν
μη του νεκρού προσώπου διαταραχθή
η σοβαρά γαλήνη, μη του ανδρικού
σώματος η μεγαλοπρέπεια βλαβή.

Οι Λύκιοι βαθέως προσεκύνησαν
της φοβεράς αναισθησίας τους Θεούς,
και τον καλόν τον άνακτα παρέλαβον
νεκρόν το πνεύμα, αλλά την μορφήν λαμπρόν,
ακμαίον, και ευώδη, και γαλήνιον.

Μνημείον τω ανήγειραν μαρμάρινον,
κ’ επί της βάσεώς του με αναγλυφάς
έμπειροι γλύπται εξιστόρησαν τας νίκας
του ήρωος και τας πολλάς του εκστρατείας.

Η Ψήφος της Αθηνάς
Ότε το δίκαιον λύσεως αμοιρεί,
ότε η κρίσις των ανθρώπων απορεί
και ανωτέρας αρωγής και φώτων χρήζει,
οι δικασταί σιγώσιν ασθενείς, μικροί,
κ’ η ευσπλαγχνία των Θεών αποφασίζει.

Εις τους δημότας Αθηνών είπ’ η Παλλάς·
«Το δικαστήριόν σας ίδρυσα. Ελλάς
ή άλλη πόλις ενδοξότερον ποτέ
δεν θέλει αποκτήσει. Άνδρες δικασταί,
φανείτ’ αντάξιοι αυτού. Ανοίκεια
πάθη απαρνηθείτε. Επιείκεια
το δίκαιον να συνοδεύη. Αυστηρά
αν ην’ η κρίσις σας, ας ήναι καθαρά
επίσης – ως αδάμας άσπιλος, αγνή.
Το έργον σας εις τ’ αγαθά και ευγενή
να ήναι οδηγία, και διοίκησις
σώφρων. Ουδέποτε μωρά εκδίκησις.»

Απήντησαν εν συγκινήσει οι αστοί·
«Ω δέσποινα, ο νους ημών αδυνατεί
ευγνωμοσύνης φόρον ν’ εύρη επαρκή
εις την λαμπράν ευεργεσίαν.»

Η γλαυκή
τους οφθαλμούς θεά απήντησε· «Θνητοί,
το Θείον εξ υμών μισθόν δεν απαιτεί.
Ενάρετοι και αμερόληπτοι εστέ·
τούτο μ’ αρκεί. Εξ άλλου, άνδρες δικασταί,
ψήφου μιας εφύλαξα δικαίωμα.»

Είπον οι δικασταί· «Εις το στερέωμα
το αστερόεν ζώσα, παρ’ ημίν, Θεά,
ενταύθα πώς ψηφίσεις;»

«Μη σας ανιά
η απορία αύτη. Εγκρατής ειμί
εν τω ψηφίζειν. Αλλ’ αν ευρεθή στιγμή
καθ’ ην διαιρεθήτ’ εις δύο σώματα,
οι μεν υπέρ, οι δε κατά, τα δώματα
χωρίς ν’ αφίσω τ’ ουρανού, υμείς αυτοί
την ψήφον μου θα χρησιμεύετε. Αστοί,
εις τον κατηγορούμενον επιθυμώ
πάντοτε να χαρίζηται. Εν τω θυμώ
της Αθηνάς σας η συγχώρησις οικεί
μεγάλη, ατερμάτιστος, προγονική,
ένστικτον εκ της Μήτιδος, η κορωνίς
σοφίας υπερτάτης εν τοις ουρανοίς.»

Το Καλαμάρι
Του ποιητού ιερό, τίμιο καλαμάρι,
που από μέσα σου ένας κόσμος βγαίνει,
κάθε μορφή κοντά σ’ εσένα σαν πηγαίνει,
γυρίζει με μια κάποια νέα χάρι.
Πού ηύρε η μελάνη σου τα μυθικά
τα πλούτη! Κάθε κόμπος της, εις το χαρτί σαν στάζει,
ένα διαμάντι περισσότερο μας βάζει
μέσα στης φαντασίας τα διαμαντικά.

Τα λόγια ποιος σε δίδαξε οπού στην μέση
ρίχνεις του κόσμου, και μας ενθουσιάζουν·
και των παιδιών μας τα παιδιά θα τα διαβάζουν
με την ιδία συγκίνησι και ζέσι.

Αυτά τα λόγια πού τα βρήκες που στ’ αυτιά μας
ενώ ηχούν σαν πρωτοακουσμένα,
όμως δεν φαίνονται και όλως διόλου ξένα –
σ’ άλλη ζωή θα τάξερε η καρδιά μας.

Η πέννα όπου βρέχεις, ωσάν δείκτης μοιάζει
που στο ρολόγι της ψυχής γυρίζει.
Των αισθημάτων τα λεπτά μετρά κι’ ορίζει,
ταις ώραις της ψυχής μετρά κι’ αλλάζει.

Του ποιητού ιερό, τίμιο καλαμάρι,
που απ’ την μελάνη σου ένας κόσμος βγαίνει –
μ’ έρχεται τώρα εις το νου πόσος θα μένη
κόσμος χαμένος μέσα σου, σαν πάρη
τον ποιητή μια νύκτα ο ύπνος ο βαθύς.
Τα λόγια θάναι πάντα εκεί· αλλά ποιο ξένο χέρι
θα ημπορέση να τα βρη να μας τα φέρη!
Εσύ, πιστό στον ποιητή, θα τ’ αρνηθής.

Φωναί Γλυκείαι
Είν’ αι γλυκύτεραι φωναί όσαι διά παντός
εσίγησαν, όσαι εντός
καρδίας μόνον λυπηράς πενθίμως αντηχούσιν.

Εν τοις ονείροις έρχονται δειλαί και ταπειναί
αι μελαγχολικαί φωναί,
και φέρουν εις την μνήμην μας την τόσον ασθενή

αποθανόντας ακριβούς, ους κρύα κρύα γη
καλύπτει, και δι’ ους αυγή
ποτέ δεν λάμπει γελαστή, ανοίξεις δεν ανθούσιν.

Στενάζουν αι μελωδικαί φωναί· κ’ εν τη ψυχή
η πρώτη ποίησις ηχεί
του βίου μας – ως μουσική, την νύκτα, μακρυνή.

Ελεγεία των Λουλουδιών
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
Κι’ απ’ όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται
η νεότης πιο ωραία. Αλλά μαραίνεται
γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται·
η πασχαλι[αίς] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
Αλλά τα ίδια μάτια δεν τα κυττάζουνε.
Και άλλα χέρια σ’ άλλα στήθεια τα βάζουνε.
Έρχοντ’ οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε·
τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ’ αναγνωρίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
Αλλά με την χαρά μας πάντα δεν μένουνε.
Αυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε·
κ’ επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,
καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.

Πάλ’ ήλθε καλοκαίρι κ’ οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
Αλλ’ απ’ το παραθύρι δύσκολα φθάνεται.
Και το υαλί μικραίνει-μικραίνει, χάνεται.
Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.
Βαρυά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν.

Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
Λησμονημένου Αυγούστου κρίνοι μας στέφουνε,
τ’ αλλοτεινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε,
σκιαίς αγαπημέναις γλυκά μας γνέφουνε
και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν.

Ο Θάνατος του Αυτοκράτορος Τακίτου
Είν’ ασθενής ο αυτοκράτωρ Τάκιτος.
Το γήρας του δεν ηδυνήθη το βαθύ
τους κόπους του πολέμου να αντισταθή.
Εις μισητόν στρατόπεδον κατάκοιτος,
εις τ’ άθλια τα Τύανα -τόσω μακράν!-

την φίλην ενθυμείται Καμπανίαν του,
τον κήπον του, την έπαυλιν, τον πρωινόν
περίπατον -τον βίον του προ εξ μηνών.-
Και καταράται εις την αγωνίαν του
την Σύγκλητον, την Σύγκλητον την μοχθηράν.

Ώραι Μελαγχολίας
Οι ευτυχείς την Φύσιν βεβηλούσι.
Της λύπης είναι τέμενος η γη.
Αγνώστου πόνου δάκρυ στάζει η αυγή·
αι ορφαναί εσπέραι αι χλωμαί πενθούσι·
και ψάλλει θλιβερά η εκλεκτή ψυχή.

Ακούω στεναγμούς εν τοις ζεφύροις.
Βλέπω παράπονον επί των ίων.
Αισθάνομαι του ρόδου αλγεινόν τον βίον·
μυστηριώδους λύπης τους λειμώνας πλήρεις·
κ’ εντός του δάσους του πυκνού λυγμός ηχεί.

Τους ευτυχείς οι άνθρωποι τιμώσι.
Και τους υμνούσι ψευδοποιηταί.
Αι πύλαι, πλην, της Φύσεως είναι κλεισταί
εις όσους αδιάφοροι, σκληροί γελώσι,
γελώσι ξένοι εν πατρίδι δυστυχεί.

Ο Οιδίπους
Εγγράφη έπειτα από ανάγνωσιν περιγραφής της ζωγραφιάς
«Ο Οιδίπους και η Σφιγξ» του Γουσταύου Μορώ.

Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένη
με δόντια και με νύχια τεντωμένα
και μ’ όλην της ζωής την αγριάδα.
Ο Οιδίπους έπεσε στην πρώτη ορμή της,
τον τρόμαξεν η πρώτη εμφάνισί της –
τέτοια μορφή και τέτοιαν ομιλία
δεν είχε φαντασθή ποτέ έως τότε.
Μα μ’ όλο που ακκουμπά τα δυο του πόδια
το τέρας στου Οιδίποδος το στήθος,
συνήλθε εκείνος γρήγορα – και διόλου
τώρα δεν την φοβάται πια, γιατί έχει
την λύσιν έτοιμη και θα νικήση.
Κι’ όμως δεν χαίρεται γι’ αυτήν την νίκη.
Το βλέμμα του μελαγχολία γεμάτο
την Σφίγγα δεν κυττάζει, βλέπει πέρα
τον δρόμο τον στενό που πάει στας Θήβας,
και που στον Κολωνό θ’ αποτελειώση.
Και καθαρά προαισθάνεται η ψυχή του
που η Σφιγξ εκεί θα τον μιλήση πάλι
με δυσκολώτερα και πιο μεγάλα
αινίγματα που απάντησι δεν έχουν.

Ωδή και Ελεγεία των Οδών
Το περιπάτημα του πρώτου διαβάτου·
του πρώτου πωλητού η ζωηρά κραυγή·
το άνοιγμα των πρώτων παραθύρων,
της πρώτης θύρας – είναι η ωδή,
ην έχουν την πρωίαν αι οδοί.

Τα βήματα του τελευταίου διαβάτου·
του πωλητού του τελευταίου η κραυγή·
το κλείσιμον θυρών και παραθύρων –
είναι της ελεγείας η αυδή,
ην έχουν την εσπέραν αι οδοί.

Πλησίον Παραθύρου Ανοικτού
Εν φθινοπωρινής νυκτός ευδία,
πλησίον παραθύρου ανοικτού,
εφ’ ώρας ολοκλήρους, εν τελεία,
ηδονική κάθημαι ησυχία.
Των φύλλων πίπτ’ η ελαφρά βροχή.

Ο στεναγμός του κόσμου του φθαρτού
εν τη φθαρτή μου φύσει αντηχεί,
αλλ’ είναι στεναγμός γλυκύς, υψούται ως ευχή.
Ανοίγει το παράθυρόν μου κόσμον
άγνωστον. Αναμνήσεων ευόσμων,
αρρήτων μοι προσφέρεται πηγή.
Επί του παραθύρου μου πτερά
κτυπώσι – φθινοπωρινά πνεύματα δροσερά
εισέρχονται και με περικυκλούσι
κ’ εν τη αγνή των γλώσση μοι λαλούσι.

Ελπίδας αορίστους και ευρείας
αισθάνομαι· κ’ εν τη σεπτή σιγή
της πλάσεως, τα ώτα μου ακούουν μελωδίας,
ακούουν κρυσταλλίνην, μυστικήν
εκ του χορού των άστρων μουσικήν.

Ένας Έρως
Δεν λιγοστεύ’ η συμφορά όσω και αν την λέγης.
Αλλ’ είναι πόνοι που ήσυχα μες στην καρδιά δεν μένουν.
Διψούν με το παράπονο να βγουν να ξεθυμάνουν.

Ο Αντώνης με αγάπησε κ’ εγώ τον αγαπούσα.
Και μ’ έδωκε τον λόγο του πως άλλην δεν θα πάρη!
Αλλ’ ήτανε πτωχός πολύ κ’ είχεν υπερηφάνεια.
Γι’ αυτό σηκώθη κ’ έφυγε μ’ έν’ άτυχο καράβι
με τον σκοπό να βρη δουλειά, μια τέχνη ν’ αποκτήση.
Να γίνη ναύτης ήθελε, και πλοίαρχος μια μέρα,
κ’ έπειτα να στεφανωθή μ’ ήσυχη την καρδιά του.

Αχ, μια χρονιά δεν σώθηκε· και πέφτει ο πατέρας
και σπάνει το ποδάρι του και το δεξί του χέρι.
Αρρώστησεν η μάνα μου. Ό,τι μας είχε μείνει,
λίγο μπακίρι παλαιό, ασημικό ολίγο,
κάτι μικρά διαμαντικά που φύλαγ’ η μητέρα,
πουλήθηκαν για τίποτε.
Έγιν’ η συμφορά μας
η ομιλία του χωριού. Εις τα μεγάλα σπίτια
την είδησί της έδωκαν, κι από τ’ αρχοντικό του
συχνά ο Σταύρος ήρχονταν σαν φίλος και προστάτης
στο σπίτι μας… και μ’ έβλεπε μ’ αγάπη μες στα μάτια.

Δεν δούλεβ’ ο πατέρας μου· η μάνα δεν κεντούσε.
Μέρα και νύχτα δούλεβα και έχυνα το φως μου
κι’ ωστόσο δεν κατόρθωνα να βγάλω το ψωμί των.
Ο Σταύρος ήταν πλούσιος και με καρδιά μεγάλη.
Απλά – χωρίς καυχήματα, χωρίς κομποφανία –
και μυστικά, τους έδιδε τα μέσα και τους ζούσε.
Και η ψυχή μου χαίρονταν για τους φτωχούς γονείς μου –
και η ψυχή μου έκλαιε για την φτωχή εμένα.
Πολύ καιρό δεν άργησεν η άτυχη ημέρα
που μες στον κάμπο στάθηκε κοντά μου, και με πήρε
το χέρι και με κύτταζε… Έτρεμα σαν το φύλλο
γιατ’ ήξευρα τι ήθελε, και δεν τον αγαπούσα…
Εδίσταζαν στα χείλη του τα λόγια – ως που είπε·
«Φρόσω, για το χατίρι τους δεν στέργεις να με πάρης;»

Όχι, μ’ εφώναζ’ η καρδιά ζητώντας τον Αντώνη.
Αλλά βαρυά σηκώθηκε Βοριάς αγριεμένος,
κ’ έλεγαν το καράβι του πως χάθηκε στα ξένα.
Αχ, πώς εβγήκε το σκληρό, φαρμακευμένο ψέμα!…
Αχ, πώς να ζω η δύστυχη να κλαίω νύχτα, μέρα!…

Μ’ έλεγε ο πατέρας μου πολλά για να με πείση.
Αλλ’ η καλή μητέρα μου δεν μ’ έλεγε μια λέξι,
μόνο στα μάτια μ’ έβλεπε, κ’ η λύπη και η φτώχεια
έτρεχαν από πάνω της. Έχασα κάθε θάρρος.
Δεν βάσταξα. Τον έδωκα το χέρι μου. Θαμμένη
βαθυά μέσα στην θάλασσα ήτανε η καρδιά μου.

Όλαις η κόραις του χωριού την τύχην μου φθονούσαν
που έπαιρν’ άνδρα πλούσιο και άρχοντα μεγάλο,
εγώ μια κόρη χωρική, εγώ φτωχειά μια κόρη.

Δεν είδε μεγαλύτερο γάμο απ’ τον δικό μας
ποτέ του το χωριό. Μικροί, μεγάλοι μαζωχθήκαν
για να ιδούν του άρχοντα την τυχερή την νύφη.
Με πασχαλιαίς τον δρόμο μας έρραναν και με ρόδα.
Παντού χοροί και μουσικαίς, τραγούδια και τραπέζια.
Για μένα νύχτα ήτανε. Μαύρα φορούσαν όλα.

Τέσσαρες μήνες πέρασαν μονάχα που τον πήρα,
και μια βραδυά που έρημη στην πόρτα του σπιτιού μου
στέκουμουν, βλέπω την σκια εμπρός μου του Αντώνη.
Με φάνηκε σαν όνειρο, δεν πίστευα το φως μου·
έως που μ’ είπ’ «Αγάπη μου, γιατ’ είσαι λυπημένη;
Τα βάσανά μας τέλεψαν, ήλθα για να σε πάρω.»

Πικρά, πικρά τον δέχθηκα και του τα είπα όλα.
Και έσφιξα τα χέρια του σαν πριν μες στα δικά μου,
και τον εφίλησα σαν πριν, κ’ έκλαψα στον λαιμό του.
Είπα πως δεν αγάπησα άλλον από εκείνον…
Τον είπα πως με ‘γέλασαν, πως μες στην τρικυμία
επίστεψα που πνίχθηκε… Πως μόνο για χατίρι
της μάνας, του πατέρα μου πανδρεύθηκα… Μαζύ του
πως προτιμούσα βάσανα, φτώχεια, και καταφρόνια,
απ’ όσα πλούτη έχ’ η γη που να τα φέρνη άλλος…
Τον είπα πως τον αγαπώ σαν πρώτα, μόνον τώρα
ο έρως μου είναι φωτιά άσβεστη που με καίει,
τώρα που ξέρω πως ποτέ, ποτέ, ποτέ δικός μου
δεν θε να γίνη και εγώ δική του… Και τον είπα,
απ’ την παληά αγάπη του αν έμεινε ολίγη,
να ορκισθή να μη με διη ποτέ πια στην ζωή του…
Και άλλα, άλλα έλεγα· άλλα που δεν θυμούμαι.
Έκαιε το κεφάλι μου. Με έφευγε ο νους μου.

Τώρα πια όλα τέλεψαν. Εμαύρισ’ η ζωή μου.
Δεν θάχη πια ποτέ χαρά για μέν’ αυτός ο κόσμος.
Ας μ’ έπαιρνε ο θάνατος!… Αλλά πώς να πεθάνω-
έχω πληγή μες στην καρδιά, μα είμ’ ακόμη νέα.

Μνήμη
Δεν αποθνήσκουν οι θεοί. Η πίστις αποθνήσκει
του αχαρίστου όχλου των θνητών.
Είν’ οι θεοί αθάνατοι. Από τα βλέμματά μας
τους κρύπτουσι νεφέλαι αργυραί.
Ω Θεσσαλία ιερά, Σε αγαπώσιν έτι,
Σε ενθυμούνται αι ψυχαί αυτών.
Εν τοις θεοίς, ως εν ημίν, ανθούσιν αναμνήσεις,
της πρώτης των αγάπης οι παλμοί.
Ότε ερών το λυκαυγές φιλεί την Θεσσαλίαν,
σφρίγος από τον βίον των θεών
περνά την ατμοσφαίραν της· και κάποτ’ αιθερία
μορφή επί των λόφων της πετά.

Κωνσταντίνος Καβάφης: «Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο…»

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr